Έτσι μας καταντήσατε.

Σαν επισκέπτες από άλλο κόσμο που κοιτούν με τρόμο ένα γήπεδο βυθισμένο στο χάος. Κάπου εκεί παίζουν τα παιδιά μας με χρωματιστές φανέλες. Κόκκινες, κίτρινες, πράσινες, λευκές, μαύρες και μπλε, ξάφνου πυκνό σκοτάδι, μια κηλίδα αίμα, πού είναι το παιδί μου, πού είναι το παιδί σου; Κοιτάζω πίσω. Ψηλά στις κερκίδες. Κάποιοι με ριγέ φανέλα σκότωσαν τον Τόσκο και τον Άλκη, κάποιοι με κίτρινη πανηγυρίζουν προβάλλοντας σε γιγαντοοθόνες το βίντεο ενός ημίγυμνου άντρα που νοσηλευόταν επί μήνες στο νοσοκομείο, κάποιοι με κόκκινες δολοφόνησαν σε ραντεβού θανάτου τον Μιχάλη, κάποιοι με πράσινες τον Θεόφιλο, κάποιοι με κιτρινόμαυρη πυροβολούν μέρα μεσημέρι και χαίρονται που ο «αντίπαλος» έφαγε τσεκουριά και κάποιοι με μπλε έσπρωξαν τον Νάσο στον θάνατο κυνηγώντας τον για να του πάρουν ένα κασκόλ…

Πιάστε τα τέρατα. Τώρα που το αίμα βράζει μέσα τους έτοιμο να ζεματίσει τα δικά μας παιδιά. Κάπου εκεί, ανάμεσά τους, παίζουν με χρωματιστές φανέλες. Αλήθεια, πού είναι το παιδί μου, πού είναι το παιδί σου; Κανείς δεν ξέρει. Μη ρωτήσεις το κράτος. Μην πας στην Αστυνομία. Πήγαν κι άλλοι, αλλά δεν βρήκαν ούτε το δίκιο τους ούτε τα παιδιά τους. Μαυροβούνιο-Ελλάδα μία ξεφτίλα δρόμος, κουρελιασμένες ενημερώσεις, τ’ αποτύπωμα μιας σόλας σβήνει τις προειδοποιήσεις «Ήρθαν για να σκοτώσουν», δεν ακούν τις φωνές, δεν βλέπουν τις πινακίδες, κάνουν πως δεν ακούν, κάνουν πως δεν βλέπουν. Ένας, δύο, τρεις, εκατό, διακόσιοι. Καραβάνι θανάτου, διακριτική παρακολούθηση, αδιάκριτη ευθύνη, Κροάτες «μουσαφίρηδες», Έλληνες κι Αλβανοί οικοδεσπότες, όλοι με τον σταυρό τον ναζιστικό στο χέρι σύμμαχοι και συνεργοί στον φόνο. Πού είναι το παιδί μου, πού είναι το παιδί σου; Στον δρόμο, στην πλατεία, στο γήπεδο, σε κάποια βοθροmedia που τροφοδοτούν το μίσος… Μια μαχαιριά. Και δεύτερη. Και τρίτη. Ένας νεκρός, τον σέρνουν σαν λάφυρο στον δρόμο, ξεπλένουν το αίμα για να μη φανεί, έχει να χυθεί μπόλικο ακόμη. Έλληνες, Κροάτες, Αλβανοί, όλοι μια ράτσα ζυμωμένοι από την ίδια πάστα: του κτήνους.

Συλλήψεις, προφυλακίσεις, απειλές από σιχαμερούς δικηγορίσκους, βεντέτες από σιχαμένους πολιτικούς, ακυρωμένοι αγώνες από το τίποτα, ακυρωμένες ζωές για το τίποτα. Κάποιος ουρλιάζει από τα μεγάφωνα. «Μιχάληηηηηηη». Είναι μια μάνα. Ήταν το παιδί της.

Ο αγώνας έληξε αλλά το παιχνίδι, αν είστε άνθρωποι, τώρα ξεκινά…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 18/8