Σε μία πολύ δύσκολη περίοδο για όλη τη χώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ (διά του ίδιου του κ. Τσίπρα, της κυρίας Τσαπανίδου και όλων των στελεχών του) κάθεται με το δάχτυλο στη σκανδάλη, προκειμένου να πυροβολήσει κάθε… λέξη που ακούγεται στον δημόσιο διάλογο.

Η στοχοποίηση αποτελεί τη μόνιμη έγνοια τους, προκειμένου να παραπληροφορούν και να στρέφουν τη συζήτηση σε επουσιώδη θέματα, ώστε να μη συζητούνται οι δικές τους ευθύνες για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Γνωρίζουν πως οι ευθύνες όλων θα αποκαλυφθούν, αλλά κάνουν το παν για να κερδίσουν χρόνο και, στο μεταξύ, να εδραιώσουν τη δική τους «κυρίαρχη άποψη». Ως «αλάνθαστοι», άλλωστε, δεν αισθάνονται ότι πρέπει να πράξουν κάτι το διαφορετικό, να αναγνωρίσουν λάθη και να συμβιβαστούν με την αλήθεια. Προπαγανδιστικά, κάνουν δύο πράγματα: Μεταθέτουν όλες τις ευθύνες στις πρώην και επόμενες από αυτούς κυβερνήσεις και μπερδεύουν χρονολογίες και τεχνολογίες για να εμποδίσουν την κοινή γνώμη να σχηματίσει σαφή εικόνα για την πραγματικότητα.

Και τελικά, κατηγορούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους για αναλγησία και κυνισμό, με σκοπό να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και μέσα στη σύγχυση να λύσουν δικά τους εσωκομματικά προβλήματα. Όπως εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε, ο ΣΥΡΙΖΑ -και ο κ. Τσίπρας ο ίδιος θεώρησε πως μπορεί να επωφεληθεί της εξαιρετικά φορτισμένης κατάστασης για να λύσει το «θέμα Πολάκη». Αυτό είναι κυνισμός! Όχι οι λέξεις!

Προφανώς και μπορούσαν να περιμένουν. Δεν χάλαγε ο κόσμος. Αλλά βιάζονταν πολύ, τον Πολάκη τον χρειάζονται απεγνωσμένα. Και είχαμε τη γνωστή σκηνοθεσία: Παραμονή της συνεδρίασης της Πολιτικής Γραμματείας, όλως τυχαίως, ο κ. Πολάκης έστειλε επιστολή νομιμοφροσύνης προς τους συντρόφους του. Με τη σειρά του, ο κ. Τσίπρας παρέστησε πως αιφνιδιάστηκε και πως πλέον υπήρχαν νέα δεδομένα που έπρεπε να συζητηθούν, αν και, όπως είπε, «σήμερα, η ημερήσια διάταξη δεν είχε τα θέματα της εσωτερικής μας λειτουργίας». Αλλά, «η επιστολή του συντρόφου Πολάκη, όμως, μας καλεί να τα συζητήσουμε. Μας αναγκάζει, θα έλεγα, να επανεκτιμήσουμε και τις αρχικές μας προθέσεις, γιατί είναι πράγμα τι μια επιστολή γενναίας αυτοκριτικής». Στην πραγματικότητα, όλα όσα είχε προηγουμένως αναφέρει κατακεραυνώνοντας την κυβέρνηση ήταν το περιτύλιγμα για την επιστροφή Πολάκη. Και η συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας έγινε η σκηνή και το σκηνικό για να παιχτεί η θεατρική παράσταση, «Η επιστροφή του Παύλου». Ο δε κ. Τσίπρας, που πριν από την τραγωδία στα Τέμπη ανακοίνωσε ότι ο κ. Πολάκης δεν θα ήταν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, θυμήθηκε κατόπιν τραγωδίας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το κόμμα των «διαγραφών και των προγραφών». Φυσικά και πάλι δεν είπε την αλήθεια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ απέπεμψε μετά την «ηρωική διαπραγμάτευση» όσους διαφωνούσαν με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Και σταθερά ανέχεται και υποθάλπει τις προγραφές δημοσιογράφων, δικαστικών και όσων διαφωνούν μαζί του - μεταξύ των οποίων και των υπέρμαχων του «Ναι». Γι’ αυτό και δεν απαιτήθηκε από τον κ. Πολάκη να ζητήσει συγγνώμη για τις δικές του προγραφές. Όπως προσφυώς παρατήρησε ο Νίκος Χατζηνικολάου, ο Πολάκης ζήτησε συγγνώμη μόνο από τον κ. Τσίπρα. Δικαιολογήθηκε, μάλιστα, αναφερόμενος στις αγαθές και ανιδιοτελείς προθέσεις του, που δεν ήταν άλλες από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.

Έγραψε συγκεκριμένα: «Η πρόθεσή μου, ωστόσο, δεν ήταν σε καμία περίπτωση η στοχοποίηση συγκεκριμένων προσώπων - δημοσιογράφων, αλλά η ανάδειξη της χειραγωγούμενης από το καθεστώς Μητσοτάκη ενημέρωσης που έχει οδηγήσει τη χώρα μας στην 108η θέση διεθνώς, χειρότερη και από αυταρχικές δημοκρατίες ή απολυταρχικά καθεστώτα». Δηλαδή, επιμένει πως οι δημοσιογράφοι χειραγωγούνται. Και το απέδειξε αμέσως, καλώντας τους δημοσιογράφους να ζητήσουν αυτοί συγγνώμη από τον λαό για όσα έχουν κάνει επί 13 χρόνια. Υπενθύμισε άλλωστε στον κ. Τσίπρα πως δεν έκανε τίποτε άλλο από το να διατυπώσει κάπως πιο… έντονα τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ! Δυστυχώς για τον κ. Τσίπρα, κλείνοντας το μέτωπο Πολάκη, ανοίγει το μεγάλο μέτωπο της επόμενης ήττας.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ της Κυριακής