Ο Τόµας Μπρους, ο γνωστός σε όλους µας λόρδος Ελγιν, είχε από µικρός εµµονή µε τα Γλυπτά του Παρθενώνα. «Ητο η πραγµατοποίησις ευχής και πόθου, τον οποίον είχα διάπυρον από το δέκατον έκτον έτος της ηλικίας µου...» (!) θα εξοµολογηθεί µε ωµή ειλικρίνεια στον διάσηµο Ιταλό γλύπτη Κανόβα, µετά την αρπαγή των αρχαιοτήτων του Ναού της Αθηνάς. Γεννήθηκε το 1776 στο Μπλούµχολ της κοµητείας Φάιφ, της Σκωτίας.

Ως ξεπεσµένος και καταχρεωµένος ευγενής, κατατάσσεται στον στρατό και παντρεύεται τη Μαίρη Νίσµπετ. Η διπλωµατική καριέρα που ακολούθησε, αλλά και ο πλούσιος γάµος του µε τη νεαρή αριστοκράτισσα, θα τον έφερνε πιο κοντά στην επιθυµία του να παραµείνει µέλος της υψηλής βρετανικής κοινωνίας. Και ποιος άλλος θα ήταν ο πιο «ιδανικός» τρόπος για τον τότε 33χρονο Ελγιν, από το να εξασφαλίσει τη θέση αυτή εκπληρώνοντας παράλληλα το «όνειρό» του να αποκτήσει θησαυρούς της αρχαίας Ελλάδας; Είχε υποσχεθεί άλλωστε στην αγαπηµένη του ότι θα της έχτιζε µια έπαυλη σε κλασικό ελληνικό ύφος.

Στην Κωνσταντινούπολη

Ο διορισµός στην Κωνσταντινούπολη το 1799, ως έκτακτος πρέσβης της Αγγλίας -ένας διορισµός που είχε επιδιώξει ο ίδιος µε κάθε µέσον-, σε συνδυασµό µε το ιδιαίτερα ευκατάστατο υπόβαθρο της συζύγου του, θα συµβάλουν καθοριστικά στο να λεηλατήσει τον Παρθενώνα. Ο αρχιτέκτονας και φίλος του, Τόµας Χάρισον, που θα αναλάµβανε και την κατασκευή της έπαυλης των Ελγιν, προτείνει στον φιλόδοξο διπλωµάτη να δηµιουργήσουν αντίγραφα από τα αριστουργήµατα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής που βρίσκονται στην Αθήνα.

Ο Βρετανός αξιωµατούχος, εγκρίνοντας την ιδέα, συγκροτεί µια οµάδα αρχιτεκτονικού σχεδιασµού, επικεφαλής της οποίας ορίζει τον Ιταλό ζωγράφο Λουζιέρι. Λίγο αργότερα -και αφού έχει αναλάβει τα νέα του καθήκοντα στην Υψηλή Πύλη του σουλτάνου της Τουρκίας- τον Μάιο του 1800 ο Ελγιν έστειλε στην Αθήνα τον γραµµατέα της πρεσβείας, Ουίλιαµ Χάµιλτον, µαζί µε την οµάδα αρχιτεκτονικού σχεδιασµού που είχε συγκροτήσει µε τον Τόµας Χάρισον. ∆εδοµένου ότι την περίοδο εκείνη ήταν δύσκολο να πλησιάσει κάποιος την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, χρειάστηκαν έξι µήνες για να επιτραπεί η είσοδος στο συνεργείο του Ελγιν.

Αποτελεσµατικότερος τρόπος -όπως αποκαλύπτεται στο αρχείο του λόρδου- αποδείχθηκε η δωροδοκία του Τούρκου τότε κυβερνήτη. Η οµάδα στήνει τις σκαλωσιές, αλλά οι φήµες για στρατιωτική απόβαση των Γάλλων τον αναγκάζουν να άρει την άδεια.

Η λεηλασία

Μπροστά σε αυτές τις δυσχέρειες, ο ιερέας Φίλιπ Χαντ -που ήταν στην Αθήνα- πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη για να αποσπάσουν µε τον Ελγιν το φιρµάνι που θα τους επέτρεπε να δουλέψουν όπως ήθελαν, για να πάρουν «µερικά κοµµάτια πέτρας µε επιγραφές και γλυπτά». Τον Ιούλιο του 1801 ο Ελγιν αποσπά από την Υψηλή Πύλη την πολυπόθητη άδεια, που διαχρονικά το Βρετανικό Μουσείο επικαλούνταν.

