Η Αναστάζια και οι «λύκαινες»
Η δηλητηριώδης γλώσσα τους απλώνει τώρα τα πλοκάμια της, σαν Λερναία Ύδρα, στο φωτογραφικό υλικό από τα ταξίδια που η δολοφονημένη είχε αναρτήσει στα social media
Θα'ναι δεν θα ’ναι τριάντα ετών. Καθισμένες σε διπλανό τραπέζι σχολιάζουν την παραδίπλα συμφορά.
Μιας ξένης, μιας αλλοδαπής, μιας… Πολωνίδας, όπως σημειώνουν γεμάτες στόμφο, με τρόπο τόσο κενό από συναίσθημα και φράσεις τόσο γεμάτες από κατηγορίες που θαρρείς πως αν στη θέση του Μπανγκλαντεσιανού ήταν Έλληνας, η ένοχη θα ήταν αυτή. Σκρολάρουν τις φωτογραφίες της νεκρής σχολιάζοντας το στυλ, το ντύσιμο, τα μαλλιά, το μακιγιάζ, τα φίλτρα που την έκαναν τόσο εντυπωσιακή («ένα τίποτα θα ήταν χωρίς αυτά»), το τεράστιο ντεκολτέ και το μικροσκοπικό της σορτσάκι. Τη χαρακτηρίζουν προκλητική, πιθανότατα επειδή τούτη τη στιγμή βρίσκεται ξαπλωμένη στον θάλαμο ενός νεκροτομείου. Αν περνούσε όρθια από δίπλα τους, άλλος θα ήταν ο χαρακτηρισμός.
Η δηλητηριώδης γλώσσα τους απλώνει τώρα τα πλοκάμια της, σαν Λερναία Ύδρα, στο φωτογραφικό υλικό από τα ταξίδια που η δολοφονημένη είχε αναρτήσει στα social media. Αυτές ούτε στον ύπνο τους δεν τα έχουν δει. Εκείνη πώς μπόρεσε να τα κάνει; Πώς είχε την άνεση; Πού βρήκε τόσα λεφτά; Με τον ιδρώτα… άλλης δουλειάς πας σε υπερπολυτελή θέρετρα στην Ισπανία, σεργιανίζεις στους δρόμους του Μόντε Κάρλο, γευματίζεις κάτω από τον Πύργο του Άιφελ και κολυμπάς στις θάλασσες της Καραϊβικής. Αν ήθελαν μπορούσαν και αυτές, αλλά δεν θέλουν γιατί δεν είναι σαν… την Πολωνίδα. Πρέπει να ήταν αλκοολική, δεν αγοράζεις μπουκάλι κρασί και το πίνεις στη μέση του δρόμου, πρέπει να ήταν και εξαρτημένη από ουσίες, το άκουσαν σε πρωινή εκπομπή. Μεγάλη κοπέλα ήταν. Δεν γνώριζε πως αυτά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ξεφτίλα;
Η ξεφτίλα (τους) συνεχίζεται. Ο σύντροφός της δεν την αγαπούσε, φαίνεται από τη φάτσα, είναι σκληροί άνθρωποι αυτοί, δεν είναι αγαπησιάρηδες και τρυφεροί σαν τους δικούς μας. Αν τη νοιαζόταν, θα παρατούσε στη μέση τη δουλειά του για να πάει να τη βρει. Και να τη σώσει από τον βρομομπανγκλαντεσιανό. Αλήθεια, τι δουλειά είχε με έναν τέτοιον; Δεν της μύριζε το δέρμα του; Δεν την απωθούσε το χρώμα του; Δεν γνώριζε ότι όλοι τους είναι γεννημένοι δολοφόνοι και βιαστές; Σαν τους Πακιστανούς ένα πράγμα. Όχι. Δεν υπάρχουν καλοί άνθρωποι σε αυτές τις ράτσες. Όλοι τους κτήνη είναι. Συγγνώμη, αλλά μέχρι έναν βαθμό τα ’θελε και τα ’παθε. Καθισμένες στο διπλανό τραπέζι. Θα ’ναι δεν θα ’ναι τριάντα ετών.
