Ανήκει στην παλαιά, σπουδαία γενιά των ηθοποιών, και είναι ένας από τους τελευταίους σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Γιώργος Πάντζας έχει γράψει τη δική του χρυσή ιστορία, αφιερώνοντας πενήντα χρόνια στον κινηματογράφο αλλά και στο θεατρικό σανίδι, με πετυχημένους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Πηγαίο ταλέντο, γεννημένος κωμικός, δεν θέλησε να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του από το να βλέπει τον κόσμο ευτυχισμένο, χαρίζοντάς του γέλιο. Αν και ο ίδιος πέρασε δύσκολα χρόνια από παιδί σε μια «ταραγμένη» Ελλάδα, αγωνίστηκε για τις ιδέες και τα όνειρά του. Κατάφερε από ένας ακαταμάχητος ζεν πρεμιέ να γίνει ο αγαπημένος κωμικός, που «μίλησε» στις καρδιές του κόσμου. Αθεράπευτα ρομαντικός, αποφάσισε να κατέβει από τη σκηνή πριν από μερικά χρόνια με «ζήτω» και «μπράβο».

Γι’ αυτές τις αποφάσεις ζωής που πήρε μίλησε στην «ON time», σε μια εξομολόγηση ψυχής γεμάτη αλήθειες, αγωνίες, πληγές, πόνο, αγώνες, δύναμη, όνειρα, δόξα και ευτυχία. Μάλιστα, δεν έκρυψε τη συγκίνησή του και βούρκωσε κάποιες στιγμές, καθώς αναφέρθηκε σε πρόσωπα που τον σημάδεψαν, σε τραγικές στιγμές του, αλλά και σε πραγματικούς σταρ, έρωτες, μεγάλες αγάπες, λατρείες, καθώς και στη σημερινή πολιτική εικόνα.

Γεννηθήκατε στο Παγκράτι. Πώς ήταν τη δεκαετία του ’40 η Αθήνα όπου μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στις 22 Φλεβάρη 1937 και μεγάλωσα στο Παγκράτι. Τελείωσα το 7ο Νυχτερινό Γυμνάσιο -γιατί το πρωί, από δεκατεσσάρων χρόνων εργαζόμουν-, καθώς ο πατέρας μου εκείνα τα χρόνια βρισκόταν στην εξορία. Ήταν εξόριστος ως αριστερός από το 1947 μέχρι και το 1960 και ύστερα από το 1967, στη Χούντα, μέχρι το 1972. Ο πατέρας μου Σπύρος Πάντζας δούλευε στο υπουργείο Δημοσίων Έργων, ενώ ήταν και ποιητής. Έχει βγάλει επτά, οκτώ ποιητικές συλλογές. Ήταν από την Κέρκυρα κι αγαπούσε πολύ το θέατρο, την όπερα και τον κινηματογράφο.

Πώς είναι για ένα παιδί δέκα χρόνων να αποχωρίζεται τον πατέρα του γιατί τον στέλνουν στην εξορία για πολλά χρόνια;

Είναι πολύ άσχημο για οποιονδήποτε λόγο ένα παιδί να μεγαλώνει χωρίς να έχει δίπλα του τον πατέρα του. Ευτυχώς, είχα τον θείο μου Σπύρο Αναγνωστόπουλο, που ήταν γυμνασιάρχης, καθηγητής φιλόλογος από το Μεσολόγγι, ο οποίος ήταν σαν δεύτερος πατέρας μου.

Ήσασταν και δακτυλοδεικτούμενος τότε ως παιδί αριστερού; Αυτό σας δημιούργησε προβλήματα στο σχολείο ή αργότερα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου;

Πολλές φορές. Είναι φοβερό για ένα παιδί να μεγαλώνει χωρίς τον πατέρα του σε μια τόσο δύσκολη εποχή, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, φασισμός, πείνα, δυστυχία, κι όλα αυτά να τα έχεις δει από κοντά. Ευτυχώς, είχα το θείο μου, ήμουν δίπλα σε ένα φιλόλογο, που μου μίλαγε, τον άκουγα που δίδασκε κι είχα μια ανεπτυγμένη για την ηλικία μου άποψη.

