Δηµοσκοπήσεις. Το αµφιλεγόµενο εργαλείο ανίχνευσης των διαθέσεων της κοινής γνώµης.

Οι δηµοσκοπήσεις ή γκάλοπ είναι ένα σχετικώς νεωτεριστικό φαινόµενο στην Ελλάδα. Αν πάντως λάβουµε υπόψη ότι οι έρευνες της κοινής γνώµης ταυτίζονται µε προβλέψεις, θα µπορούσαµε να πούµε ότι προποµπός των δηµοσκοπήσεων υπήρξαν οι εµπειρικές εκτιµήσεις-προβλέψεις των κοµµατικών επιτελείων. Από τις αρχές του προηγούµενου αιώνα.

Οι εκτιµήσεις αυτές οδηγούσαν ειδικώς τις κυβερνήσεις συνήθως σε εκλογές, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι τις κέρδιζαν κιόλας. Κάτι τέτοιο είχε συµβεί και το 1920, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε θεωρήσει ότι οι διπλωµατικές επιτυχίες του και κυρίως ο ενθουσιασµός των πιστών οπαδών και φίλων του ήταν ικανά στοιχεία για να κερδίσει τις εκλογές. Oµως καταποντίστηκε.



Πολλά χρόνια µετά, και αφού είχε µεσολαβήσει ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος, οι πρώτες έρευνες στην Ελλάδα έγιναν από τους Αµερικανούς. Συγκεκριµένα, µεσούντος του Εµφυλίου. Επρόκειτο να διεξαχθούν οι πρώτες εκλογές µετά τον πόλεµο, στις 31 Μαρτίου του 1946. Οι Σύµµαχοι, προκειµένου να προχωρήσουν στις εκτιµήσεις τους, είχαν πραγµατοποιήσει έξι δειγµατοληπτικές έρευνες µε προσωπικές συνεντεύξεις.

Πειραματικές έρευνες

Θα έπρεπε να περάσουν 11 χρόνια για να διενεργηθεί µια δηµοσκόπηση. Το 1957. Θεωρείται ότι ο Κωνσταντίνος Καραµανλής για τις εκλογές του 1958 βάσισε την προεκλογική του εκστρατεία σε, πειραµατικές για την εποχή, µελέτες των τάσεων της κοινής γνώµης.



Το 1961, ενόψει εκλογών, είχε διενεργηθεί µια πειραµατική δηµοσκόπηση, ενώ έρευνες πραγµατοποιήθηκαν και για τις κάλπες του 1963-1964, αλλά και γι’ αυτές του 1967, που δεν έγιναν λόγω του πραξικοπήµατος. Η Μεταπολίτευση αποτελεί στην ουσία την αφετηρία ανάπτυξης των ερευνών των τάσεων της κοινής γνώµης στην Ελλάδα. Μια πρώτη δηµοσκόπηση την εποχή εκείνη έχουµε ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 1977, η οποία αναδείκνυε και τη δυναµική που ανέπτυσσε το ΠΑΣΟΚ και η οποία επιβεβαιώθηκε κατά πανηγυρικό τρόπο το 1981.

Διπλασιασμός

Μάλιστα, τον Μάιο του ίδιου έτους, µερικούς µήνες πριν από τις εκλογές, είχε διενεργηθεί µια δηµοσκόπηση από την ΕΥΡΩ∆ΗΜ, από την οποία προέκυπτε ο διπλασιασµός της ποσοστιαίας δύναµης του ΠΑΣΟΚ σε σχέση µε τη δύναµή του το 1977. Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού προκαλεί και µια «έξη» στις έρευνες της κοινής γνώµης. Σε αυτό είχε συντελέσει η επιτυχία που είχαν οι δηµοσκοπήσεις ως προς το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών του 1984.

«Εκεί που ξέρεις»

Έκτοτε έχουµε σειρά δηµοσκοπήσεων, ο αριθµός των οποίων γίνεται εντυπωσιακός µε το γύρισµα του αιώνα. Ετσι, παραµονές των κρίσιµων εκλογών του 2000 και ενώ οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν µια εντυπωσιακή δυναµική της Νέας ∆ηµοκρατίας, υπό έναν νέο µάλιστα αρχηγό, τον Κώστα Καραµανλή, έναντι του υπό τον Κώστα Σηµίτη ΠΑΣΟΚ, τελικώς τις εκλογές τις κερδίζει ο Κ. Σηµίτης.

Ο ενθουσιασµός από τον περιορισµό της διαφοράς στην πρόθεση ψήφου µεταξύ των δύο κοµµάτων σε επίπεδο στατιστικού λάθους που έδειχναν οι δηµοσκοπήσεις της εποχής είχε θέσει στο περιθώριο ένα άλλο µέγεθος των ερευνών, που ήταν η παράσταση νίκης. Οπου εκεί προηγείτο µε διαφορά το ΠΑΣΟΚ.