Το 2019 όµως Τούρκοι ερευνητές ανακοίνωσαν πως δεν υπάρχει το περίφηµο αυτό φιρµάνι, παρά µόνο µια επιστολή µε την οποία δίνεται άδεια για να επισκεφθούν οι συνεργάτες του Βρετανού διπλωµάτη την Οθωµανική Αυτοκρατορία. Από το 1801 έως το 1804 τα συνεργεία του Ελγιν δρούσαν στην Ακρόπολη, προκαλώντας σηµαντικές ζηµιές στα γλυπτά και το ίδιο το µνηµείο, αποσπώντας και διαµελίζοντας ένα σηµαντικό µέρος (περίπου το ήµισυ) από τον σωζόµενο γλυπτό διάκοσµο του Παρθενώνα.

Ο,τι κατάφεραν να αρπάξουν µεταφέρθηκε αρχικά στην αυλή του σπιτιού του προξένου της Αγγλίας, Σπυρίδωνα Λογοθέτη (που βρισκόταν στο σηµερινό Μοναστηράκι), και από εκεί στον Πειραιά. Τα πρώτα κιβώτια θα φτάσουν στο Λονδίνο το 1804, όπου και θα παραµείνουν σε αποθήκες, εκτεθειµένα στην υγρασία, καθώς ο Ελγιν κρατήθηκε αιχµάλωτος στη Γαλλία, όταν παραβιάστηκε η Συνθήκη της Αµιένης, µε αποτέλεσµα να επιστρέψει το 1806. Οικονοµικά κατεστραµµένος, θα προκαλέσει σκάνδαλο κατηγορώντας τη σύζυγό του για µοιχεία και απαιτώντας από τον εραστή της αποζηµίωση. Τα Γλυπτά καταλήγουν στην καρβουναποθήκη του σπιτιού του και εκτίθενται κάτω από άθλιες συνθήκες. Ο λόρδος θα καταφέρει να πάρει διαζύγιο µε ειδική νοµοθετική πράξη της Βουλής των Λόρδων και θα ξαναπαντρευτεί το 1810 µε την Ελίζαµπεθ Τάουνσεντ, αν και είναι παραµορφωµένος από τη σύφιλη που τον βασάνιζε από νεαρή ηλικία.

Στο Βρετανικό Μουσείο

«Πνιγµένος» από τα χρέη, αναγκάζεται να πουλήσει τα γλυπτά για µόλις 35.000 αγγλικές λίρες, το ήµισυ του ποσού που είχε ξοδέψει για την απόκτησή τους. Στο διάταγµα που ψήφισε η βρετανική κυβέρνηση για την αγορά των αρχαιοτήτων και δηµοσιεύθηκε την 1η Ιουνίου του 1916, συναντάµε την εξήγηση για την ονοµασία «Ελγίνεια Μάρµαρα» και τους όρους µε τους οποίους αυτά δόθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο.

Να σηµειωθεί ότι πριν από την αγορά των Γλυπτών συστάθηκε στο βρετανικό Κοινοβούλιο εξεταστική επιτροπή για να µελετήσει την υπόθεση. Υπήρξαν και τότε εκείνοι που έκαναν λόγο για κατάχρηση εξουσίας εκ µέρους του Ελγιν, ενώ ακούστηκαν οι πρώτες φωνές υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα. Εκτός Κοινοβουλίου, πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν τον λόρδο ως αρχαιοκάπηλο και βάνδαλο - ανάµεσά τους ο Σατωβριάνδος, ο ποιητής Οράτιος Σµιθ, ο σερ Τζον Χόµπχαουζ και ο λόρδος Μπάιρον. Ο λόρδος Ελγιν, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους δανειστές του, κατέφυγε στο Παρίσι, όπου πέθανε φτωχός και απαξιωµένος στις 14 Νοεµβρίου του 1841. Ε µεινε στην Ιστορία ως ο άνθρωπος που λεηλάτησε τον Παρθενώνα.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής