Όπως αναμενόταν, η συνάντηση του Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν δεν έβγαλε σοβαρή είδηση. Στην πραγματικότητα η συνάντηση ήταν συνάντηση γνωριμίας. Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών τη χρησιμοποίησαν για να επιδοθούν σε μία εκατέρωθεν ανίχνευση προθέσεων, αλλά και για να συζητήσουν τον τρόπο με τον οποίο θα διεξαχθεί η διμερής διαπραγμάτευση. Αυτή θα αρχίσει τον Οκτώβριο και επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας θα είναι η έμπιστη του Κυριάκου Μητσοτάκη, πρώην διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του και σήμερα υφυπουργός Εξωτερικών, πρέσβειρα Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου.

Στη συνάντηση Γεραπετρίτη - Φιντάν οριστικοποιήθηκε και η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 18 Σεπτεμβρίου στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Όπως και η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών, έτσι και αυτή των ηγετών αναμένεται να ορίσει το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, η οποία -σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες- αναμένεται να εξελιχθεί με γρήγορο ρυθμό. Αυτή τουλάχιστον είναι η εκπεφρασμένη βούληση των δύο πλευρών, αλλά η πείρα έχει αποδείξει ότι όταν μπαίνουν στο τραπέζι τα κρίσιμα ζητήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες, ο ρυθμός πέφτει. Για την ακρίβεια, η ελληνική πλευρά προσπαθεί να κρατήσει χαμηλά τη θερμοκρασία στις διμερείς σχέσεις, κάτι το οποίο τόνισε σαν ανάγκη ο Γιώργος Γεραπετρίτης.

Είναι εμφανές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποφασίσει να προβεί και σε ορισμένες εθνικές υποχωρήσεις -όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει στη συνέντευξή του στον Σκάι- προκειμένου να επιτύχει κάποια συμφωνία, με την ελπίδα ότι έτσι θα κλείσει το ελληνοτουρκικό μέτωπο. Προς αυτή την κατεύθυνση τον πιέζουν άλλωστε και η Ουάσινγκτον και το Βερολίνο. Για τους Αμερικανούς και Γερμανούς είναι αδιάφορο ποιο θα είναι το περιεχόμενο μιας συμφωνίας, αφού το μείζον για αυτούς είναι να αποκαταστήσουν όπως όπως την ενότητα του ΝΑΤΟ στη νοτιοανατολική του πτέρυγα και να επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό «μαντρί». Για την Ελλάδα, όμως, οι εθνικές υποχωρήσεις είναι ζωτικής σημασίας. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να κάνουμε μία διευκρίνιση. Από τη δεκαετία του 1970 η Ελλάδα ζητούσε την παραπομπή της μοναδικής ελληνοτουρκικής διαφοράς (οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας) στη Χάγη. Ζητούσε όμως η οριοθέτηση να γίνει με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και όχι με ένα συνυποσχετικό που ζητάει από το Διεθνές Δικαστήριο να παρακάμψει αυτούς τους κανόνες. Και αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα και σήμερα.

Εάν παραδείγματος χάρη το Διεθνές Δικαστήριο δεν εφαρμόσει στο Αιγαίο ή στην περίπτωση του Καστελλόριζου την αρχή της μέσης γραμμής, αλλά λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας, δίνοντας π.χ. μικρότερη επήρεια στο Καστελλόριζο και σε ορισμένα μικρά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, αυτό είναι κάτι που η Αθήνα είναι έτοιμη να αποδεχθεί και πολύ σωστά. Εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας για υποχωρήσεις εννοεί κάτι τέτοιο, κανείς λογικός δεν μπορεί να έχει αντίρρηση. Το πρόβλημα είναι αν με τον όρο «υποχωρήσεις» εννοεί να αποδεχθούμε στη διαπραγμάτευση για το συνυποσχετικό την παράκαμψη των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και, ακόμα χειρότερα, να αποδεχθούμε την παραπομπή στη Χάγη των μονομερών τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων, όπως οι «γκρίζες ζώνες» και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 6/9