Η κόρη μου ουρλιάζει σαν να την κυνηγάει βούβαλος: «Βοήθειααα, μαμά, μια σφήκα στο δωμάτιό μου. Δεν μπορώ, θα πεθάνω, σκότωσέ τη!». Ο γιος μου από την κουζίνα γρυλίζει: «Πεινάωωω, έλα να μου φτιάξεις ένα τοστ. Όλη μέρα νηστικός είμαι. Θα πέσω κάτω από την πείνα στο τέλος». Δεν σηκώνομαι. Δεν κουνιέμαι. Δεν αντιδρώ. Διαβάζω. Όσο πιο δυνατά μπορώ. Να φτάσει η φωνή μου σε δωμάτιο και κουζίνα. Με ακούν. Τέσσερα μικρά παιδιά. Ενός, τεσσάρων, εννέα και δεκατριών ετών. Επί σχεδόν επτά εβδομάδες χαμένα στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Έπεσαν από τον ουρανό στη γη. Βγήκαν απ’ τα συντρίμμια. Με πληγές στο σώμα, με τραύματα στην ψυχή. Οι μεγάλοι πέθαναν. Μαζί και η μαμά. «Θα αυτοκτονούσα», μου λέει η κόρη μου. «Θα τρελαινόμουν», μου λέει ο γιος μου.

Συνεχίζω. Γύρω τους άγρια ζώα και αρπακτικά πτηνά. Διψάς; Στο νερό κολυμπούν πιράνχας και αλιγάτορες. Πρόσεχε πώς θα πιεις. Πεινάς; Στα χέρια σου έχεις ένα σακουλάκι αλεύρι και μερικούς σπόρους. Δεν θα χορτάσεις, αλλά θα αντέξεις. Πόσο; Όσο η καρδιά βαστά τα πόδια σου, όρθια, γρήγορα, δυνατά. Τώρα θα βρέξει. Μη φοβάσαι τη βροχή. Και ύστερα θα βγει ήλιος. Κοίτα να μαζέψεις ζεστασιά. «Αυτό, μαμά, είναι ψέμα». «Αυτό, μαμά, είναι παραμύθι». Αυτό, παιδιά, είναι αλήθεια. Αυτό, παιδιά, είναι ζωή. Που δεν σας είπαμε, που δεν σας μάθαμε. Σας κάναμε τα πάντα, εκτός από μαχητές. Γίναμε ασπίδες και σπαθιά αδιαφορώντας για τον αν θα μείνετε γυμνοί από πολεμοφόδια, ανυπεράσπιστοι από συμμάχους, όταν εμείς χαθούμε. Παλεύουμε. Να σας χτίσουμε σπίτι. Κι αν πέσει; Κοπιάζουμε. Να σας αφήσουμε χρήμα. Κι αν χαθεί; Τρέχουμε. Για να μην πέσετε και χτυπήσετε, για να μη χτυπηθείτε και πονέσετε, για να μην πονέσετε και μεγαλώσετε…

Σας αφήνουμε μικρούς. Ανήμπορους μπροστά σε μια σφήκα, απελπισμένους στο πρώτο γουργούρισμα του στομαχιού. Σας γεμίζουμε φόβους, σας κληροδοτούμε φοβίες, σε γυάλα σάς μεγαλώνουμε - ποιος θα μαζέψει τα κομμάτια σας αν σπάσει και πληγωθείτε; Κοιτάξτε αυτά τα παιδιά. Τα «άγρια», τα «απολίτιστα», τα «ορφανά», τα «αμόρφωτα», τα «φτωχά», πώς πάλεψαν με την αδυναμία της μοίρας τους, πώς υπέταξαν τις δυνάμεις της φύσης, πώς δεν αυτοκτόνησαν, πώς δεν τρελάθηκαν, πώς έπιασαν τη ζωή απ’ τα μαλλιά και την έφεραν δέκα σβούρες μπρος στα μάτια ενός ολόκληρου πλανήτη. Κοιτάχτε τα και υποκλιθείτε…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 16/6