Οξύς ανταγωνισμός και σφοδρές συγκρούσεις στον χώρο της Κεντροαριστεράς, καθώς το έπαθλο δεν είναι η πρώτη θέση -κάτι που ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν ξεχάσει- αλλά η δεύτερη. Όσον αφορά τις ευρωεκλογές, η θέση αυτή είναι θέση γοήτρου, βασικώς, δεδομένου ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα παραμένει το κόμμα που είναι και σήμερα.

Στον χώρο της Κεντροδεξιάς, και ειδικότερα μεταξύ αυτών που βρίσκονται στο συντηρητικότερο τμήμα της, κυριαρχεί η εκτίμηση, προφανώς για ιδεολογικούς κυρίως λόγους, ότι όσο πιο χαμηλά είναι τα δύο κόμματα που βρίσκονται κάτω από τη Νέα Δημοκρατία τόσο το καλύτερο. Μάλλον, η άποψη αυτή διαμορφώνεται από τις οδυνηρές αναμνήσεις της διακυβέρνησης από τα δύο αυτά κόμματα, αν και με τη διακυβέρνηση του ενός εξ αυτών, δηλαδή των σοσιαλιστών, περάσαμε μπέικα, ασχέτως αν πληρώσαμε ακριβά την καλοπέραση που ήταν με δανεικά.

Μέσα από το πρίσμα μιας ιδεολογικής αντιπαλότητας ενδεχομένως η επιθυμία να χάσουν κι άλλο τα δύο αυτά κόμματα, δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, την απήχησή τους στην ελληνική κοινωνία μπορεί να εμφανίζεται δικαιολογημένη και φυσιολογική. Όμως, από καθαρώς πολιτικής πλευράς και ιδιαίτερα από την οπτική τι συμφέρει περισσότερο το κόμμα που κυβερνάει σήμερα, η επιθυμία αυτή είναι λάθος. Ο λόγος απλός. Στην περίπτωση που τα δύο αυτά κόμματα δεν επιτύχουν στις ευρωεκλογές τον στόχο που έχουν θέσει από πλευράς ποσοστών, τότε είναι περίπου βέβαιο ότι θα αρχίσουν οι εσωκομματικοί τριγμοί. Κυρίως οι τριγμοί αυτοί θα αφορούν τις ηγεσίες των δύο κομμάτων, αφού ένα δυσμενές γι’ αυτά αποτέλεσμα θα αποδίδεται και στην αδυναμία των αρχηγών τους να πείσουν την κοινωνία και άρα να επιτύχουν ένα καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα για τα κόμματά τους. Και κατ’ επέκταση για την πολιτική τους προοπτική.

Αυτή όμως είναι μια εξέλιξη που δεν συμφέρει τη Νέα Δημοκρατία και τον αρχηγό της. Για τον απλό λόγο ότι δεν θα μπορούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να είχε ευκολότερους αντιπάλους. Άλλωστε, με την προοπτική ότι αυτοί οι δύο αρχηγοί θα παραμένουν στην ηγεσία των κομμάτων τους, ο πρωθυπουργός στη διακαναλική συνέντευξή του εξέφρασε την εκτίμηση ότι θα πάρει και τις εκλογές του 2027.

Πράγματι, αυτό που συμφέρει τη ΝΔ και τον αρχηγό της, όπως προαναφέρθηκε, επιβεβαιώνεται και δημοσκοπικά. Όταν ερωτάται ο κόσμος ποιος από τους αρχηγούς των δύο κομμάτων θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Μητσοτάκη, τα ποσοστά είναι χαμηλά. Αλλά και υψηλότερα να ήταν και να προηγούνταν με διαφορά δηλαδή κάποιος εκ των δύο, τον ακυρώνει η άλλη απάντηση σε σχετικά ερωτηματολόγια. Διότι όταν η κοινωνία ερωτάται ποιον απ’ όλους θεωρεί καταλληλότερο για πρωθυπουργό, απαντάει ότι προτιμάει τον σημερινό. Το Μαξίμου μάλλον θα πρέπει να στέλνει ανθοδέσμες σε γνωστούς παραλήπτες.