Την ίδια ώρα που στη δυτική, ευρωπαική Ελλάδα, απολαμβάνουμε ένα ρεσιτάλ παραπληροφόρησης και σουρεαλ επιχειρημάτων για την ταυτότητα φύλου, οι ακτιβίστριες για τα δικαιώματα των γυναικών στη Σαουδική Αραβία πέτυχαν μια ιστορική νίκη. Με διάταγμα του, προχθές, ο πρίγκιπας-διάδοχος, Μοχαμεντ μπιν Σαλμάν, διέταξε την απόφαση του να επιτραπεί στις γυναίκες της χώρας να οδηγούν. Η απόφαση δεν έγινε δεκτή ακριβώς με πανηγυρισμούς αλλά και με καχυποψία ότι χρησιμοποιήθηκε για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από το ότι φυλακίστηκαν δεκάδες ακόμη αντιφρονούντες. 

Η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz όμως, σε ρεπορτάζ της, έδωσε την πιο ενδιαφέρουσα ερμηνεία της ξαφνικής σπουδής του πρίγκιπα να ικανοποιήσει ένα αίτημα για το οποίο ως και μια βδομάδα πριν φυλάκιζε ακτιβίστριες. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Haaretz το κίνητρο είναι ξεκάθαρα οικονομικό. Οι οικογένειες θα γλιτώσουν χρήματα (καθώς αναγκάζονταν να προσλάβουν οδηγούς για τις γυναίκες τους), η αγορά αυτοκινήτου και ασφαλειών θα τονωθεί σημαντικά και θα δώσει ένα θετικό μήνυμα στους επενδυτές που προσεγγίζει ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, οι οποίοι δείχνουν προς το παρόν δύσπιστοι ότι η σαουδαραβική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο πλην του πετρελαίου. Επίσης, θα ανοίξει περισσότερες θέσεις εργασίας για γυναίκες και άρα θα αυξήσει και τους δείκτες παραγωγικότητας, αν κι οι αναλυτές που επικαλείται η Haaretz εξηγούν πως σε αυτό το πεδίο αρχικώς αναμένουν μέτρια απόδοση.  

Η ειρωνεία του πράγματος ποια είναι; Με την ανακοίνωση του πριγκιπικού διατάγματος το διαδίκτυο γέμισε με μακριές λίστες που καταγράφουν όσα δεν μπορούν, ακόμη, να κάνουν οι γυναίκες στη χώρα. Ένα από αυτά είναι να ελέγχουν τα οικονομικά τους ανοίγοντας, για παράδειγμα, λογαριασμό τραπέζης. Ανοίγει δηλαδή μια ακόμη επαγγελματική δυνατότητα γι’ αυτές αλλά το μισθό τους θα τον διαχειρίζεται ο άντρας.     

Γιατί έχουν σημασία όλα αυτά; Γιατί είναι ένα, προφανώς ακραίο παράδειγμα, που μας παραπέμπει σε μια καθόλου πρωτότυπη παραδοχή που έχει νόημα που και που να επαναλαμβάνουμε. Ότι η ανάπτυξη και μάλιστα η σταθερή ανάπτυξη πάει πακέτο με το «άνοιγμα» της κοινωνίας, ότι οι διακρίσεις είναι επί της ουσίας αντιαναπτυξιακές και αντιπαραγωγικές και ότι η εκχώρηση δικαιωμάτων σε μια μη ανοιχτή κοινωνία δεν είναι μεν καθόλου ασήμαντη αλλά μάλλον δεν είναι κι αρκετή για να αλλάξει εις βάθος και διάρκεια την ποιότητα ζωής του ατόμου.     

Στις χώρες της Δύσης, τυπικά, δεν υπάρχουν σοβαροί θεσμικοί αποκλεισμοί από την αγορά εργασίας και την κοινωνία – αν και στη Γαλλία είχε ανοίξει μια συζήτηση για το κατά πόσο θα δυσκολέψει την πρόσβαση στην εκπαίδευση η απαγόρευση της μαντίλας στα σχολεία. Ωστόσο διακρίσεις υπάρχουν, που οφείλονται σε αναχρονιστικούς νόμους ή έλλειψη θεσμοθετημένων μέτρων και δομών που θα δημιουργήσουν ένα «δίχτυ προστασίας» σε συμπολίτες μας που, για παράδειγμα, δυσκολεύονται να βρουν εργασία για κανέναν, μα κανέναν, άλλον λόγο πέρα από την καταγωγή τους, μια λειτουργική αναπηρία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου τους, το αν είναι μητέρες μονογονεικών οικογενειών κλπ. Κι όταν υπάρχουν νόμοι, συχνά ατελείς, τα θύματα διακρίσεων πολύ συχνά δεν καταγγέλλουν τη διάκριση γιατί έχουν αρνητική εμπειρία από τις συναλλαγές τους με τις δημόσιες αρχές ή επειδή τα δικαστήρια στην Ελλάδα είναι σπορ που θέλει και χρήματα αλλά και υπομονή. Κάποιες φορές, αν δεν υπάρχει επιπλέον δίχτυ προστασίας από την οικογένεια ή το περιβάλλον, οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να οδηγηθούν να κάνουν δουλειές που δεν επιθυμούν ή και να βιοπορίζονται με τρόπο που μπορεί να τους  περιθωριοποιήσει ακόμη παραπάνω. Και, κάπως έτσι, ανακυκλώνεται η διάκριση, αντί να διευκολύνονται περισσότεροι άνθρωποι να συμμετέχουν στην οικονομία, την ανάπτυξη, την κοινωνική ασφάλιση κ.ο.κ. της χώρας τους.  

Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, κάποιες φορές, συνήθως με αφορμή κάποιο νομοθέτημα, τα προβλήματα και τα θέματα των ομάδων αυτών έρχονται στον δημόσιο διάλογο. Ή μάλλον, για να είμαστε και λιγάκι ειλικρινείς, τα βγάζουμε με φόρα στην αρένα. Τα περισσότερα ΜΜΕ δεν καταβάλλουν καν προσπάθεια, όχι να εντρυφήσουν, αλλά να ακριβολογήσουν, στο ελάχιστο, και να οργανώσουν συζητήσεις στις οποίες θα εκπροσωπούνται μεν διαφορετικές απόψεις αλλά θα διεξάγονται με στοιχειώδεις κανόνες διαλόγου και σκοπό την ενημέρωση, όχι την αναπαραγωγή τους, στη συνέχεια, ως viral βίντεο με βρισίδια – για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας συνάδελφοι.  

Και, τέλος, στο περιβάλλον στο οποίο πρέπει ο διάλογος να είναι ανοιχτός και παραγωγικός, στη Βουλή, τα προεδρεία επιτροπών και ολομέλειας, συχνά ξεχνούν πως έχουν την υποχρέωση να διευθύνουν τη συζήτηση. Ειδικά στις επιτροπές όπου γίνονται οι ακροάσεις των φορέων, μερικοί βουλευτές φαίνεται πως ξεχνούν ότι οι φορείς είναι απλοί πολίτες, οι οποίοι δεν εισέβαλλαν εκεί μέσα, προσκλήθηκαν για να συνομιλήσουν με τους αιρετούς αντιπροσώπους τους οι οποίοι είναι σε πιο προνομιακή θέση από αυτούς, εξ ορισμού. Το ακαταδίωκτο κι η ελευθερία του λόγου του βουλευτή είναι σημαντικά, βεβαίως, αλλά άλλο τόσο σημαντική είναι για κάθε άνθρωπο η ευπρέπεια. Ο κακοποιητικός λόγος που ακούγεται στη Βουλή κάθε φορά που συζητείται θέμα που αφορά μετανάστες, ομοφυλόφιλους, τρανς, γυναίκες κλπ, δεν μπορεί να δικαιολογείται, κυρίως από τους ευπρεπείς ανθρώπους που ανήκουν, έστω κι εν τη ευρεία εννοία, στον ιδεολογικό χώρο του βουλευτή που τον εκφέρει.

Πρέπει, να μπορούμε, έστω, να συζητάμε. Αυτό δυστυχώς είναι κάπως προφανές ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε. Και δεν μπορεί να φταίει γι’ αυτό έτσι απλά «η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού» και άλλα που δίνονται συχνά ως ερμηνεία ενώ είναι συμπτώματα του κατακερματισμού μιας κοινωνίας που εργάζεται για να πληρώνει υποχρεώσεις σε ένα κράτος που σταθερά την απογοητεύει, στην οποία ενοχοποιήθηκε με κάπως ρετρό όρους η κατανάλωση (προσοχή, όχι ο «καταναλωτισμός» της σχολικής έκθεσης του λυκείου), η καλοπέραση και δόθηκε μια ηθική διάσταση στον «λιτό βίο» και εθίστηκε στην λαιτ (θεσμική) ή και βαριά (περιθωριακή, μιντιακή) συνωμοσιολογία και μυθολογία στον δημόσιο λόγο. Για την κοινωνία αυτή, το ότι, για παράδειγμα, πόνεσε με τις εικόνες των πνιγμένων προσφύγων αλλά μερικούς μήνες μετά μένει ασυγκίνητη στις απανωτές εκθέσεις που καταγράφουν άθλιες συνθήκες, είναι σύμπτωμα. Το ότι θεωρεί οκ να ακούει χυδαιολογίες στη Βουλή είναι σύμπτωμα, και το αντιμετωπίζει σχεδόν με ενοχή, σαν να της αξίζει.

Επειδή δεν είμαστε Σαουδική Αραβία, την προστασία βασικών δικαιωμάτων συνανθρώπων μας, θα μας επιτρέψετε να τη θεωρούμε μίνιμουμ υποχρέωση, στην κατηγορία του αυτονόητου. Αλλά πρέπει κάποτε να την εντάξουμε κι αυτή επιτέλους στο αφήγημα μιας ανάπτυξης γιατί, όχι, δεν μπορεί αυτό να περιλαμβάνει μόνο επενδύσεις για καζίνο στο Ελληνικό. Και την έννοια της ελευθερίας να την «ανοίξουμε» και προς άλλες θεματικές πέρα από την φορολογία και την αδειοδότηση επιχειρήσεων. Γιατί το να νιώσουν περισσότεροι πολίτες αυτής της χώρας κάποτε οτι μετέχουν σε ένα αφήγημα για το μέλλον της δεν θα είναι απλώς καλό, θα είναι και συμφέρον.