Θα έχετε τραγικές μνήμες. Και προσωπικά;

Ναι. Πολλές. Θυμάμαι τον Δεκέμβριο του 1944, όταν έγινε ένα μεγάλο συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος -τότε πηγαίναμε όλες οι συνοικίες, συν γυναιξί και τέκνοις-, όπου κατέβηκα κι εγώ μαζί με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν αγωνιστής στο ΕΑΜ, τον είχα δει με βγαλμένα τα νύχια των χεριών του, στη συνέχεια μαχαιρωμένο με ξιφολόγχη από Ιταλούς και Έλληνες φασίστες συνεργάτες τους στην Κατοχή, και ήταν πέντε μήνες ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι, όταν φτάσαμε με τη μητέρα μου στη λεωφόρο Αμαλίας, στο Ζάππειο, ο πατέρας μου είπε να μην μπούμε μέσα στην πλατεία Συντάγματος, γιατί είχε χιλιάδες συγκεντρωμένους, αλλά να μείνουμε εκεί που ήμασταν. Είχαν μαζευτεί 350.000 κόσμος και ξαφνικά απ’ όλα τα γύρω κτίρια της πλατείας Συντάγματος, συμπεριλαμβανομένης και της Βουλής, εμφανίστηκαν αγγλικά στρατεύματα, Χίτες, δοσίλογοι, μαυραγορίτες, πρώην συνεργάτες των Γερμανών και τότε των Εγγλέζων οπλισμένοι και άρχισαν να χτυπούν στο ψαχνό. Έβλεπα να έρχονται από την πλατεία Συντάγματος τραυματισμένοι, να κουβαλάνε σκοτωμένους, και το αίμα να τρέχει ποτάμι! Πιστεύω ότι εκεί, στις 3 Δεκέμβρη 1944, ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα.

Για ένα παιδί είναι πολύ σκληρά όλα αυτά να τα κουβαλάει στην ψυχή του.

Τα παιδιά εκείνης της εποχής ήμασταν πολύ σκληραγωγημένα. Περάσαμε πείνες, το βράδυ δεν μπορούσες να κοιμηθείς από την πείνα, υποφέραμε χίλια δυο πράγματα, βιώσαμε τη γερμανική κατοχή. Είδα -επειδή έμενα στο Παγκράτι και είχαμε ανέβει λίγο πιο πάνω στην Καισαριανή- την ημέρα που έγιναν οι εκτελέσεις στο Σκοπευτήριο, είχαν φορτώσει τα πτώματα μέσα σε φορτηγά και το αίμα έτρεχε στις καρότσες των φορτηγών και κυλούσε στο δρόμο, που γινόταν κόκκινος… Κοντά διακόσιους ανθρώπους, τους είχαν εκτελέσει στο Σκοπευτήριο Καισαριανής. Έχω δει φοβερά πράγματα στη ζωή μου, έχω περάσει δύσκολες καταστάσεις, όπως καταλαβαίνεις επτά-οκτώ χρόνων ήμουν, αλλά είχα μυαλό παιδιού δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρόνων, γιατί αυτά που ζούσα με μεγάλωναν πριν την ώρα μου.

Μιλήσατε για πείνα, έχετε ζήσει αυτά που βλέπουμε σε ντοκιμαντέρ, να μαζεύουν πεθαμένους από ασιτία με τα κάρα στους δρόμους;

Ναι. Ερχόταν το κάρο της δημαρχίας το πρωί και μάζευε τους πεθαμένους, που ήταν σκελετοί από την πείνα. Αυτό ήταν καθημερινή αληθινή εικόνα φρίκης.

