«Κλείστο βρε αγόρι μου, αυτό το ρημάδι το tablet και πήγαινε μια βόλτα με κάποιο φίλο σου». «Δεν γίνεται, ρε μαμά. Είμαστε μόνο δύο. Οι άλλοι δεν μπορούν σήμερα». Σιγή.

Πνιγμένη στην απορία, καρφιτσωμένη σε ένα μεγάλο ερωτηματικό, σαν εκκρεμές έτοιμο να σπάσει. «Και τι έγινε που είστε μόνο δύο»; «Ε, να. Στις βόλτες είναι καλύτερα να είμαστε τέσσερις, πέντε. Αλλιώς μπορεί να σε πειράξουν, να σε κοροϊδέψουν, να σου πουλήσουν μαγκιά, να σου επιτεθούν, να σε βαρέσουν. Αν είμαστε πολλοί μαζί, νιώθουμε μεγαλύτερη ασφάλεια. Δεν φοβόμαστε...».Το καταφέραμε και αυτό. Το πετύχαμε ως κοινωνία, ως άνθρωποι και, κυρίως, ως γονείς. Τα παιδιά φοβούνται. Να πάνε μια βόλτα στη γειτονιά. Θέλουν «προστασία», θέλουν μπούγιο, θέλουν κάλυψη, ασπίδα, δεν πάνε περίπατο, σε μάχη πάνε... Οι συνομήλικοι «μπράβοι», της μέρας ή της νύχτας, απειλούν. Ο φόβος σαν πέπλο καλύπτει τα νιάτα, τα ισοπεδώνει, τα συνθλίβει, δεν βλέπουν πρόσωπα, παρά μόνο σμήνη ανηλίκων μεταλλαγμένα σε γύπες. Και αν είναι σπουργίτι, την πάτησες.

Κάναμε τον τρόμο τρόπο ζωής. Σφαλίσαμε πόρτες και παράθυρα μην μπουν οι ξένοι και μας μαγαρίσουν, βάλαμε σε καραντίνα κάθε μορφή επικοινωνίας και αφήσαμε την τηλεόραση ανοιχτή να παίζει «βία». Χωρίς πλαίσιο, χωρίς όρια, χωρίς mute. Μάνες που σκοτώνουν τα παιδιά τους, παιδιά που σκοτώνουν τις μάνες τους, δεκαπεντάχρονα που βιάζουν δωδεκάχρονα, διεστραμμένοι που εκπορνεύουν κοριτσάκια, συμμορίες που ανοίγουν κεφάλια στη μέση του δρόμου, αλήτες που δολοφονούν για λόγους οπαδικούς.

Οι ανήλικοι μιμούνται και ως άγουροι μιμητές θα γίνουν πιο σκληροί. Όχι από όσο πιστεύουμε αλλά από όσο φοβόμαστε να φανταστούμε. «Ένα σκυλί μεγαλώνει στα πόδια μας. Αδέσποτο σκυλί, μπάσταρδο της λύπης. Μπάσταρδο ενός φόβου που μεγαλώνει. Μαζί με το σκυλί μπροστά στα πόδια μας. Κι όλο πεινάει περισσότερο για φόβο και για λύπη. Μεγαλώνει από πείνα. Τρώει την πείνα του, τρώει τη λύπη του. Και πάλι δεν χορταίνει· μονάχα μεγαλώνει. Είναι να το φοβάσαι αυτό το αδέσποτο σκυλί. Κάποτε θα φθάσει μέχρι την ψυχή μας. Θα τη δαγκώσει κι αυτήν. Και θα βγει στους δρόμους με τα σάλια του να τρέχουν...», γράφουν οι στίοι του Κώστα Καναβούρη. Ποτέ άλλοτε ένα ποίημα δεν «έβλεπε» τόσο πολύ στο αύριο των δικών μας παιδιών... 

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 12/4