Διά στόµατος του πρωθυπουργού έγινε σαφής αναφορά στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στο casus belli που εξακολουθεί ως τουρκική απειλή να επικρέµαται υπεράνω της χώρας. Και βεβαίως ότι δεν µπορεί µια χώρα που απειλεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συµµετέχει στο αµυντικό ευρωπαϊκό σύστηµα, το γνωστό SAFE. Η φράση του Κωνσταντίνου Καραµανλή ότι «οι δύο χώρες είναι καταδικασµένες σε γειτνίαση» αναδεικνύει όλη τη διαχρονική πολυπλοκότητα των σχέσεων αυτών. Πολυπλοκότητα την οποία διαµορφώνει και προκαλεί η τουρκική πλευρά, καθώς είναι θεµελιωµένος πλέον στην τουρκική πολιτική ο µεγαλοϊδεατισµός του οθωµανικού αυτοκρατορικού µεγαλείου. Και αυτή η πολιτική, ακόµη και σε περίοδο υποτιθέµενης ύφεσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δεν παύει να συνιστά µια υπόµνηση προς την ελληνική πλευρά. Υπάρχουν παραδείγµατα που επιβεβαιώνουν την πολιτική αυτή της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα.

Πιο πρόσφατο παράδειγµα είναι η αιφνίδια αναβολή της συνάντησης του Τούρκου προέδρου µε τον Έλληνα πρωθυπουργό µε πρωτοβουλία της τουρκικής πλευράς, που στην ουσία συνιστά άρνηση του Ερντογάν να συναντήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αποκάλυψε στον ΟΗΕ, ευθέως, τις τουρκικές απειλές σε βάρος της χώρας µας. Επιπλέον, διά στόµατος τόσο του Τούρκου προέδρου όσο και αξιωµατούχων της τουρκικής κυβέρνησης, αλλά σταθερά και µέσω του Τουρκοκύπριου ηγέτη δηλώνεται κατηγορηµατικά ότι είναι παγιωµένη η διχοτόµηση της Κύπρου και ότι αποδεκτή είναι µόνο η ύπαρξη δύο κρατών. Το ένα εκ των οποίων «δηµιουργήθηκε» ύστερα από στρατιωτική εισβολή. Σαφής η δήλωση Ερντογάν: «Είναι καιρός η διεθνής κοινότητα να συµφιλιωθεί µε την πραγµατικότητα στο έδαφος». ∆ήλωση η αξιολόγηση της οποίας µέσα από ένα καθαρά ρεαλιστικό πρίσµα δεν αφήνει καµία αµφιβολία για την προσχηµατική κάθε φορά συζήτηση που γίνεται σε επίπεδο κορυφής για επίλυση του προβλήµατος.

Να µη λησµονούµε επίσης ότι υπήρξε άµεση τουρκική «απάντηση» στην ελληνική ανακοίνωση για τα θαλάσσια πάρκα µε δική της ανακοίνωση για τουρκικά θαλάσσια πάρκα και µε χάρτη που αµφισβητεί την επήρεια του Καστελλόριζου. Επρόκειτο για µονοµερή ενέργεια σε µη οριοθετηµένες περιοχές εκτός τουρκικών χωρικών υδάτων που έδειξε -κατά δήλωση της Αθήνας- και πλήρη έλλειψη σεβασµού στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας. Άλλωστε η παράκαµψη του ∆ιεθνούς ∆ικαίου είναι πάγια τακτική της τουρκικής πολιτικής στο πλαίσιο των διεκδικήσεών της και της αµφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωµάτων της Ελλάδας. Για όση, τέλος, σηµασία έχει -και προφανώς έχει, διότι η τουρκική πολιτική διακρίνεται για τη σταθερότητά της και για την εµµονή σε συγκεκριµένες ιστορικές παραµέτρους- να υπενθυµίσουµε ότι ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν, µε αφορµή όσα συµβαίνουν στη Μέση Ανατολή, είχε ξεθάψει πρόσφατα τον Όρκο του Έθνους -τον αποκαλούµενο Milli Misak- που είχε ψηφίσει το τελευταίο οθωµανικό συµβούλιο το 1920, πριν από την κατάρρευση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.

Την πολυπλοκότητα στις σχέσεις διαµορφώνει και προκαλεί η πλευρά της Άγκυρας, καθώς είναι θεµελιωµένος πλέον ο µεγαλοϊδεατισµός του οθωµανικού αυτοκρατορικού µεγαλείου

Ο όρκος αυτός, τον οποίον επικαλέστηκε ο Ερντογάν για να επιβεβαιώσει την εξωτερική πολιτική του, του αναθεωρητισµού -για τον οποίον έχει ήδη στείλει µηνύµατα προς την Ελλάδα και µάλιστα και ευρισκόµενος εντός του ελληνικού εδάφους-, προδιαγράφει τις ανεξίτηλες τουρκικές επιδιώξεις, που καταλύουν τα σύνορα στα οποία περιορίστηκε ως ηττηµένη κατά τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Επιδιώξεις που ασφαλώς δεν λαµβάνουν υπόψιν τους συσχετισµούς δυνάµεων και τις συνθήκες του 21ου αιώνα, αλλά αντιθέτως «διεκδικούν» ένα εκτεταµένο εύρος εδαφών στην ευρύτερη περιοχή που αρχίζουν από τη… Θεσσαλονίκη και φτάνουν στα αραβικά εδάφη του Κιρκούκ, του Χαλεπίου και της Μοσούλης!

Μια ρεαλιστική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ενέχει και τις εξής διαπραγµατευτικές δυσκολίες που δεν είναι δυνατόν να παραγνωριστούν:

  • Πρώτον, όπως αναφέρθηκε διεξοδικώς ανωτέρω, υπάρχει η τουρκική αδιαλλαξία, η οποία υποκρύπτεται στις συζητήσεις που γίνονται αλλά εκδηλώνεται υποµνηστικά προς την ελληνική πλευρά µε κάθε ευκαιρία. Αναφέρθηκαν συγκεκριµένα παραδείγµατα προλογικώς.
  • ∆εύτερον, η σηµερινή ελληνική κυβέρνηση είναι υποχρεωµένη να λειτουργήσει σε πλαίσιο που διαµόρφωσαν προηγούµενες ελληνικές κυβερνήσεις προ ετών, µε τη δεσµευτική µάλιστα υπογραφή τους σε συγκεκριµένες συµφωνίες. Και αναφερόµαστε:

(α) στη Συµφωνία της Μαδρίτης, µε την οποία αναγνωρίζουµε ότι η Τουρκία έχει ζωτικά συµφέροντα στο Αιγαίο, σχετικά µε θέµατα εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας. H αποδοχή µάλιστα αυτού του δικαιώµατος της Τουρκίας δίνει πολλές δυνατότητες στους δικαστές του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου της Χάγης -στην περίπτωση που µε συνυποσχετικό καταφεύγαµε στο δικαστήριο αυτό- να συνεκτιµήσουν τα συµφέροντα αυτά της Τουρκίας, πριν εκδώσουν τη σχετική απόφαση για τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Επιπλέον, µε την ίδια συµφωνία αναγνωρίζεται ως διαφορά προς επίλυση το ζήτηµα της υφαλοκρηπίδας, καθώς και συναφή θέµατα, που δεν είναι άλλα από τις συνοριακές διαφορές στο Αιγαίο!

(β) στη Συµφωνία του Ελσίνκι, που αποδεχθήκαµε, µε την οποία παροτρύνονται οι υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες (στην προκειµένη η Τουρκία) να επιλύσουν τις εκκρεµούσες συνοριακές διαφορές τους και τα συναφή θέµατα µε διάλογο και, αν αποτύχουν, να προσφύγουν στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο. Εποµένως, εκτός από την υφαλοκρηπίδα, στις διµερείς διαφορές υπάγονται η διεκδίκηση από την Τουρκία 153 βραχονησίδων, τα όρια των χωρικών µας υδάτων, τα όρια του εναερίου χώρου και η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή