Μετά το 2007 ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας δεν προσέρχεται στις κάλπες. Μιλάμε για περίπου 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρων που έχουν «χαθεί». Πρόκειται, κυρίως, για ανθρώπους κάτω των σαράντα ετών, που δεν έχουν κομματικές δεσμεύσεις, που δεν έχουν ευνοηθεί από το λεγόμενο πελατειακό σύστημα, οπότε δεν νιώθουν την ανάγκη να ψηφίσουν για να ανταποδώσουν το… ρουσφέτι, το διορισμό, την πρόωρη σύνταξη ή τη μετάθεση.  

Είναι εκείνοι οι ψηφοφόροι που στην πλειονότητά τους αιτιολογούν τη στάση της με το επιχείρημα ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, αλλά και πως όλοι ίδιοι είναι. Έχουν, δε, μια αρνητική εικόνα συνολικά για τους πολιτικούς, η οποία βασίζεται στη λογική πως δεν έχουν καμία διάθεση συλλογικής προσφοράς αλλά το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η εξυπηρέτηση προσωπικών φιλοδοξιών.  

Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και το συναντάμε όλοι στη συναναστροφές μας με τους πολίτες. Παρότι άδικο, μας παίρνει συνήθως η μπάλα όλους, αφού δεν είναι εύκολο να γίνουμε πιστευτοί για τα ανιδιοτελή μας κίνητρα. Και είναι , βεβαίως, υπαρκτό πρόβλημα διότι το πιο βασικό συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή. Ποτέ δεν άλλαξαν, ως γνωστόν, τα πράγματα από τους απόντες.  

Το δυστύχημα είναι ότι όλο αυτό το αρνητικό κλίμα για την πολιτική και τους πολιτικούς, όχι απλώς το καλλιεργεί, αλλά το ενισχύει ο Αλέξης Τσίπρας. Με ποιο τρόπο; Με την επιβράβευση των αμοραλιστών πολιτικών. Με την εξαγορά μέσω θέσεων και διορισμών βουλευτών  που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να διατηρηθούν ή να βρουν μια καρέκλα.

 Τα παραδείγματα πολλά, όπως προκύπτει από τα πρόσφατα ανοίγματα του κ. Τσίπρα αλλά και την  υπουργοποίηση των κυρίων Μωραΐτη και Τόλκα. Εν προκειμένω, τα social media είναι εδώ για να μας θυμίζουν τι έλεγαν μια σειρά από πρόσωπα, πριν γοητευτούν από τις… προσφορές του πρωθυπουργού. Ο κ. Μωραΐτης του ΠΑΣΟΚ καθύβριζε προσωπικά τον κ. Τσίπρα και τις πολιτικές επιλογές του. Όταν η κυρία Γεννηματά δεν ικανοποίησε τα… αιτήματά του, πήδηξε από το σκάφος και άρχισε να υμνεί τον κ. Τσίπρα. Ο τελευταίος αναγνώρισε το «γλείψιμο» και τον έκανε υφυπουργό του. Ο κ. Θεοχαρόπουλος έγινε βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, χτίζοντας την καριέρα του στην αντιπαράθεση με τον εθνικολαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Μόλις η ηγεσία του κόμματος αρνήθηκε την επανατοποθέτησή του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας αποχώρησε και άρχισε σταδιακά να προσεγγίζει τον κ. Τσίπρα. Ο τελευταίος αναγνώρισε την πολιτική κωλοτούμπα του και τον υποδέχτηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, με τις πληροφορίες να μιλούν (και) για ανταλλάγματα.  

Τα δυο αυτά παραδείγματα είναι πολύ ενδεικτικά για τον τρόπο που πολιτεύονται,  όχι ο Μωραΐτης και ο Θεοχαρόπουλος, αυτοί ήδη εισπράττουν την χλεύη της κοινωνίας, αλλά οι συνεργάτες και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Μοιράζουν θέσεις και εξαγοράζουν συνειδήσεις ευκαιριακών συνομιλητών. Χωρίς καμία ιδεολογική ή πολιτική συμφωνία. «Τόσα δίνω, πόσα θες», που τραγουδούσε ο αείμνηστος Δημήτρης Μητροπάνος.   Ε, λοιπόν, αυτή η λογική είναι που έχει κάνει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας να αποστρέφονται τους πολιτικούς και την πολιτική. Διότι θεωρούν πως «όλοι έχουν την τιμή τους».