Με όλα αυτά που ζούσατε, ήσασταν ένα φοβισμένο παιδί;

Καθόλου. Ήμουνα γεμάτος πάθος κι αγάπη για την πατρίδα μου. Ήμουν ενάντια στους κατακτητές, απέναντι στους φασίστες Γερμανούς και Ιταλούς, τους είδα από κοντά - αυτοί οι άνθρωποι ξεκίνησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ερήμωσε όλη την Ευρώπη και είχε 80 εκατομμύρια -κατά πολλούς, 90 εκατομμύρια- νεκρούς.

Όμως είχατε κι άλλη μία ηρωίδα, τη μητέρα σας, η οποία στάθηκε «βράχος» σε όλα αυτά.

Η μάνα μου Καίτη ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής μου. Ήταν τμηματάρχης στο δήμο Αθηναίων, μιλούσε πολύ καλά γαλλικά. Ήταν ένας προοδευτικός άνθρωπος, της άρεσε το θέατρο και η όπερα. Ό,τι έφτιαξα στη ζωή μου κι ό,τι πέτυχα, το κατάφερα χάρη στη μητέρα μου, που κατάλαβε από νωρίς πως από μικρός είχα το ταλέντο και ήθελα να γίνω ηθοποιός. Με βοήθησε να κάνω αυτό που αγαπούσα. Θυμάμαι, μόλις τελείωσα το νυχτερινό γυμνάσιο, είχα βγάλει ναυτικό φυλλάδιο -γιατί δούλευα το πρωί και το βράδυ πήγαινα σχολείο- για να πάω γ΄ καπετάνιος. Μόλις το άκουσε η μητέρα μου, έγινε «πυρ και μανία». «Τι είναι αυτά; Εσύ θέλεις να γίνεις ηθοποιός» μου είπε. «Μα, δεν μπορούμε να πληρώνουμε να πάω σε ιδιωτική δραματική σχολή» της απάντησα. «Δεν θα πληρώνουμε, γιατί θα δώσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Θα σου βρω καθηγητές να σου δείξουν τα μαθήματα, να σε προετοιμάσουν για τις εξετάσεις και θα περάσεις» ήταν η κουβέντα της, κι έτσι έγινε. Το 1955 τελείωσα το γυμνάσιο και τον Σεπτέμβριο έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δώσαμε τριακόσιοι δέκα έξι και μπήκαμε δώδεκα, στην ουσία έντεκα, γιατί ήταν κανονισμός του Εθνικού Θεάτρου ο ένας να είναι από την Κύπρο. Είχα και πρόβλημα γιατί, όταν κατέθεσα τα χαρτιά μου για να δώσω στις εισαγωγικές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου -  τότε ήταν διευθυντής της ένας σπουδαίος θεατράνθρωπος, ο Άγγελος Τερζάκης-, στη γραμματεία μού ζήτησαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Βγαίνοντας από τη γραμματεία, βλέπω απέναντι «γραφείο διευθυντή», χτυπάω την πόρτα και αντικρίζω τον Άγγελο Τερζάκη. Του είπα ότι μου ζήτησαν το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. «Είναι απαραίτητο αυτό;» τον ρώτησα. «Ναι, τύποις. Γιατί δεν έχεις; Υπάρχει πρόβλημα;» μου απάντησε. «Έχω, κύριε διευθυντά, ο πατέρας μου είναι εξόριστος στην Ικαρία» του είπα. «Άσ’ το, παιδί μου, θα το ρυθμίσω εγώ» μου τόνισε. Έτσι κι έγινε. Έδωσα εξετάσεις στην επιτροπή και στη συνέχεια είχα για δασκάλους μου «ογκόλιθους» του θεάτρου: Τον Αλέξη Μινωτή, την Κατίνα Παξινού, τον Θάνο Κωτσόπουλο, τον Δημήτρη Χορν, τον Γιώργο Παππά, τον Αλέξη Σολομό, τον Άγγελο Τερζάκη, τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, τον Γιώργο Γληνό, τον Στέλιο Βόκοβιτς, κ.ά.

