Μετά από πέντε μήνες διαπραγμάτευσης, η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι ένα βήμα μπροστά από το γκρεμό.

Η ευθύνη για το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί βαρύνει τόσο την κυβέρνηση, όσο και τους δανειστές. Το μεγάλο στρατηγικό λάθος της κυβέρνησης, είναι η επιλογή μιας παρελκυστικής τακτικής, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να αναβάλλεται διαρκώς η λήψη αποφάσεων. Όπως αποδεικνύεται και εκ των πραγμάτων, η τακτική αυτή όχι μόνο δεν ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, αλλά αντίθετα την αποδυναμώνει, αφού η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα επιδεινώνει δραματικά την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Έχουμε φθάσει στο μέσο της χρονιάς και η εκτέλεση του προϋπολογισμού κινδυνεύει να βρεθεί στον αέρα, παρά τη στάση πληρωμών που έχει κηρύξει το κράτος προς τους προμηθευτές του.

Η ασφυξία στην αγορά εντείνεται, με τις επιχειρήσεις να φυτοζωούν, με τη ρευστότητα να έχει για μια ακόμη φορά εξαφανιστεί, με τα επενδυτικά σχέδια να έχουν παγώσει. Ακόμα και στον τομέα του τουρισμού, όπου αναμενόταν φέτος νέο ρεκόρ αφίξεων και έσοδα άνω των 14 δις ευρώ για τη χώρα, παρατηρείται ανακοπή στο ρυθμό κρατήσεων. Οι προοπτικές για μικρή έστω ανάπτυξη φέτος εξανεμίζονται και η χώρα βρίσκεται ξανά μπροστά στο φάσμα της ύφεσης. Εάν δεν επιτευχθεί άμεσα συμφωνία με τους εταίρους, αυτή η πορεία κατάρρευσης θα καταστεί μη αναστρέψιμη. Κάθε μέρα παράτασης της εκκρεμότητας λειτουργεί πλέον σε βάρος της χώρας και όχι των δανειστών της. Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει τους θεσμούς. Αντίθετα, οφείλει τώρα, να προχωρήσει σε νέες κινήσεις, να επεξεργαστεί σοβαρές προτάσεις και να πιέσει για την εξεύρεση λύσης.

Μια ακόμη σοβαρότερη και διαρκής αστοχία, για την οποία ευθύνονται κυβέρνηση και δανειστές, είναι η εστίαση στο δημοσιονομικό τομέα, την ώρα που η πραγματική οικονομία αιμορραγεί. Δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό ότι χωρίς ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει ούτε πραγματική δημοσιονομική εξυγίανση, ούτε αποκατάσταση του κοινωνικού ιστού. Πρωτογενή πλεονάσματα που στηρίζονται αποκλειστικά στην υπερφορολόγηση των πολιτών, δεν μπορούν να είναι βιώσιμα. Οι δαπάνες του κράτους για τις συντάξεις δεν μπορούν να μειωθούν, αν δεν αυξηθούν οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι που συνεισφέρουν έσοδα στα Ταμεία. Μετά από πέντε χρόνια, κανείς δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί αυτό που η αγορά επισημαίνει από την αρχή: το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι δημοσιονομικό, αλλά διαρθρωτικό.

Μια χώρα χωρίς υγιή παραγωγική βάση, χωρίς ισχυρό ιδιωτικό τομέα, χωρίς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, είναι καταδικασμένη να δημιουργεί συνεχώς ελλείμματα και χρέη. Αυτό που θα έπρεπε να απασχολεί κυβέρνηση και δανειστές είναι το πώς θα βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα. Πώς θα στηριχθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία, πως θα μετατοπιστούν πόροι σε εξωστρεφείς κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, πως θα κινητοποιηθούν νέες επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέες άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας. Αντί γιʼ αυτά, βλέπουμε πάλι κυβέρνηση και δανειστές να «παζαρεύουν» αυξήσεις φόρων και έκτακτες εισφορές, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η φοροδοτική ικανότητα πολιτών και επιχειρήσεων έχει εξαντληθεί προ πολλού. Ο ιδιωτικός τομέας δεν αντέχει πλέον ούτε ένα ευρώ επιπλέον φορολόγησης. Αυτές τις κρίσιμες ώρες, κάποιοι κρατούν στα χέρια τους την τύχη μιας χώρας, ενός ολόκληρου λαού. Ας προσπαθήσουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, διορθώνοντας τα λάθη και αφήνοντας στην άκρη τις εκατέρωθεν εμμονές.

Διαφορετικά, ακόμα κι αν επιτευχθεί τελικά συμφωνία, τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα.