Η «λαίδη Γκοντάιβα» της Ελλάδας. Αλλιώς, η Ματούλα, σχεδόν γυμνή, με ένα άλογο στην πλατεία Κολωνακίου. Η σουρεαλιστική εικόνα που τη συνόδευε μέχρι το τέλος. Η Ματούλα του Κολωνακίου, που το φως της έσβησε λίγο αφότου έφυγε από το σπίτι της στο Κολωνάκι, όπου έμεινε για μισό αιώνα. Ήταν η Ματούλα. Νέτο... σκέτο. Χωρίς επίθετο. Μόλις άρχισε να κυκλοφορεί η είδηση του θανάτου για «τη Ματούλα Κουτροπούλου που βρέθηκε νεκρή στα 76 της χρόνια, επτά-δέκα ημέρες μετά τον θάνατό της, στο τελευταίο σπίτι της στο Πεδίον του Άρεως», χωρίς κανείς να προσδιορίσει με ακρίβεια πότε κόπηκε το νήμα της πληθωρικής ζωής της (καθώς «έφυγε» μόνη), φίλοι, γνωστοί, άγνωστοι άρχισαν να μοιράζονται σχεδόν εμμονικά στα social αναμνήσεις, φωτογραφίες. Ένα «αντίο». Το τελευταίο.

Θρυλική μορφή της παλιάς κοσμικής Αθήνας, καλτ περσόνα, μοντέλο, ηθοποιός, ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια. Έπαιξε το 1972 στην ταινία «Η πρόκλησις» και στο «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» το 2011. «Δεν έχω ταυτότητα επαγγέλματος», έλεγε. Αλλά ο Γιώργος Ζαμπέτας την είχε βάλει να τραγουδήσει. «Δεν ήμουν η Κάλλας ούτε η Μοσχολιού», δήλωνε. Σε εικόνες τη βλέπουμε με τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Ζωή Λάσκαρη, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Κώστα Βουτσά να ζωντανεύουν ιστορίες και «φαντάσματα» μιας άλλης εποχής, μιας Ελλάδας που μοιάζει μακρινή. Δεν έχανε την ευκαιρία να αφηγείται την ιστορία της, να λέει πως ένιωθε τυχερή γιατί έζησε την Ελλάδα στη χρυσή της εποχή. Μια περίοδο με «ανθρωπιά, φιλία, σεβασμό, ξενοιασιά», υπογράμμιζε. Με εντυπωσίασε ο δυναμισμός της, χρόνια πριν, που συναντηθήκαμε για γύρισμα για εκπομπή στο Mega -πού αλλού;- στην πλατεία Κολωνακίου. Αρχικά, δεν «ξεκλείδωνε». Με υποδέχτηκε με μια «πανοπλία» για να χαλαρώσει στη συνέχεια. Διέκρινα την ευαισθησία πίσω από τη Ματούλα, που συμπεριφερόταν σαν άνδρας και γυναίκα μαζί. Δεν φοβόταν την αλήθεια, δεν επιδίωξε να είναι αρεστή σε όλους. «Έπρεπε να είχα γεννηθεί άνδρας», μου έλεγε, αδιαφορώντας για τις κάμερες. Ήταν σίγουρα μπροστά από την εποχή της. Με μια ζωή μυθιστορηματική, που θα μπορούσε να γυριστεί ταινία. Να γίνει προφανώς και βιβλίο - γιατί όχι και μπεστ σέλερ.

Διαβάστε ακόμα: Καλός φίλος της Ματούλας αποκαλύπτει: "Ήταν τόσες μέρες νεκρή, κανείς δεν το πήρε είδηση, πήγε ο θυρωρός και μύριζε"

Ματούλα: Τα κεφάλαια

Κεφάλαιο πρώτο για τη Διαμάντω Κουτροπούλου. «Γεννήθηκα στις 18/8/1947. Μαθήτρια στο 6ο Γυμνάσιο Θηλέων, στην οδό Επτανήσου, στην Κυψέλη. Τώρα έχει γκρεμιστεί, έγινε πολυκατοικία. Και μετά πήγα στο Παλλάδιο Λύκειο του Δούκα. Έπαιρνα συνέχεια αποβολές. Έκανα παρέα με αγόρια, έπαιζα κλέφτες κι αστυνόμους, γκαζάκια στους δρόμους, σε ό,τι ήταν ανδρικό παιχνίδι ήμουν πρώτη. Ό,τι ήταν γυναικείο δεν το γούσταρα. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τις γυναίκες. Δεν ήταν σαν κι εμένα. Έκανε λάθος ο Θεός που με έκανε κορίτσι, αγόρι έπρεπε να με κάνει. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν 12. Τη λάτρευα».

