Βαδίζουν με βήμα γοργό σαν κάποιος να τις κυνηγά. Μπροστά εκείνες, πίσω το παιδί, που, αν κάνει το λάθος και κοντοσταθεί για να μιλήσει με κάποιον συμμαθητή του, ουαί κι αλίμονό του! «Έλα, παιδάκι μου, δεν είναι ώρα τώρα για κουβέντες. Θα τα πείτε μετά τις εξετάσεις». Το βλέμμα τους μία αντανάκλαση τρόμου, «φοβάμαι μην πέσουν δύσκολα», και προσμονής, «άντε, πότε θα σας φωνάξουν να μπείτε μέσα;». Στα λόγια τους δεν τρέχει μόνο ο ιδρώτας των παιδιών αλλά κι ο δικός τους.

Η παρελθοντική μάχη της μελέτης είναι κοινή, όπως ακριβώς και οι μελλοντικές δάφνες της αναγνώρισης: «Διαβάσατε;». «Διαβάσαμε». «Πολύ κουραστήκαμε». «Κι εμείς, ξενυχτήσαμε όλο το Σαββατοκύριακο». «Άντε, να πάμε καλά, να ανταμειφθούν οι κόποι μας». «Εμ, πώς αλλιώς θα γίνουμε γιατροί;». «Καλά αποτελέσματα να έχουμε». «Αμήν!». Όταν τα παιδιά μπουν στις αίθουσες, δεν φεύγουν. Δεν κάνουν βήμα παραπέρα. Δεν πάνε για καφέ. Δεν χαζεύουν βιτρίνες. Δεν μιλάνε περί ανέμων και υδάτων. Μένουν εκεί. Ακοίμητοι φρουροί και συμπαραστάτες της όλης διαδικασίας. Κάποιες κρεμιούνται στα κάγκελα (αν είχαν λίγη παραπάνω δύναμη θα τα λύγιζαν σαν τον Κουταλιανό) και με βλέμμα Τζακ Νίκολσον στη «Λάμψη» κοιτάζουν στο βάθος, άλλες σχηματίζουν πηγαδάκια ανασύροντας από μέσα τους κουβάδες γνώσεων:

«Ελπίζω να μην πέσει η υποσημείωση της παραγράφου έξι στη σελίδα 234». «Κι εγώ εύχομαι να πέσουν οι σημειώσεις που τους έδωσε η καθηγήτρια την τελευταία ημέρα. Ήταν πολύ κατατοπιστικές…». «Ποιες σημειώσεις; Τι σημειώσεις; Μη μου λες τέτοια τώρα και δεν τις είδα!!! Ήταν στα SOS;». Πανικός. Καταστροφή μεγάλη, σωτηρία καμιά… Αφού εξαντλήσουν όλη την ύλη και η ώρα περάσει, και τα πρώτα παιδιά αρχίσουν να βγαίνουν, η κόρη του ματιού τους αρχίζει να διαστέλλεται επικίνδυνα. Τρέχουν καταπάνω τους όπου ξεκινά ακόμη μία εξέταση: «Ήταν εύκολα, παιδί μου;». «Ήταν δύσκολα;». «Τι έπεσε;». «Τον είδες τον Νικολάκη;». «Έλα, κοριτσάκι μου, πώς τα πήγαμε;». Τα παιδιά δεν απαντούν. Τα παιδιά ποτέ δεν απαντούν όταν οι μεγάλοι ρωτούν για πράγματα που γράφονται και δεν ξεγράφονται - ακόμη κι αν τα τελευταία ακούν στο όνομα «εξετάσεις».

Πετούν ένα «καλά», αόριστο κι οριστικό, κοφτερό σαν ξυράφι, απαλό σαν πούπουλο. Θέλουν να πάνε για μπάνιο στη θάλασσα. Να βολτάρουν πάνω-κάτω μ’ ένα παγωτό στο χέρι. Ν’ αφήσουν τσάντες στα πεζοδρόμια και βιβλία στο προαύλιο. Ν’ αγκαλιαστούν, να ξεχαστούν, να λυτρωθούν. Ν’ αργήσουν λίγο παραπάνω. Όχι. Δεν πεινάνε, δεν διψάνε, δεν είναι κουρασμένα… «Έλα, ρε μαμά… Άσε με πια… Καλοκαίριασε…».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9/6