ΝΙΚΟΣ ΣΙΜΟΣ
Πριν 32 λεπτά
Γείτονες με το ζόρι
Ένα βασικό συμπερασμα που προκύπτει από τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις –που «επικαιροποίηθηκαν» με την απειλή Τσαβούσογλου για το άνοιγμα της Αμμοχώστου- και που εκφράζουν την τουρκική απαίτηση για μοιρασιά στα ενεργειακά αποθέματα στο Αιγαίο, είναι ότι η Άγκυρα ουδέποτε θα αποστεί από τις διεκδικητικές θέσεις της.
Το ερώτημα που τίθεται κάθε φορά είναι αν υπάρχουν οι δυνατότητες για μία ειρηνική, επιτέλους, συμβίωση με τους Τούρκους, αφού και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν πόσο ασύμφορη είναι η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών (για διαφορετικούς βεβαίως λόγους για την κάθε μία); Μπορεί άραγε να ξεπερασθεί η έκφραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε με γείτονα την Τουρκία»;
Έχει ενδιαφέρον πως έχει προσεγγίσει αυτό το ερώτημα ένας πολύπειρος διπλωμάτης και βαθύς γνώστης των τουρκικών πραγμάτων, ο πρέσβυς ε.τ. κ. Βύρωνας Θεοδωρόπουλος. Αυτό το ερώτημα -είχε διερωτηθεί ο συγκεκριμένος διπλωμάτης, προ ετών- είναι μοιρολατρεία ή ρεαλισμός; Είναι η παθητική αποδοχή ενός γεωγραφικού και ιστορικού δεδομένου που δεν πρόκειται να μεταβληθεί στο προβλεπτό μέλλον;
«Η λέξη «καταδικασμένοι», επεσήμαινε ο κ. Θεοδωρόπουλος, δίνει ένα τόνο αδρανούς εγκαρτέρησης που δεν αρμόζει σε ένα λαό (ΣΣ δηλαδή σ’ εμάς), που θέλει να συνεχίσει δυναμικά το δρόμο του. Έργο μας δεν μπορεί να είναι άλλο από τη συνεχή και ενεργό αναζήτηση μίας πολιτικής που θα μας επιτρέψει, χωρίς φόβους και χωρίς κινδύνους, όχι μόνο την άνετη καθημερινή επικοινωνία αλλά και τη μακροπρόθεσμη συμβίωση με τον Τούρκο-όπως άλλωστε και με κάθε άλλο-γείτονα».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ιστορικές μνήμες που κουβαλάει κάθε λαός διαμορφώνουν πολλές φορές και την κρατική πολιτική απέναντι σε συγκεκριμένες χώρες. Λ.χ. δεν μπορεί να εξαλειφθεί από την ελληνική μνήμη, (αφού μάλιστα η μνήμη αυτή –που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα- τροφοδοτείται εξ απαλών ονύχων στα σχολικά βιβλία) ότι ο Τούρκος είναι ο Ασιάτης επιδρομέας που πρώτα διέλυσε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και στη συνέχεια κράτησε υπόδουλο τον ελληνισμό.
Στην τουρκική μνήμη, αντιστοίχως, οι Έλληνες είναι αυτοί που φύτεψαν το σπόρο για τη μετέπειτα διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που, χρόνια αργότερα, το ’22, απείλησαν ακόμη και την πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι για τους Τούρκους, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο κ. Θεοδωρόπουλος στο βιβλίο του «Οι Τούρκοι κι εμείς», η Ελληνική Επανάσταση είναι η απαρχή της γενικής επέμβασης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μίας επεμβάσεως που έφτασε να απειλήσει την ίδια την εθνική υπόσταση της Τουρκίας στη Συνθήκη των Σεβρών.
Ένα άλλο ερώτημα το οποίο πολλές φορές τίθεται δικαιολογημένα είναι αν πράγματι οι δύο λαοί αισθάνονται εχθρικά ο ένας απέναντι στον άλλο, ή είναι απλώς οι τουρκικές πολιτικές ηγεσίες εκείνες που, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης τις περισσότερες φορές, συντηρούν ένα κλίμα έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών.
Κάτι που ίσως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε είναι ότι, πολλές φορές στο παρελθόν –και μάλιστα σε στιγμές έντασης- εκπρόσωποι της τουρκικής πλευράς αισθάνθηκαν την ανάγκη να λειτουργήσουν μέσα σε ένα πλαίσιο θετικών για την Ελλάδα εκτιμήσεων. Αυτό είναι μία ένδειξη ότι υπάρχουν και σκεπτόμενοι Τούρκοι και όχι μόνο στρατιωτικά γεράκια και λαϊκιστές πολιτικοί που τολμούν, κατά καιρούς, έστω και αραιά, να βρεθούν απέναντι στην πολιτική της τουρκικής ηγεσίας. Απλώς, έναντι των «ιεράκων» είναι αδύναμοι. Όπως λ.χ.ένας σημαίνων Τούρκος καθηγητής της κλασσικής αρχαιολογίας έγραψε προ ετών στη Milliyet, «οι σημερινοί Έλληνες είναι ένα Έθνος που αξίζει να το παινέσει και να το αγαπήσει κανείς…Όλος ο κόσμος θαύμασε τον ηρωϊσμό που επέδειξε το Έθνος αυτό εναντίον των ξένων δυνάμεων που υπερτερούσαν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Και τα λέει αυτά κάποιος που έχει την ιθαγένεια μιας χώρας που δικαίως αποκλήθηκε, για την ανύπαρκτη προσφορά της στον αγώνα κατά του φασισμού στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «ο επιτήδειος ουδέτερος».
