Η αλεπού της παγκόσμιας διπλωματίας Χένρι Κίσιντζερ συνήθιζε, όσο ήταν επικεφαλής του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, να αναδεικνύει την παραλυτική πανσπερμία αντιλήψεων στην Ευρώπη με τη φράση «όταν θέλω να μιλήσω με την Ευρώπη, ποιον αριθμό καλώ;».
Για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα η Ουάσιγκτον αποφάσισε κάποια στιγμή- εκεί κατά τη δεκαετία του ‘ 90- να αποδεχθεί τον ευρωπαϊκό δυϊσμό (απότοκο της σταδιακής ενίσχυσης του γαλλογερμανικού άξονα μετά τη συμφωνία Μιτεράν- Κολ για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα) και να καταλήξει στη στρατηγική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα: «με τους Γάλλους για στρατιωτικά θέματα και με τους Γερμανούς για οικονομία».

Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η γερμανική οικονομία διογκώθηκε σε τέτοιο βαθμό που να αυτονομηθεί και να καταδυναστεύσει το σύνολο της Ευρωζώνης, η δε γερμανική αμετροέπεια ξεπέρασε ακόμα κι αυτό το αναμενόμενο νιτσεϊκό «υπερεγώ» και ξέχασε πως η υπόσταση του γερμανικού κράτους οφείλεται στην αμερικανική –και όχι μόνο- γαλαντομία στην μεταπολεμική της παλινόρθωση και στην επανένωση του δυτικού με το ανατολικό μέρος της.

Στο πλαίσιο αυτό ήταν τουλάχιστον αφελής η πρώτη προσέγγιση ευρωπαϊκών κύκλων που θεώρησαν πως το σκάνδαλο «diesel gate», γνωστό ως σκάνδαλο παραποίησης των εκπομπών ρύπων από την VW, αποτελεί ένα αυτοκινητιστικό σκάνδαλο που δεν αφορά κανέναν άλλο πλην των ιδιοκτητών των ομώνυμων γερμανικών αυτοκινήτων.
Αυτό επιδίωξε η γερμανική προπαγάνδα και αρχικώς το κατάφερε πληρώνοντας αδρά μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Το σκίτσο των New York Times με την Μέρκελ να επιβαίνει σε ένα πολυτελές ρυπογόνο VW και δίπλα της ο πτωχός Έλληνας με σμπαραλισμένο ποδήλατο να διερωτάται εάν «η Ευρώπη θα πληρώσει το τίμημα των Γερμανών που κλέβουν», έφερε τη συζήτηση εκεί που φαινόταν από την πρώτη στιγμή.
Το «diesel gate» είναι μία τεραστίων διαστάσεων γεωπολιτική υπόθεση που αφορά την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να ανακαλέσουν στην τάξη της υπεροπτική Γερμανία που αυτοπροβάλλεται ως οικονομική υπερδύναμη επιμένοντας να αγνοεί πως αυτό δεν έγινε (μόνο) χάρη στην εργατικότητα των πολιτών της και την εφευρικότητα της βιομηχανίας της αλλά επειδή της ανοίχτηκαν τα πεδία των διεθνών αγορών και της χαρίστηκαν προνόμια που καμία χώρα δεν απήλαυσε ποτέ.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί:
-    Το VW group έχει ετήσιο τζίρο 200 δις ευρώ και συμμετέχει κατά το 3% στο γερμανικό ΑΕΠ. Καλείται να πληρώσει πρόστιμα 18 δις, ενώ, επιπλέον, έχει απολέσει έως τώρα 26-30 δις από την κατακρήμνιση της μετοχής της. Στις ζημίες δεν περιλαμβάνεται ακόμα η ματαίωση εξαγωγών και πωλήσεων σε δεκάδες χώρες του κόσμου και η αναγκαστική απόσυρση εκατομμυρίων αυτοκινήτων.
-    Το σκάνδαλο απειλεί άμεσα το σύνολο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας καθώς αποκαλύπτεται πως και άλλες εταιρείες χρησιμοποιούσαν το ίδιο ψευδές λογισμικό παραποίησης των ρύπων. Εάν αναλογισθεί κανείς πως το 45% της γερμανικής οικονομίας εξαρτάται από τις εξαγωγές και των 17% αυτών των εξαγωγών αφορά αυτοκίνητα (το 20% των οποίων παράγεται από τον όμιλο της VW), αντιλαμβάνεται τις φαραωνικές συνέπειες του σκανδάλου στην κορωνίδα του γερμανικού οικονομικού στέμματος.


Το σκάνδαλο ήρθε στο φως στο πλαίσιο ερευνών των αμερικανικών αρχών, όπως είχε συμβεί, περίπου προ δεκαετίας, όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ είχε φέρει στο φως το άλλο σκάνδαλο «made in Germany», αυτό της Siemens.
Επειδή, όμως, η παραποίηση των εκπομπών ρύπων από τα ντιζελοκίνητα της VW δεν είναι τωρινή υπόθεση αλλά είναι γνωστή από το 2008 και, ειδικότερα, από το 2013 τεκμηριωμένη με τεχνική έκθεση που είχε υποβληθεί στην Κομισιόν (η οποία βρίσκεται εν αδίκω έχοντας συγκαλύψει το σκάνδαλο κατ’  επιταγή των Γερμανών).
Γιατί, λοιπόν, η Ουάσιγκτον ανάβει το πράσινο φως να πληγεί τώρα η γερμανική οικονομία;
Μήπως για περίπου τους ίδιους λόγους που ο Μπάρακ Ομπάμα και η κυβέρνησή του αξιοποίησαν εις το έπακρο την ελληνική κρίση για να πλήξουν την επιμονή του Βερολίνου στη λιτότητα και ως εκ τούτης τη διασάλευση της ισοτιμίας ευρώ- δολαρίου που κατακρημνίζει τις αμερικανικές εξαγωγές και εκτοξεύει τις γερμανικές;
Μήπως για περίπου τους ίδιους λόγους που οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν τις ευθύνες της Γερμανίας στην μεταναστευτική κρίση και την υποκρισία της κυβέρνησης Μέρκελ στην αποδοχή των ποσοστώσεων φιλοξενίας προσφύγων από την ίδια τη Γερμανία και τους συμμάχους της;
Μήπως γιατί η Γερμανία συνεχίζει να παίζει «διπλό παιχνίδι» έναντι της Ρωσίας και δημιουργεί ένα κλαμπ υποτελών χωρών στην Ανατολική Ευρώπη, περιοχή όπου οι ΗΠΑ επιθυμούν να αναπτύξουν –με ηγέτιδα δύναμη την Πολωνία- τη δική τους ζώνη επιρροής στο μαλακό υπογάστριο της Μόσχας;

Εάν λάβει κανείς υπόψη του πως η Γαλλία στέκεται στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών στην αποκάλυψη του «diesel gate», αποδεχόμενη, μάλιστα, επέκταση των ερευνών και στις γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες και πως η Βρετανία καλεί την Κομισιόν να απογυμνωθεί και να ομολογήσει τη συγκάλυψη του σκανδάλου ξεκινώντας ελέγχους σε όλους τους ευρωπαίους κατασκευαστές, μπορεί να αντιληφθεί πως η Γερμανία δεν θα ζημιωθεί μόνο οικονομικά αλλά θα χτυπηθεί στον πυρήνα του εγωϊσμού της. Θα αμφισβητηθεί το πιο ισχυρό της όπλο που είναι το «brand name» της (Made in Germany).

Αμερικανός διπλωμάτης σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα αναρωτιόταν το Σαββατοκύριακο, συνομιλώντας με γερμανό δημοσιογράφο: «Μήπως ο Αλέξης Τσίπρας οδηγεί VW;».

Θέλοντας προφανέστατα να συνδέσει την στάση των ΗΠΑ στην ελληνική κρίση και την επιμονή του Ομπάμα να θέτει το θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, σε πείσμα της αντίθετης άποψης των Γερμανών, με την εν εξελίξει ευρισκόμενη επιχείρηση των Αμερικανών κατά του γερμανικού «θαύματος» και της αυτονόμησης του Βερολίνου.
Το γεωπολιτικό και οικονομικό παιχνίδι είναι τεραστίων διαστάσεων και, για πρώτη φορά, ένα μικρό τμήμα του αφορά την Ελλάδα. Δεν θα κρίνουμε εμείς την έκβασή του, μπορούμε όμως να επωφεληθούμε απ΄ αυτή. Αρκεί να σταθούμε ενεργά κοντά στα κέντρα διαμόρφωσης των νέων ευρωπαϊκών συνθηκών.
Όσοι, πάντως, πιστεύουν πως η Ευρώπη δεν αλλάζει πλανώνται. Οι ρωγμές είναι εμφανείς και το μέλλον άδηλο…