Η τότε νίκη του Κινήµατος είχε επιτευχθεί κυριολεκτικώς στο παρά πέντε και οι νεοδηµοκρατικές εφηµερίδες είχαν αρχίσει να γράφουν µε θριαµβευτικό ύφος για τη νίκη της Ν.∆. Αυτό, όπως λέγεται, διότι είχε περιέλθει στα χέρια κορυφαίου στελέχους του ΠΑΣΟΚ δοκίµιο πριν από το τελικό τύπωµα µιας γνωστής όσο και έγκυρης εφηµερίδας της νεοδηµοκρατικής παράταξης. Και µόλις ανακοινώθηκαν τα αποτελέσµατα που έδιναν νίκη στο ΠΑΣΟΚ, το στέλεχος αυτό πήρε τηλέφωνο τον διευθυντή της εφηµερίδας και του είπε: «Ξέρεις, έχω το δοκίµιο του υπό έκδοση φύλλου σας µε τον τίτλο που έχεις βάλει. Σου το στέλνω για να το βάλεις… εκεί που ξέρεις!».



Τα επόµενα χρόνια και καθ’ όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας Σηµίτη οι δηµοσκοπήσεις δίνουν ένα σαφές προβάδισµα στην πρόθεση ψήφου υπέρ της Νέας ∆ηµοκρατίας. Σε επτά διαφορετικές δηµοσκοπήσεις ισάριθµων εταιρειών ερευνών η διαφορά υπέρ της Νέας ∆ηµοκρατίας είναι σταθερά µεταξύ 3 και 5 ποσοστιαίων µονάδων. Και βεβαίως στις εκλογές του Μαρτίου του 2004 επικρατεί η Ν.∆. µε διαφορά 5 µονάδων από το ΠΑΣΟΚ.

Αποδοκιμασία

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο µέσον της θητείας της κυβέρνησης Σηµίτη τέσσερις διαφορετικές δηµοσκοπήσεις έδειχναν όχι µόνο να παγιώνεται το προβάδισµα της Νέας ∆ηµοκρατίας έναντι του ΠΑΣΟΚ, αλλά, το κυριότερο, να διατηρείται η έντονη αποδοκιµασία του κόσµου έναντι της οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής της ΠΑΣΟΚικής κυβέρνησης.

Το 2007 και υπό το βάρος των εκτεταµένων πυρκαγιών ο Κώστας Καραµανλής αποφασίζει να προκηρύξει εκλογές. Το τόλµησε διότι, παρά την όποια φθορά της κυβέρνησής του, δηµοσκοπικά το κυβερνών κόµµα διατηρούσε το προβάδισµα. Πράγµατι: Η ΚΑΠΑ Research έδινε στη Ν.∆. 34,9% έναντι 33,6% στο ΠΑΣΟΚ.

Η ΜRB 35,4% στη Ν.∆. και 33,3% στο ΠΑΣΟΚ. Η ALCO 31,5% στη Ν.∆. και 30,8% στο ΠΑΣΟΚ. Υπήρξε όµως τότε και µια εταιρεία που τα ποσοστά της είχαν προσεγγίσει αυτά της κάλπης. Η VPRC έδινε ένα ποσοστό 42% στη Νέα ∆ηµοκρατία και 38% στο ΠΑΣΟΚ. Το εκλογικό αποτέλεσµα ήταν 41,84% για τη Ν.∆. και 38,1% για το ΠΑΣΟΚ.

Αποστάσεις

Το 2009, όταν ο Κώστας Καραµανλής αποφασίζει να προσφύγει πρόωρα στις κάλπες, οι δηµοσκοπήσεις της εποχής δεν µπορούν να επιτύχουν τη διαφορά στη νίκη του ΠΑΣΟΚ τότε. Οι προβλέψεις δείχνουν µια διαφορά έξι ποσοστιαίων µονάδων κατά µέσο όρο, ενώ τελικώς η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ ήταν µε 10 ποσοστιαίες µονάδες. Σηµειωτέον ότι καµία εταιρεία δεν προβλέπει το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ. Το υψηλότερο ποσοστό για νίκη του ΠΑΣΟΚ το δίνει η ALCO (38,5%) και το χαµηλότερο η ΚΑΠΑ Research (34,4%).

Το εκλογικό αποτέλεσµα είναι τελικά 43,92% για το ΠΑΣΟΚ έναντι 33,47% της Ν.∆. Στις πρώτες εκλογές του 2012, τον Μάιο του έτους εκείνου, οι εταιρείες δηµοσκοπήσεων δεν κατορθώνουν να προσεγγίσουν τα εκλογικά ποσοστά. ∆έκα εταιρείες δίνουν στη Ν.∆. ποσοστά ενός µέσου όρου 23,20%.