Το ερώτημα που τίθεται κάθε φορά είναι αν υπάρχουν οι δυνατότητες για μία ειρηνική, επιτέλους, συμβίωση με τους Τούρκους, αφού και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν πόσο ασύμφορη είναι η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών (για διαφορετικούς βεβαίως λόγους για την κάθε μία); Μπορεί άραγε να ξεπερασθεί η έκφραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε με γείτονα την Τουρκία»;
Έχει ενδιαφέρον πως έχει προσεγγίσει αυτό το ερώτημα ένας πολύπειρος διπλωμάτης και βαθύς γνώστης των τουρκικών πραγμάτων, ο πρέσβυς ε.τ. κ. Βύρωνας Θεοδωρόπουλος. Αυτό το ερώτημα -είχε διερωτηθεί ο συγκεκριμένος διπλωμάτης, προ ετών- είναι μοιρολατρεία ή ρεαλισμός; Είναι η παθητική αποδοχή ενός γεωγραφικού και ιστορικού δεδομένου που δεν πρόκειται να μεταβληθεί στο προβλεπτό μέλλον;
«Η λέξη «καταδικασμένοι», επεσήμαινε ο κ. Θεοδωρόπουλος, δίνει ένα τόνο αδρανούς εγκαρτέρησης που δεν αρμόζει σε ένα λαό (ΣΣ δηλαδή σ’ εμάς), που θέλει να συνεχίσει δυναμικά το δρόμο του. Έργο μας δεν μπορεί να είναι άλλο από τη συνεχή και ενεργό αναζήτηση μίας πολιτικής που θα μας επιτρέψει, χωρίς φόβους και χωρίς κινδύνους, όχι μόνο την άνετη καθημερινή επικοινωνία αλλά και τη μακροπρόθεσμη συμβίωση με τον Τούρκο-όπως άλλωστε και με κάθε άλλο-γείτονα».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ιστορικές μνήμες που κουβαλάει κάθε λαός διαμορφώνουν πολλές φορές και την κρατική πολιτική απέναντι σε συγκεκριμένες χώρες. Λ.χ. δεν μπορεί να εξαλειφθεί από την ελληνική μνήμη, (αφού μάλιστα η μνήμη αυτή –που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα- τροφοδοτείται εξ απαλών ονύχων στα σχολικά βιβλία) ότι ο Τούρκος είναι ο Ασιάτης επιδρομέας που πρώτα διέλυσε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και στη συνέχεια κράτησε υπόδουλο τον ελληνισμό.
Στην τουρκική μνήμη, αντιστοίχως, οι Έλληνες είναι αυτοί που φύτεψαν το σπόρο για τη μετέπειτα διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που, χρόνια αργότερα, το ’22, απείλησαν ακόμη και την πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι για τους Τούρκους, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο κ. Θεοδωρόπουλος στο βιβλίο του «Οι Τούρκοι κι εμείς», η Ελληνική Επανάσταση είναι η απαρχή της γενικής επέμβασης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μίας επεμβάσεως που έφτασε να απειλήσει την ίδια την εθνική υπόσταση της Τουρκίας στη Συνθήκη των Σεβρών.
Ένα άλλο ερώτημα το οποίο πολλές φορές τίθεται δικαιολογημένα είναι αν πράγματι οι δύο λαοί αισθάνονται εχθρικά ο ένας απέναντι στον άλλο, ή είναι απλώς οι τουρκικές πολιτικές ηγεσίες εκείνες που, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης τις περισσότερες φορές, συντηρούν ένα κλίμα έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών.
Κάτι που ίσως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε είναι ότι, πολλές φορές στο παρελθόν –και μάλιστα σε στιγμές έντασης- εκπρόσωποι της τουρκικής πλευράς αισθάνθηκαν την ανάγκη να λειτουργήσουν μέσα σε ένα πλαίσιο θετικών για την Ελλάδα εκτιμήσεων. Αυτό είναι μία ένδειξη ότι υπάρχουν και σκεπτόμενοι Τούρκοι και όχι μόνο στρατιωτικά γεράκια και λαϊκιστές πολιτικοί που τολμούν, κατά καιρούς, έστω και αραιά, να βρεθούν απέναντι στην πολιτική της τουρκικής ηγεσίας. Απλώς, έναντι των «ιεράκων» είναι αδύναμοι. Όπως λ.χ.ένας σημαίνων Τούρκος καθηγητής της κλασσικής αρχαιολογίας έγραψε προ ετών στη Milliyet, «οι σημερινοί Έλληνες είναι ένα Έθνος που αξίζει να το παινέσει και να το αγαπήσει κανείς…Όλος ο κόσμος θαύμασε τον ηρωϊσμό που επέδειξε το Έθνος αυτό εναντίον των ξένων δυνάμεων που υπερτερούσαν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Και τα λέει αυτά κάποιος που έχει την ιθαγένεια μιας χώρας που δικαίως αποκλήθηκε, για την ανύπαρκτη προσφορά της στον αγώνα κατά του φασισμού στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «ο επιτήδειος ουδέτερος».