Στο βιβλίο για τη ζωή της ένα κεφάλαιο θα ήταν ο γιος της Λορέντζο Καριέρε, που γνωρίσαμε στο ριάλιτι «Bar» του Mega. Παραπονιόταν που δεν τον έβλεπε. Χρόνια τώρα. Δεν έβλεπε ούτε τα εγγόνια της. «Θέλω ο γιος μου να είναι καλά. Από εκεί και πέρα τον βλέπω δεν τον βλέπω, δεν έχει σημασία. Τον μεγάλωσα, τον σπούδασα, τον είχα πρίγκιπα. Αλλά δεν ασχολείται μαζί μου», έλεγε στις συνεντεύξεις της. Περισσότερα κεφάλαια θα ήταν αφιερωμένα στους έρωτες της ζωής της.

Διαβάστε ακόμα: Ματούλα - Τέλος στο "θρίλερ" της ταφής της: Ο γιος της, Λορέντζο Καριέρε, αναλαμβάνει την αποτέφρωσή της (Βίντεο)

Σον γάμο της με τον επιχειρηματία Ρομπέρτο Καριέρε το 1974, με τον οποίο απέκτησαν τον Λορέντζο, τον οποίο όμως δεν ερωτεύτηκε - όπως έλεγε και το ξανάλεγε. Τόνοι μελάνης χύθηκαν για το love story και το πάθος με τον Ανδρέα Μπάρκουλη στα 15 της. «Τον ερωτεύτηκα τον Μπάρκουλη, ήταν καταπληκτικός. Έμενε χωρίς λεφτά γιατί τα έδινε στους συνανθρώπους του», θυμόταν κάθε τόσο.

Μιλούσε και για τον Γιάννη Πατέρα: «Δεν φτάσαμε σε γάμο, γιατί λίγο προτού βγουν οι άδειες έγινε κάτι και σηκώθηκα κι έφυγα. Μέναμε πέντεχρόνια μαζί. Όταν έφυγα, δεν πήρα τίποτα από τα ρούχα και από τα μπιζού μου. Για μένα δεν ήταν ο εφοπλιστής, ήταν ο Γιάννης μου, τα πάντα στη ζωή μου». Από την άλλη, ποιος ξεχνάει κάποια ξεχωριστά «σκηνικά», όπως τη νύχτα με τον Κίτσο Τεγόπουλο, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τη Ματούλα;

Με τίτλο «Αξέχαστη νύχτα με δύο υπουργούς», ο Σεραφείμ Φυντανίδης κατέγραφε στις σελίδες του βιβλίου του μία γεμάτη απρόοπτα βραδιά στο σπίτι του εκδότη Κίτσου Τεγόπουλου το 2001. «Ούτε ο Ιονέσκο δεν θα μπορούσε να περιγράψει αυτά που έγιναν στο σαλόνι του. Όταν ήταν πρόεδρος της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, μου τηλεφώνησε ο Τηλέμαχος Χυτήρης και μου είπε ότι ήθελε, μαζί με τον τότε υπουργό Πολιτισμού, Ευάγγελο Βενιζέλο, να τον συναντήσουν για να συζητήσουν για τον βασικό μέτοχο. Όταν το είπα στον Κίτσο, μου απάντησε: “Να έρθουν αύριο στο σπίτι μου τα μεσάνυχτα. Να έρθεις κι εσύ”. “Μεσάνυχτα;”, αναφώνησαν οι υπουργοί. Το ραντεβού έγινε στις 11.30 το βράδυ. Ήρθαν με τους φακέλους τους. Με κοιτούσαν απελπισμένοι, καθώς η ώρα περνούσε και δεν είχε αρχίσει συζήτηση. Μετά τις 00.30, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Ματούλα: τους χαιρέτησε κι άρχισε να λέει ιστορίες από τη ζωή της, τους έρωτές της, ακόμα και την περιπέτεια από τη φυλάκισή της». Aπό αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς πως δεν την αφορούσαν τα στερεότυπα, οι καθωσπρεπισμοί. Ούτε το να επισκεφτεί έναν φίλο τη «σωστή» ώρα (πριν από τα μεσάνυχτα). Δεν γινόταν να μη μιλήσει για τον εθισμό της. Ή για την εμπειρία της στη φυλακή. «Ήταν η εποχή των χίπηδων με τη μαριχουάνα. Άρχισα να καπνίζω μαύρο. Στο Λονδίνο άρχισα και παραισθησιογόνα και κοκαΐνη», είχε πει. Πότε ξεκίνησε; Όταν γέννησε τον Λορέντζο. Έκανε αποτοξίνωση στη Λωζάννη με υπνοθεραπεία για τα «ψυχολογικά» της, όπως έλεγε, τους εννέα μήνες στη φυλακή.