Στο ΠΑΣΟΚ έναν µέσο όρο 16,15% και στον ΣΥΡΙΖΑ 10,82%. Το εκλογικό αποτέλεσµα δίνει µόλις 18,89% στη Νέα ∆ηµοκρατία, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επικρατεί του ΠΑΣΟΚ µε 16,78%, έναντι µόλις 13,18% των σοσιαλιστών. Των επαναληπτικών εκλογών του Ιουνίου του 2012, που αναδεικνύουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωµατική αντιπολίτευση της τρικοµµατικής κυβέρνησης, που συγκροτείτο από Ν.∆., ΠΑΣΟΚ και ∆ΗΜ.ΑΡ., έχει προηγηθεί σειρά δηµοσκοπήσεων.

Το ποσοστό της Νέας ∆ηµοκρατίας, που είναι τελικώς στις εκλογές εκείνες 29,66%, έχοντας αυξηθεί έναντι του Μαΐου κατά 11 ποσοστιαίες µονάδες, το προσεγγίζουν δύο εταιρείες: Η Data RC, που δίνει στη Ν.∆. 28,4% και η Marc, που δίνει 28,8%. Το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι 26,89%, το προσεγγίζουν η Metron Analysis (26,4%) και η Marc (27%).

Στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, από τις οποίες αναδεικνύεται η «για πρώτη φορά Αριστερά», ο ΣΥΡΙΖΑ πιάνει ένα ποσοστό 36,34%, η Νέα ∆ηµοκρατία 27,81% και το ΠΑΣΟΚ 4,68% (!). Εγγύτερα προς το ποσοστό του ΣΥΡΙ ΖΑ είναι η πρόβλεψη της εταιρείας Palmos (36%). Το ποσοστό της Ν.∆. το πλησιάζει η GPO (26,7%) και του ΠΑΣΟΚ τόσο η Palmos όσο και η ALCO (4,5%).

Απέτυχαν

Εκεί που αποτυγχάνουν σε κάθε πρόβλεψη οι εταιρείες δηµοσκοπήσεων είναι στο δηµοψήφισµα, το οποίο άλλωστε το ερµήνευσε έτσι όπως ήθελε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Θα ήταν δύσκολο άλλωστε να εξηγήσουν οι εταιρείες πώς έπεσαν έξω κατά 22,7 ποσοστιαίες µονάδες, που ήταν η διαφορά µεταξύ του υπερτερήσαντος «ναι» έναντι του «όχι» στο δηµοψηφικό δίληµµα («όχι» 61,31%, «ναι» 38,69%).



Στις δεύτερες βουλευτικές εκλογές που διενεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ υπενθυµίζουµε ότι τα ποσοστά του ήταν 35,46%, της Νέας ∆ηµοκρατίας 28,09% και του ΠΑΣΟΚ 6,29%. Τρεις διαφορετικές δηµοσκοπήσεις πετυχαίνουν σχεδόν ακριβώς τα ποσοστά ενός εκ των τριών προαναφερθέντων κοµµάτων. Το Πανεπιστήµιο Μακεδονίας πετυχαίνει σχεδόν το ποσοστό της Ν.∆. (28,5%). Η Public Issue πλησιάζει περισσότερο από κάθε άλλη εταιρεία το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ (33%), ενώ η Metron Analysis πιάνει το 6άρι του ΠΑΣΟΚ.

«Συμφορά»

Τα επόµενα κυβερνητικά χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά δυσχερή για την «πρώτη φορά Αριστερά». Η καλή ηµέρα για τη Ν.∆. έχει αρχίσει να φαίνεται από το πρωί, κατά πώς λέει και ο λαός, καθώς από το 2016 έχει αρχίσει να αποτυπώνεται η έντονη λαϊκή δυσφορία προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εξαµηνιαίες Τάσεις της MRB του Ιουνίου του 2016 η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι µόλις 53,5%, ενώ της Ν.∆. 89,8%. ∆ιαπιστώνεται, δε, µια διαρροή από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη Ν.∆. της τάξεως των 7,6 ποσοστιαίων µονάδων. Τρεις µήνες µετά, η εταιρεία Marc σηµειώνει ακόµα µία µικρότερη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ (36,8%).



Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να χάνει και τους δηµόσιους υπαλλήλους, τη δεξαµενή των οποίων ο κ. Τσίπρας θεωρούσε, ως κρατιστής, προνοµιακή. Και δεν φτάνει αυτό, αλλά τον Κυριάκο Μητσοτάκη τον προτιµούν και οι άνεργοι! Οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 36,9% προτιµά τον Κυριάκο Μητσοτάκη έναντι 26,8% που προτιµά τον κ. Τσίπρα. Πρόκειται για µια ενδεικτική διαφορά 10,1 ποσοστιαίων µονάδων. Και για να µη µιλήσουµε για τους συνταξιούχους, η προτίµηση των οποίων προς το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει µια διαφορά από τον Αλέξη Τσίπρα 28,2 ποσοστιαίων µονάδων.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 23 Δεκεμβρίου 2023.