Σήμερα, η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε ότι το φετινό βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας θα απονεμηθεί στον, ιαπωνικής καταγωγής, Βρετανό, Καζούο Ισιγκούρο. Το πιο γνωστό του έργο, λόγω της κινηματογραφικής μεταφοράς του, είναι το «Τα απομεινάρια μιας μέρας», αλλά το τελευταίο του μυθιστόρημα είναι εξίσου υπέροχο. Ο τίτλος του είναι «Ο θαμμένος γίγαντας» κι ο γίγαντας είναι η μνήμη. Το σβήσιμο της μνήμης κλείνει τις πληγές των ανθρώπων και κρατά τον τόπο τους ήσυχο και ειρηνικό. Κάθε τραύμα που ξεχνάνε, είναι και μια τραγωδία που αποφεύγουν. Κι όταν ο θαμμένος γίγαντας ξυπνάει από τη νάρκωση του, οι ζωές των ανθρώπων έρχονται άνω κάτω.

Ο Ισιγκούρο, που έχει ομολογήσει ότι έχει βρει έμπνευση από την ιστορία (από τον Μαντέλα ως την εικονογράφηση του Ισπανικού εμφυλίου στη «Γκουέρνικα» του Πικάσσο), γράφοντας αυτή την ιστορία με φανταστικά στοιχεία, αποσυνδέοντας την από κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μας αφήνει να κάνουμε όσες προβολές κι αναλογίες με πραγματικά γεγονότα θέλουμε. Αν για τους ανθρώπους υπάρχει ένα σημείο της ζωής τους που το παρελθόν μοιάζει τελεσίδικο, για τα έθνη  δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Κι ενώ η απώλεια ή η χειραγώγηση της προσωπικής μνήμης (μην σας φαίνεται απίθανο, το έχουν κάνει ήδη σε ποντίκια οι επιστήμονες) μοιάζει σαν να χάνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, στη διαχείριση της συλλογικής μνήμης, η επούλωση των τραυμάτων, ακόμη, καμιά φορά, και με λίγη αμνησία, είναι συνήθως ένα πρώτο βήμα προς την δεύτερη ευκαιρία.

Ο τρόπος όμως που μαζεύουμε συλλογική μνήμη αλλάζει. Από την προιστορική εποχή, χωρίς γραφή και ντοκουμέντα, ως την επανάσταση των επικοινωνιών και το διαδίκτυο, στο οποίο χάνουμε σιγά σιγά το δικαίωμα στη λήθη, το τι μένει και τι φεύγει, το τι θυμόμαστε, τι ξεχνάμε αλλά, κυρίως, το πολύ βασικό, το πώς ανασύρουμε, αλλάζει συνεχώς.

Είναι ενδιαφέρον ότι μια μάλλον ασήμαντη εσωκομματική κόντρα σήμερα, αυτή του Κώστα Χρυσόγονου με τον Νίκο Καρανίκα, έπρεπε να σχηματοποιηθεί από τον κ. καθηγητή με μια παραπομπή στις δίκες της Μόσχας. Δεν μας εκπλήσσει και δεν είναι και προσωπικό τελικά. Κάποιοι άνθρωποι ζουν με φαντάσματα. Με ξένες μνήμες που τις έχουν κάνει δικές τους περνώντας μέσα από τα παραμορφωτικά φίλτρα του χρόνου και της μεταγενέστερης εμπειρίας.

Δεν είναι κακό κάποιος να ζει με φαντάσματα, είναι δικαίωμα του. Είναι κακό σε μια χώρα που έχει φτώχεια, ανεργία και που έχει κατακερματιστεί από την παρατεταμένη κρίση, να σκουντάμε κάθε τρεις και λίγο τους θαμμένους γίγαντες και ο,τι ξυπνά πόνο, πόλωση και μίσος, από όλες τις πλευρές. Και όλο αυτό να μη γίνεται καν για να κλείσει κάποιος ανοιχτός λογαριασμός, σαν ένας πόνος που πρέπει να υπάρξει στο πλαίσιο μιας θεραπείας, αλλά μόνο και μόνο γιατί αναπαράγει ο καθένας από αυτούς τους λάτρεις φαντασμάτων την εξουσιαστική δομή που έχει στο κεφάλι του. Αυτή του διχασμού και του ρεβανσισμού του νικητή προς τον ηττημένο ή της πλειοψηφία προς τη μειοψηφία ή της κυρίαρχης τάσης προς ο,τι εκφεύγει. Για όλα αυτά, αυτά που κάναμε από τον πόλεμο ως την αποκατάσταση της δημοκρατίας, πήραμε, ιστορικά, τη δεύτερη ευκαιρία μας.

Και, σε αντίθεση με τις φαντασιώσεις κάποιων και την πολιτική τους μυθολογία, δεν έχουμε βγει από πόλεμο ούτε είμαστε σε αυτόν. 

Ή, εν παση περιπτώσει, επειδή, τις πρόσφατες μνήμες τις ανασύρουμε πια σχεδόν μηχανικά και θυμόμαστε ποιο αφήγημα υπηρετούσε ο κ. Χρυσόγονος προμνημονιακά, αν υπήρχε εκείνος ο οικονομικός πόλεμος που έλεγαν, τότε οι χαμένοι είναι αυτοί, ξεκάθαρα.

Και, όχι, ακόμη και σε αυτό το σενάριο, αυτός και πάλι δεν είναι ο Ζινόβιεφ.