Στα τέλη του 18ου ο Αγγλος δημοσιογράφος Burke -γνωστός αντίπαλος της Γαλλικής Επανάστασης- εισάγει τον όρο «Τετάρτη Εξουσία», αναφερόμενος στις εφημερίδες της εποχής και στα κάθε είδους φυλλάδια που κυκλοφορούσαν. Είναι μια φράση που επαναλαμβάνεται συχνά-πυκνά από πολιτικούς και δημοσιογράφους, άλλοτε για να τιμηθεί η σκληρή δουλειά των δημοσιογράφων, άλλοτε για να επιτιμηθεί απαξιωτικά το έργο τους. Πριν πάμε στον κ. Πολάκη, για τον οποίον, άλλωστε, από τον τίτλο καταλάβατε πως αποτέλεσε αφορμή για τη συγγραφή του σημερινού άρθρου, ας γυρίσουμε λίγο ακόμη πιο πίσω στην ιστορία, στις ρίζες της ευρωπαϊκής δημοσιογραφίας. Αυτές ταυτίζονται με τις ρίζες του κοινοβουλευτισμού στην Αγγλία μετά τον εμφύλιο, στα μισά του 17ου αιώνα, όταν πλέον περιορίστηκε η εξουσία του βασιλιά. Η ενίσχυση των κοινοβουλευτικών κομμάτων -όλως τυχαίως τα δύο μεγάλα που ιδρύθηκαν τότε παραμένουν έως σήμερα ενεργά- ενίσχυσε ταυτοχρόνως και τις εφημερίδες. Ο ρόλος των δημοσιογράφων ήταν σπουδαίος εκείνα τα πρώτα χρόνια των μεγάλων αντιπαραθέσεων, αλλά και στη συνέχεια έως τη σύγχρονη εποχή. Ομως, ποια εξουσία δέχεται την απόλυτη ελευθερία του Τύπου; Μόνον η μη ανασφαλής και τέτοια δυστυχώς σπανίζει. Ετσι άρχισαν οι διώξεις. Οι δημοσιογράφοι που αποκάλυπταν όσα δεν επιθυμούσε το κυβερνών κόμμα ή το παλάτι δεν στέλνονταν στην πυρά, όπως λίγα χρόνια πριν έκαναν στην Αγγλία με τις «μάγισσες», αλλά στο πιλορί.

Τι εστί πιλορί; Θα το έχετε δει σε ταινίες εποχής. Είναι μια ξύλινη κατασκευή με δύο σανίδες που ενώνονται και ανοιγοκλείνουν. Εκεί όπου ενώνονται υπάρχουν τρεις τρύπες. Στη μία μπαίνει το κεφάλι του τιμωρημένου και στις άλλες δύο, δεξιά και αριστερά της κεντρικής, τα δύο χέρια. Οι δημοσιογράφοι που δεν ήταν αρεστοί τιμωρούνταν με αυτήν την ποινή. Τους άφηναν συνήθως κάποιες μέρες έτσι, εκτεθειμένους σε δημόσιους χώρους μάλιστα, ώστε να περνάνε όσοι πολίτες θέλουν και να τους πετάνε ντομάτες ή άλλα βρισκούμενα ζαρζαβατικά. Ελα, όμως, που οι πολίτες ξεσηκώθηκαν κατά των εξουσιών που επέβαλλαν αυτές τις ποινές και απελευθέρωναν τους δημοσιογράφους. Σε μία-δυο περιπτώσεις, μάλιστα, συνέταξαν πομπή και μεγαλειώδη διαδήλωση, επικεφαλής της οποίας έθεταν τον τιμωρημένο δημοσιογράφο και έφταναν μέχρι την πόρτα του Κοινοβουλίου διαμαρτυρόμενοι.

Το πιλορί καταργήθηκε, αλλά, παρά τους αιώνες που πέρασαν, οι δημοσιογράφοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολλές τιμωρίες. Δεν έχουν πάντα δίκιο, αλλά ούτε και πάντα άδικο. Υπηρέτησα είκοσι χρόνια τη δημοσιογραφία και είδα πολλά. Στα χρόνια που ήμουν στην πολιτική δέχθηκα ανοίκειες επιθέσεις από δημοσιογράφους οι οποίοι υπηρετούσαν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Ευτυχώς, ήταν λίγοι και μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κάποιες από αυτές τις σκοπιμότητες κατήγγειλα δημοσίως και δικαιώθηκα στη Δικαιοσύνη καταδικάζοντας τους συκοφάντες μου. Προσωπικώς, ως χαρακτήρας δεν θα φορούσα ποτέ το κράνος του κ. Πολάκη, ούτε θα χρησιμοποιούσα τη φρασεολογία του. Κάθε ισοπεδωτική άποψη, σαν αυτές του τύπου «είστε όλοι πληρωμένοι και τσιράκια των αφεντικών σας», φρασεολογία που χρησιμοποιεί συχνά-πυκνά ο κ. Πολάκης, δεν στοχεύει στην αποκάλυψη της αλήθειας.

Ακόμα και αν ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας πιστεύει ότι τον αδικούν, ο τρόπος με τον οποίον διεκδικεί το δίκιο του είναι εντελώς λανθασμένος. Ομως, πέραν αυτής της φράσης, πρέπει να αναζητήσουμε την ερμηνεία της συμπεριφοράς Πολάκη. Πρόκειται περί πολιτικής στρατηγικής η οποία στις τακτικές της κινήσεις περιλαμβάνει τις συνεχείς επιθέσεις μπροστά στην κάμερα ή μέσω Twitter. Ετσι, διασφαλίζει δημοσιότητα -την οποίαν καταγγέλλει ότι δήθεν του στερούν- και χτίζει για τον εαυτό του την εικόνα του αδικημένου από το... σύστημα. Την ώρα που ο ίδιος είναι το σύστημα. Αντιγράφει την τακτική από άλλους που το έκαναν στο παρελθόν και κέρδισαν.

Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι το πρότυπο του Πολάκη. Βρίσε συνεχώς τα ΜΜΕ, μίλα για «fake news» και διατήρησε μια θέση στην κορυφή της πυραμίδας εκείνων που βλέπουν συνωμοσίες πίσω από καθετί. Τι να το κάνεις πια το πιλορί, όταν τα ίδια τα κανάλια προβάλλουν τον Πολάκη που τα βρίζει...