Πότε νιώσατε ότι θέλατε να γίνετε ηθοποιός;

Από πολύ μικρός. Από το πρωί μέχρι το βράδυ ξημεροβραδιαζόμουν στον κινηματογράφο. Επειδή ο θείος μου ήταν καθηγητής στο 7ο Γυμνάσιο, με έβαζαν δωρεάν στον κινηματογράφο. Πήγαινα, λοιπόν, κι έβλεπα δύο-τρεις φορές το έργο. Μετά, μάζευα τους φίλους μου στην οδό Ζηνοδότου στο Παγκράτι και τους έπαιζα το έργο που είχα δει την προηγούμενη μέρα. Είχα τρελό πάθος με τον κινηματογράφο και γνώριζα τα πάντα. Βασικά, τον αμερικανικό κινηματογράφο. Εκείνα τα χρόνια, παρά τον Ψυχρό Πόλεμο που υπήρχε και οτιδήποτε άλλο, το Χόλιγουντ έβγαζε και πρωτοποριακές ταινίες με σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, κωμικούς (Τσάρλι Τσάπλιν, Ντάνι Κέι, Μπομπ Χόουπ, Τρίο Στούτζες, Άμποτ και Κοστέλο), οι οποίοι γέμιζαν τη ζωή μου και ήταν το πάθος μου. Μάλιστα, μία μέρα με έχασαν και ήρθαν και με βρήκαν στον κινηματογράφο, όπου με είχε πάρει ο ύπνος (γέλια). Από μικρός είχα μια τάση στην κωμωδία. Μου άρεσαν οι σπουδαίοι κωμικοί ηθοποιοί Ντάνι Κέι, Τζέρι Λιούις, Άμποτ και Κοστέλο, Τρίο Στούτζες, Αδελφοί Μαρξ κ.ά. Το είχα στις φλέβες μου, μου άρεσε η κωμωδία.

Νιώσατε αδικημένος που σας είχαν βάλει την «ετικέτα» του κωμικού ηθοποιού, θέλατε να είχατε παίξει κι άλλους ρόλους;

