Στην Ελλάδα, Θεόδωρε, ο κοινός νους δεν είναι τόσον κοινός όσον κοινώς νομίζεται»... Καθισμένος απέναντί του, άκουγα τον σοφό πλέον γέροντα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή να συνοψίζει σε μία μόνον φράση μια από τις βασικές μειονεξίες μας ως λαού. Δεν θα εξαιρούνταν οι πολιτικοί από αυτόν τον αφορισμό και, πάντως, αν όχι όλοι, σίγουρα μεγάλο ποσοστό όσων συμμετέχουν στα δημόσια πράγματα. Απόδειξη ότι ο κοινός νους ελλείπει δόθηκε και αυτήν την εβδομάδα στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ο πρωθυπουργός μετέτρεψε τη συζήτηση σε μια λαϊκίστικη παράσταση, από αυτές που συνηθίζει για να κερδίζει τις εντυπώσεις με συνθήματα αντί επιχειρημάτων. Με τη ματιά του παρατηρητή, ανεπιφύλακτα σημειώνω πως είναι η πρώτη φορά που έχασε κατά κράτος όχι μόνον από τον αντίπαλό του, αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό.

Οταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον προσκάλεσε-προκάλεσε να ψηφίσουν και τα δύο κόμματά τους όλα τα προτεινόμενα από αμφοτέρους άρθρα, τότε ο Αλέξης Τσίπρας έστρεψε το βλέμμα αλλού. Μίλησε για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προσπαθώντας έναν χρόνο πριν από την ορισθείσα κατά το Σύνταγμα ημερομηνία εκλογής του να τον κάνει μπαλάκι μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.

Επί της ουσίας, ο κ. Τσίπρας αρνήθηκε να σηκώσει το γάντι, διότι γνωρίζει πως θα χάσει τις προσεχείς εκλογές και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να χάσει την πρωτιά που κατέχει. Να είναι ο μοναδικός παγκοσμίως πρωθυπουργός που αρνείται στη χώρα του την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, δικαίωμα που κατοχύρωσε ακόμα και η Βόρειος Κορέα. Ετσι, ο κ. Τσίπρας αρνείται στους ήδη φτωχότερους Ελληνες τη δυνατότητα να σπουδάσει το παιδί τους στη χώρα μας, σπρώχνοντάς τους σε απόλυτη κοινωνική απαξίωση, αν δεν καταφέρουν να στείλουν το παιδί τους στο πανεπιστήμιο, αλλά και οικονομική ένδεια, εάν το στείλουν. Διότι πολλοί θα εκποιήσουν τις εναπομείνασες περιουσίες τους για να σπουδάσουν το παιδί τους σε ένα πανεπιστήμιο του εξωτερικού, ενισχύοντας την οικονομία μιας άλλης χώρας, αντί της δικής μας.

Επίσης, ο κ. Τσίπρας, συνεπικουρούμενος από τον πρόεδρο της Βουλής, σκαρφίστηκε νέες ερμηνείες του Συντάγματος ως προς την έννοια της αναθεώρησης καθεαυτής, προσπαθώντας να δεσμεύσουν την επόμενη μετεκλογική σύνθεση για το ακριβές της διατύπωσης των αναθεωρητέων διατάξεων. Μάλλον αφελής η προσέγγιση, πρώτον, γιατί μια απλή πλειοψηφία στη Βουλή αλλάζει εύκολα και, δεύτερον, διότι έτσι κι αλλιώς για να αναθεωρηθεί ένα άρθρο χρειάζεται 180 ψήφους. Και μόλις διακινδύνευσε με την απόφαση της Ν.Δ. να ψηφιστεί με 180 ψήφους από τώρα -άρα στην επόμενη Βουλή να χρειάζεται μόνον 151- την αλλαγή διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να μην οδηγούμαστε διαρκώς σε εκλογές, τότε έστρεψε το βλέμμα και το θέμα αλλού. Σε τεχνικά ζητήματα.

Η πολιτική, όμως, πέραν της τεχνικής διαχείρισης, είναι θέμα κοινής λογικής και η ουσία της δεν βρίσκεται στην αυστηρότητα των διατυπώσεων. Εκεί θα αναζητήσει κανείς διέξοδο μόνον στο μη περαιτέρω. Οταν κινδυνεύουν, δηλαδή, πραγματικά οι θεσμοί. Ομως, όταν κοινή αντίληψη όλων των πολιτών είναι πως δεν πρέπει κάθε τόσο να προσφεύγουμε στις κάλπες απαγορεύοντας σε μια καλή, μέτρια ή ακόμα και κακή κυβέρνηση να εφαρμόσει την πολιτική για την οποίαν ψηφίστηκε, τότε πώς δικαιούται αυτός, που δηλώνει σεβαστός ακόλουθος της λαϊκής βούλησης, να πράττει το αντίθετο; Δεν είναι, βεβαίως, η πρώτη φορά. Πρωθυπουργός που άλλαξε το δημοψήφισμα δεν σέβεται κανέναν λαό και καμιά πλειοψηφία. Διεκδικώντας θρασύτατα το αλάθητο, οδηγεί τη χώρα σε λάθος δρόμο. Η άρνησή του να θεραπεύσει αδυναμίες του Συντάγματος που είναι πλέον πασιφανείς στον κοινό νου αποδεικνύει πως η ρήση του Καραμανλή βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στο πρόσωπο του κ. Αλέξη Τσίπρα. Η άλλη ερμηνεία είναι πως απλώς δεν τον ενδιαφέρει τι λέει η πλειοψηφία.