Ιούλιος 1991 και ως δημοσιογράφος μετέχω στην αποστολή του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στη Μόσχα. Το πούλμαν που μας μεταφέρει στους δρόμους της ρωσικής πρωτεύουσας μας δίνει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε με τα ίδια μας τα μάτια την τραγική κατάσταση που βίωναν οι πολίτες στις τελευταίες ημέρες της Σοβιετικής Ενωσης. Δεν θα ξεχάσω την εικόνα ενός ογδοντάχρονου ο οποίος έχει στηθεί στην ουρά κάποιου φούρνου για να αγοράσει ψωμί. Μπροστά του περιμένουν πάνω από εκατό άλλοι Μοσχοβίτες. Θα περιμένει δηλαδή τουλάχιστον για μία ώρα στο κρύο – παρότι καλοκαίρι, ο καιρός είναι τσουχτερός. Εκείνος ξεχωρίζει για δύο λόγους. Είναι ψηλός και κοιτάζει στο κενό πάνω από τα κεφάλια των άλλων με μια υπερηφάνεια καρφωμένη στο βλέμμα του. Ο δεύτερος λόγος είναι εμφανής στο στήθος του. Καρφιτσωμένα στο πέτο του φθαρμένου από τα χρόνια παλτού του ένα σωρό μετάλλια. Οχι τσίγκινα, ψεύτικα δηλαδή, αλλά αληθινά. Οπως μου εξήγησε ο Ρώσος ξεναγός μας όταν τον ρώτησα, δείχνουν ότι είχε πάρει μέρος σε πολλές μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Σοβιετία έπεσε υπό το βάρος ενός αντιδημοκρατικού καθεστώτος, το οποίο σηματοδότησε στον εικοστό αιώνα ό,τι πιο ολοκληρωτικό γνώρισε ο πλανήτης στο όνομα του λαού και της αριστερής ιδεολογίας. Στο όνομα του λαού άλλωστε γίνονται τα μεγαλύτερα πολιτικά εγκλήματα.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού στις μέρες μας. Ο Μαδούρο αρνείται την ανθρωπιστική βοήθεια και κλείνει τα σύνορα της χώρας του στις οργανώσεις που έσπευσαν να στείλουν τρόφιμα στους πολίτες της Βενεζουέλας, οι οποίοι πεθαίνουν από την πείνα. Η ανθρωπιστική βοήθεια έρχεται από τους «κακούς Αμερικάνους». Ετσι ο «καλός ηγέτης» προτιμά να στείλει στον θάνατο τους συμπατριώτες του παρά να δώσει τη χαρά στον Τραμπ να λέει ότι τον βοήθησε. Αλλωστε, ο ίδιος ο επαναστάτης δεν δείχνει να επηρεάζεται από την πείνα που επέδραμε στη χώρα του εξαιτίας των δικών του πολιτικών. Εμφανώς τετράπαχος και καλοταϊσμένος, σηκώνει το λάβαρο της μπολιβαριανής επανάστασης, αμαυρώνοντας την ιστορία του πραγματικού επαναστάτη Μπολιβάρ, ο οποίος άφησε τα πλούτη της οικογένειάς του για να υπηρετήσει τον αγώνα απελευθέρωσης των λαών της Λατινικής Αμερικής.

Και στις δύο περιπτώσεις η Αριστερά στην κυβέρνηση επικαλείτο την πρόοδο του λαού. Στο όνομα του λαού έγιναν όλα και οι αριστεροί κυβερνώντες έχουν τη βεβαιότητα πως κατέχουν τη μόνη αλήθεια. Κάθε αντίθετη άποψη είναι εκ του πονηρού. Η Δημοκρατία τους δεν ανέχεται τη διαφωνία. Ετσι εξηγείται πως ο μέχρι πρότινος δημοσιογράφος της κρατικής τηλεόρασης που γίνεται υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί φασίστες όσους συγκεντρώνονται για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τις Πρέσπες. Ο στιγματισμός, δείγμα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, δεν έχει χρώμα. Είναι το ίδιο μαύρος όσο και κόκκινος. Ο στιγματισμός δε γίνεται πάντα στο όνομα του λαού. Οχι όμως και στα πραγματικά ενδιαφέροντα και πιστεύω του λαού, αλλά σε αυτά που η αριστερή νομενκλατούρα διερμηνεύει όπως την εξυπηρετούν.

Μπροστά στη διατήρηση της εξουσίας -την οποία, κατά την πρωθυπουργική σύζυγο, δεν κατέκτησαν ακόμη-, το ήθος και η πολιτισμένη αντιπαράθεση φαντάζουν πολυτέλεια. Ο ένας υπουργός καρφώνει τον άλλον με μηνύματα στο τηλέφωνο και εν συνεχεία τον μηνύει. Ο άλλος υπουργός, «σαχλαμαρόμαγκας» κατά την επιτυχημένη έκφραση φιλοκυβερνητικής εφημερίδας, έχει αγκαλιάσει το πηλοφόρι και μοιράζει λάσπη.

Συνήθως οι κυβερνήσεις πέφτουν από την πολιτική κόπωση που δημιουργεί η μακρόχρονη παρουσία των ίδιων προσώπων στην επικαιρότητα. Πέφτουν από κάποιο αληθινό ή κατασκευασμένο σκάνδαλο. Πέφτουν από την ανάγκη του κόσμου να δει μια ακόμη αλλαγή. Η σημερινή κυβέρνηση, επιπλέον των προαναφερθέντων, θα πέσει από την κόπωση που προκαλούν τα καμώματα δευτεροκλασάτων -λούμπεν- στελεχών της, που χοροπηδάνε πάνω σε κάθε ηθική αξία με την οποία μεγάλωσαν γενιές Ελλήνων. Το λούμπεν κυβερνητικό σχήμα επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε και το οποίο ερμηνεύεται από την ετυμολόγηση της γερμανικής λέξης την οποίαν αξιοποίησε ο Μαρξ στο έργο του «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία» (1848). Lumpen: Κουρέλια.