Εκ πείρας σάς λέω ότι το δυσκολότερο είδος θεάτρου είναι η κωμωδία. Ο ηθοποιός που μπορεί να παίξει κωμωδία πρέπει να το έχει στο κύτταρό του, στο αίμα του. Να ’χει γεννηθεί με αυτό. Στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου ήμουν, έπαιξα και διαφορετικά έργα, όχι μόνο κωμωδία. Μπορούσα στην καριέρα μου να παίξω και τέτοιους ρόλους. Τους απέφευγα όμως όπως «ο διάολος το λιβάνι!» Δεν μου άρεσαν αυτοί οι κλασικοί ρόλοι, ο κλασικός ζεν πρεμιέ. Μάλιστα, όταν ήμουν νέος, καθόμουν σε έναν κινηματογράφο και παρακολουθούσα ένα έργο και κάποιοι, βλέποντας έναν ζεν πρεμιέ στην ταινία, είπαν: «Α, αυτός ο κρυό@@@@ς. Αυτό δεν το ξέχασα ποτέ. Ο κρυό@@@@ς, δηλαδή, το να κάνεις τον ωραίο (γέλια). Με πείραξε πολύ αυτό που άκουσα και δεν ήθελα να το ακολουθήσω. Η διάθεσή μου είναι να κάνω τον κόσμο να γελάει. Δεν υπάρχει ωραιότερο θέαμα να έχεις ένα γεμάτο θέατρο και να ρίχνεις το αστείο και να ανταποκρίνονται με γέλιο. Να γίνεται ένας διάλογος μεταξύ του ηθοποιού πάνω στη σκηνή και του κοινού στην πλατεία. Γιατί η κωμωδία έχει μεγάλη συμμετοχή. Ο κόσμος γελάει, διακόπτει την παράσταση από τα χειροκροτήματα, πρέπει να κάνεις τις σχετικές παύσεις και να περιμένεις μέχρι να πας παρακάτω το κείμενο, δεν μπορείς να μιλάς την ώρα που γελάει ένα ολόκληρο θέατρο. Την «ετικέτα» του ζεν πρεμιέ την έβγαλα όσο το δυνατόν γρηγορότερα από πάνω μου, γιατί ήθελα να κάνω αυτό που μου αρέσει, βασικά κωμωδία. Έχω παίξει και ξένες κωμωδίες στο θέατρο με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, με την Τζένη Καρέζη, με την Κυρία Κατερίνα, από το θίασο της οποίας πέρασαν όλοι οι μετέπειτα πρωταγωνιστές, Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Αλεξανδράκης κ.ά. Η Κυρία Κατερίνα ήταν εκείνη που μου έδωσε τον πρώτο πρωταγωνιστικό μου ρόλο στο θέατρο. Έμεινα ενάμιση χρόνο στο θίασό της. Έπαιξα σπουδαία έργα δίπλα της, πρώτους ρόλους. Εκεί είχα τη μεγάλη χαρά και την τιμή να γνωρίσω ένα σπουδαίο θεατράνθρωπο, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Με ρώτησε τότε: «Στον κινηματογράφο δεν θέλεις να παίξεις;». «Κύριε Κωνσταντάρα, θέλω να παίξω, αλλά νομίζω ότι μπορώ να παίξω πρώτους ρόλους. Μέχρι στιγμής δεν μου έχουν προτείνει να παίξω έναν πρώτο ρόλο στον κινηματογράφο, γι’ αυτό και δεν παίζω» του είπα. «Θα πας εκ μέρους μου στον κύριο Κριάδη και θα παίξεις διπλό ρόλο, θα είσαι και νέος και θα κάνεις και τον σαραντάρη στην ταινία “Ερωτικά Παιχνίδια”» μου απάντησε. Κι έπαιξα δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Θανάση Βέγγο, τον Γιάννη Γκιωνάκη, την Αλέκα Στρατηγού κ.ά.

Ποιο είναι το πρώτο που θυμάστε από τον Λάμπρο Κωνσταντάρα;

Είχε πολύ χιούμορ, έγραφε ποιηματάκια πικάντικα και ήταν όλο καλαμπούρια. Ήταν έξω καρδιά, πολύ γλυκός άνθρωπος. Όλη την κινηματογραφική μου καριέρα την οφείλω σε αυτόν. Είμαι ευγνώμων.

Μείνατε πενήντα χρόνια στο θέατρο, παίξατε σημαντικούς ρόλους. Πώς ήταν τότε τα παρασκήνια, υπήρχαν κακοποιητικές ή ανάρμοστες σεξουαλικές συμπεριφορές και παρενοχλήσεις;

Τα παρασκήνια ήταν μια συναδελφική δουλειά. Και ήταν πολύ ωραία τα τότε παρασκήνια. Συνάδελφοι ήμασταν, όλοι για τον ίδιο σκοπό αγωνιζόμασταν, επαγγελματίες που δουλεύαμε για να κάνουμε μια καλή παράσταση. Δεν νομίζω ότι υπήρχαν κακοποιητικές ή ανάρμοστες σεξουαλικές συμπεριφορές. Εγώ δεν αντιμετώπισα τέτοιου είδους καταστάσεις. Δεν έπεσαν στην αντίληψή μου.