«Δυσκολεύτηκα στη φυλακή»

«Δυσκολεύτηκα στη φυλακή, αλλά την έκανα λαχείο στον Κορυδαλλό. Εκεί σταμάτησα τα ναρκωτικά». Ήθελε να γράψει ένα βιβλίο για να το διαβάσουν γονείς. «Θέλω να γράψω βιβλίο για το πώς μπήκα στην ηρωίνη. Πολλοί ντρέπονται να πουν ότι έκαναν χρήση ηρωίνης, εγώ όχι. Δεν με ενδιαφέρει να τσαλακωθώ. Θέλω να γράψω για το πώς μπορεί ο γονιός να καταλάβει το παιδί του, πώς να ξεκόψει ο χρήστης. Στη φυλακή οι χρήστες μπαίνουν και πεθαίνουν. Εγώ μπήκα πεθαμένη και βγήκα ζωντανή», είχε πει.

«Το 1970 έβαλα ένα μονοκόμματο καλσόν και έτσι σχεδόν γυμνή ανέβηκα σε άλογο και πήγα σε κλαμπ στο Κολωνάκι». Κάπως έτσι της έμεινε και το «λαίδη Γκοντάιβα» της Ελλάδας. Τι λείπει; Το κεφάλαιο με τους διάσημους φίλους της. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, με τον οποίο γλεντούσε στα μπουζούκια. «Μια φορά τσαντίστηκε όταν τον φωτογράφισαν κρυφά να κατουράει στο χαλίκι έξω από τη “Νεράιδα” - έγινε... Τούρκος!», έχει πει. Από τις προσωπικότητες που τη σημάδεψαν και η «Ζωίτσα» Λάσκαρη: μοιράζονταν κοινούς κώδικες επικοινωνίας. Ο Τόλης Βοσκόπουλος. «Ξεπέρασε δύσκολα τον χωρισμό με τη Ζωή. Με έπαιρνε τηλέφωνο και με ρωτούσε πώς είναι». Και ο Βασίλης Ζούλιας: «Όλοι ήμασταν άρρωστοι τότε, η κύρια ασχολία μας ήταν πώς θα βρούμε τη δόση μας. Πόση μαυρίλα! Το πλάνο για τη ζωή μου ήταν διαφορετικό. Το ίδιο και για τη Ματούλα: έζησε και αυτή τα τελευταία χρόνια της ζωής της “καθαρή”». Και το τελευταίο κεφάλαιο; Ο γιος της ανέλαβε να πάρει τη σορό της και να την πάει για αποτέφρωση στη Ριτσώνα. Χωρίς να προσδιορίσει ημέρα και ώρα. Μητέρα και γιος. Για τους τίτλους τέλους. Χωρίς κανάλια και δηλώσεις. «Ήθελα να είμαι ελεύθερη», είχε πει. «Πήγαινα ενάντια σε οτιδήποτε ήταν απαγορευμένο. Δεν έκανε να βγω, έβγαινα. Δεν έκανε να καπνίζω, κάπνιζα. Δεν έκανε να φοράω μίνι, το φόραγα». Μια επαναστάτρια με αιτία; Kι ένα λευκό άλογο να την περιμένει.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή