ΟΠΩΣ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΑΜΕ και στο προηγούμενο άρθρο, ο πρώτος γύρος των ενδοπαραταξιακών εκλογών για την ανάδειξη του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ θα κρινόταν από τον αριθμό των πολιτών που θα ψήφιζαν και ειδικότερα από το εάν θα ψήφιζαν οι παλιοί ή και οι νέοι ψηφοφόροι. Ήταν εξαρχής σαφές πως η μικρή συμμετοχή ευνοούσε την Έφη Αχτσιόγλου, ενώ η μεγάλη, και μάλιστα με τη συμμετοχή νέων, ευνοούσε τον Στέφανο Κασσελάκη.

Όταν λοιπόν, το μεσημέρι της Κυριακής είχε φανεί πως το 25% των ψηφισάντων δεν είχε ξαναψηφίσει για αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν σαφές πως ο εξ Αμερικής αλεξιπτωτιστής είχε εκλογική δυναμική, η οποία θα ανέτρεπε το στατικό πλεονέκτημα της αντιπάλου του. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Ναι μεν ο Στέφανος Κασσελάκης δεν κέρδισε την εκλογή από τον πρώτο γύρο, αλλά το προβάδισμα των εννέα μονάδων δεν ανατρέπεται.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ θα μπορούσε, αλλά δεν ανατρέπεται, επειδή και οι δύο υποψήφιοι έχουν ισοδύναμες «εφεδρείες» (πάνω από 8%), στις οποίες μπορούν να υπολογίζουν στον δεύτερο γύρο. Είναι δεδομένο πως σχεδόν όσοι ψήφισαν τον Ευκλείδη Τσακαλώτο θα κατευθυνθούν στην Έφη Αχτσιόγλου, ενώ το αντίστοιχο θα συμβεί με τους ψηφοφόρους του Νίκου Παππά, οι οποίοι κατά κανόνα θα κατευθυνθούν στον Στέφανο Κασσελάκη. Και σε αυτό συμβάλλει και η δήλωση του Νίκου Παππά ότι τον υποστηρίζει. Αν, μάλιστα, στα παραπάνω προσθέσουμε και την εκλογική δυναμική που δημιούργησε το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, είναι ξεκάθαρο ότι ο εξ Αμερικής αλεξιπτωτιστής θα είναι την ερχόμενη Κυριακή το βράδυ ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν ξύσουμε την επιφάνεια για να ερμηνεύσουμε την ανατρεπτική αυτή εξέλιξη πρέπει να ξεκινήσουμε από την αντίφαση που υπήρχε τα τελευταία 10 και… χρόνια ανάμεσα στον «μικρό ΣΥΡΙΖΑ» και τον «μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ», δηλαδή ανάμεσα στον κομματικό μηχανισμό της Κουμουνδούρου, που συγκέντρωνε 3%-4%, και την εκλογική βάση που συσσωρεύθηκε από το 2012 και μετά, αποτελούμενη κατά κανόνα από πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε καταρρεύσει εκλογικά.

ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ιερατείο της Κουμουνδούρου μπορεί να ήθελε τις ψήφους των κεντροαριστερών, αλλά δεν τους ήθελε μέσα στο κόμμα, θεωρώντας ότι θα «μόλυναν» την «αριστερή καθαρότητα» του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να μίλησε πολύ και για πολιτικό άνοιγμα στην Κεντροαριστερά, αλλά είτε επειδή δεν τόλμησε είτε επειδή ούτε ο ίδιος το πολυπίστευε, το βήμα έμεινε μετέωρο. Έγιναν κάποιες μεταγραφές στελεχών, αλλά μέχρις εκεί. Η προαναφερθείσα αντίφαση είχε επικαλυφθεί από την πολιτική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και το 2015, αλλά εμφανίσθηκε, με την έννοια ότι επηρέασε το εκλογικό αποτέλεσμα το 2019. Και βεβαίως εκφράστηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στις διαδοχικές εκλογές του 2023.

Ήταν σαφές πως ένα πολύ μεγάλο τμήμα των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, που είχαν εκτοξεύσει εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ, άρχισε να τον εγκαταλείπει από το 2019 και τον εγκατέλειψε, μαζικά, το 2023. Όλα, μάλιστα, έδειχναν ότι οι εκλογικές διαρροές θα συνεχίζονταν. Είναι ακριβώς σ’ αυτό το χρονικό σημείο που παρεμβαίνει η υποψηφιότητα Κασσελάκη, προκαλώντας ένα επικοινωνιακό τσουνάμι, το οποίο με τη σειρά του αλλάζει ριζικά το κλίμα αδιαφορίας για το ποιος θα είναι ο επόμενος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο εξ Αμερικής έριξε στο τραπέζι την επαγγελία ότι μόνο αυτός μπορεί να νικήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σε μία παράταξη πλήρως απογοητευμένη, ο ισχυρισμός του λειτούργησε σαν μάννα εξ ουρανού, με το γνωστό αποτέλεσμα. Τώρα, για το τι θα προκύψει στον ΣΥΡΙΖΑ μετά και την τυπική εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, αυτό θα είναι το θέμα του επόμενου άρθρου μας.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 20/9