Άρα, σε εσάς δεν έχει συμβεί σεξουαλική παρενόχληση στο θέατρο;

Τι παρενόχληση να μου κάνουν; Να έρθει κάποιος που του αρέσουν τα αγόρια και να μου κάνει τέτοια; Υπήρχαν πολλοί στο θέατρο που τους άρεσε αυτό. Εμένα δεν μου άρεσε. Δεν ήταν του γούστου μου. Δεν ήταν η επιλογή μου. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από τη φύση του να κάνει αυτό που νομίζει, αυτό που του αρέσει, κι αυτό συμβαίνει από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας. Βλέπετε ότι πρόσφατα επισημοποιήθηκαν οι γάμοι μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. Ουδείς μπορεί να τους το απαγορεύσει αυτό. Αυτό συμβαίνει σε όλους τους τομείς, σε όλα τα επαγγέλματα. Εμένα η αδυναμία μου και η ομορφιά της ζωής ήταν πάντοτε η γυναίκα. Είτε σαν μητέρα, είτε σαν σύζυγος, είτε σαν ερωμένη, είτε ως σύντροφος σε πολιτικούς αγώνες, αλλά πάντα μού άρεσαν οι ωραίες γυναίκες. Και πίστευα ότι δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες. Όλες οι γυναίκες είναι όμορφες, καθεμία με το δικό της τρόπο, αλλά όλες είναι όμορφες.

Ερωτευτήκατε πιο πολύ ή σας ερωτεύτηκαν οι γυναίκες;

Και ερωτεύτηκα και με ερωτεύτηκαν, όπως όλοι οι άνθρωποι.

Είστε γεμάτος από τον έρωτα; Τον ζήσατε έντονα;

Νομίζω πως ναι (γέλια).

Είχατε πολύ μεγάλο φαν κλαμπ γυναικών. Σας κυνηγούσαν.

Ε, τι να κάνω; Θέλετε η δουλειά μου, θέλετε η προσωπικότητά μου, τι να σας πω; Δεν το έχουν όλοι οι άντρες αυτό.

Παντρευτήκατε σε μεγάλη ηλικία. Γιατί; Φοβόσασταν να δεσμευτείτε;

Ακριβώς. Παντρεύτηκα σε ηλικία 42 χρόνων. Δεν ήξερα, δεν ήμουν σίγουρος για τον εαυτό μου, αν θα μπορούσα να κάνω οικογένεια. Με τη γυναίκα μου είμαστε 44 χρόνια μαζί. Ήθελα να είμαι κι εγώ σίγουρος ότι μπορώ να κάνω οικογένεια και να είμαι συνεπής. Eίχα μάθει σε έναν τρόπο ζωής όπου ήμουν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Όπου ήθελα, πήγαινα, ό,τι μου άρεσε, έκανα. Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος.

Ήρθε τότε στη ζωή σας η Στέλλα, ένα πανέμορφο μοντέλο, 22 χρόνια μικρότερή σας.

Ναι. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Πιστεύω ότι τη Στέλλα μού την έστειλε η μητέρα μου (δακρύζει). Η γυναίκα μου είναι προστάτης-άγγελος. Δικός μου προστάτης, των παιδιών μας, των εγγονών μας, είναι ο άγγελός μας.

Κι έχετε δύο υπέροχα παιδιά, τον Σπύρο και την Καίτη, καθώς και τέσσερα εγγονάκια.

Ναι. Η κόρη μου έχει τρία παιδιά, τη Στελλίτσα, τον Γρηγόρη και την τριών μηνών εγγονή μου, που θα τη βγάλουμε Νεφέλη, ενώ από το γιο μου έχω τον Γιωργάκη. Τα χαίρομαι, τα φροντίζω, κι ό,τι καλύτερο μπορώ να προσφέρω στα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, το κάνω.

Αν και η μητέρα σας πέθανε 50 χρόνια πριν, μιλάτε και δακρύζετε σαν να είναι ακόμα και τώρα πληγή για εσάς ο θάνατός της.