Και αυτό είναι το πιο λυπηρό από όλα…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 23/6
Μιας ξένης, μιας αλλοδαπής, μιας… Πολωνίδας, όπως σημειώνουν γεμάτες στόμφο, με τρόπο τόσο κενό από συναίσθημα και φράσεις τόσο γεμάτες από κατηγορίες που θαρρείς πως αν στη θέση του Μπανγκλαντεσιανού ήταν Έλληνας, η ένοχη θα ήταν αυτή. Σκρολάρουν τις φωτογραφίες της νεκρής σχολιάζοντας το στυλ, το ντύσιμο, τα μαλλιά, το μακιγιάζ, τα φίλτρα που την έκαναν τόσο εντυπωσιακή («ένα τίποτα θα ήταν χωρίς αυτά»), το τεράστιο ντεκολτέ και το μικροσκοπικό της σορτσάκι. Τη χαρακτηρίζουν προκλητική, πιθανότατα επειδή τούτη τη στιγμή βρίσκεται ξαπλωμένη στον θάλαμο ενός νεκροτομείου. Αν περνούσε όρθια από δίπλα τους, άλλος θα ήταν ο χαρακτηρισμός.
Η δηλητηριώδης γλώσσα τους απλώνει τώρα τα πλοκάμια της, σαν Λερναία Ύδρα, στο φωτογραφικό υλικό από τα ταξίδια που η δολοφονημένη είχε αναρτήσει στα social media. Αυτές ούτε στον ύπνο τους δεν τα έχουν δει. Εκείνη πώς μπόρεσε να τα κάνει; Πώς είχε την άνεση; Πού βρήκε τόσα λεφτά; Με τον ιδρώτα… άλλης δουλειάς πας σε υπερπολυτελή θέρετρα στην Ισπανία, σεργιανίζεις στους δρόμους του Μόντε Κάρλο, γευματίζεις κάτω από τον Πύργο του Άιφελ και κολυμπάς στις θάλασσες της Καραϊβικής. Αν ήθελαν μπορούσαν και αυτές, αλλά δεν θέλουν γιατί δεν είναι σαν… την Πολωνίδα. Πρέπει να ήταν αλκοολική, δεν αγοράζεις μπουκάλι κρασί και το πίνεις στη μέση του δρόμου, πρέπει να ήταν και εξαρτημένη από ουσίες, το άκουσαν σε πρωινή εκπομπή. Μεγάλη κοπέλα ήταν. Δεν γνώριζε πως αυτά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ξεφτίλα;
Η ξεφτίλα (τους) συνεχίζεται. Ο σύντροφός της δεν την αγαπούσε, φαίνεται από τη φάτσα, είναι σκληροί άνθρωποι αυτοί, δεν είναι αγαπησιάρηδες και τρυφεροί σαν τους δικούς μας. Αν τη νοιαζόταν, θα παρατούσε στη μέση τη δουλειά του για να πάει να τη βρει. Και να τη σώσει από τον βρομομπανγκλαντεσιανό. Αλήθεια, τι δουλειά είχε με έναν τέτοιον; Δεν της μύριζε το δέρμα του; Δεν την απωθούσε το χρώμα του; Δεν γνώριζε ότι όλοι τους είναι γεννημένοι δολοφόνοι και βιαστές; Σαν τους Πακιστανούς ένα πράγμα. Όχι. Δεν υπάρχουν καλοί άνθρωποι σε αυτές τις ράτσες. Όλοι τους κτήνη είναι. Συγγνώμη, αλλά μέχρι έναν βαθμό τα ’θελε και τα ’παθε. Καθισμένες στο διπλανό τραπέζι. Θα ’ναι δεν θα ’ναι τριάντα ετών.
Και αυτό είναι το πιο λυπηρό από όλα…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 23/6