Ναι, Η μητέρα μου πέθανε το 1974 μέσα σε εννιά μήνες από καρκίνο. Σε όλο το σπίτι έχω τις φωτογραφίες της. Επίσης, του πατέρα μου, του θείου μου και της θείας μου. Αλλά με τη μητέρα μου έχω ακόμα διάλογο μαζί της! Της μιλάω καθημερινά (κομπιάζει). Τη νιώθω πάντα δίπλα μου, τη βλέπω, της μιλάω. Δεν υπάρχει κάτι ιερότερο στον κόσμο από τη μάνα. Η μάνα είναι η ζωή η ίδια (δακρύζει). Δυστυχώς, η δική μου «έφυγε» νωρίς. Ήταν 57 χρόνων όταν «έφυγε». Εκείνη η χρονιά ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Τη πρώτη μέρα δεν έπαιξα στο θέατρο. Την επόμενη εγώ ξέρω πώς ανέβηκα στη σκηνή και έπαιξα.

Πολύ δύσκολο είναι όλο αυτό, να «φύγει» η μάνα σας κι εσείς να πρέπει να κάνετε τον άλλο να γελάσει.
Το συζητάτε; Πάρα πολύ δύσκολο. Εγώ να κλαίω από μέσα μου κι ο κόσμος να γελάει, αλλά αυτή είναι η δουλειά μας (κομπιάζει). Ο κόσμος είχε πληρώσει για να έρθει να με δει κι εγώ έπρεπε να εκπληρώσω την υποχρέωση που είχα αναλάβει ως ηθοποιός. Η δουλειά είναι δουλειά, η ψυχή, το μυαλό, η καρδιά είναι δικά μου, αλλά την ώρα που ήμουν στη σκηνή, τα αφιέρωνα όλα στη δουλειά, προσπαθώντας να κάνω το καλύτερο δυνατό.

Νιώθετε ότι έχετε πάρει πολλή αγάπη από τον κόσμο;

Ναι. Φέτος στα γενέθλιά μου, που έκλεισα τα 87 μου, 1.800 άτομα μου έστειλαν ευχές για χρόνια πολλά. Που είναι δύσκολο να ξέρεις τα γενέθλια του άλλου. Κι όμως, το ήξεραν και μου έστειλαν τις ευχές τους και τους ευχαριστώ. Τους το ανταποδίδω, εύχομαι να είναι καλά στην υγεία τους, να ζήσουν πολλά χρόνια, να είναι ευτυχισμένοι . Να ζουν σε ένα σωστό κόσμο, να μπορούν να ζήσουν σαν άνθρωποι με αξιοπρέπεια, σε ένα κράτος που θα τους δίνει δωρεάν υγεία, δωρεάν παιδεία, δουλειές, ικανοποιητικούς μισθούς και ανθρώπινες συντάξεις. Πράγματα που, δυστυχώς, στην εποχή μας δεν γίνονται. Το 5% του πληθυσμού της γης κατέχει το σύνολο του πλούτου επάνω σε αυτό τον πλανήτη και οι υπόλοιποι ψάχνουν για να ζήσουν. Γιατί υπάρχει καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός, και το χρήμα είναι το πιστεύω των μεγάλων δυνάμεων.

Γιατί αποχωρήσατε σχετικά νωρίς από το χώρο; Ήσασταν σε ηλικία που μπορούσατε να κάνετε κι άλλους ρόλους.

Πενήντα χρόνια γεμάτα υπηρέτησα αυτόν το χώρο. Μπορούσα να κάνω πολλά ακόμα, αλλά ήρθε μία στιγμή που είπα: «Αρκετά. Να βγουν νέοι άνθρωποι». Δόξα τω Θεώ, στη δουλειά μου πήγα πολύ καλά, στις απόψεις μου, στις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Πάντα αγωνίστηκα για το σοσιαλισμό, τη δημοκρατία. Πάντα προοδευτικός άνθρωπος, ξεκίνησα με την ΕΔΑ, συνέχισα με τον Ανδρέα Παπανδρέου, πίστεψα στην ιδρυτική πράξη της 3ης Σεπτέμβρη του 1974. Μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου δεν υπάρχει πλέον ΠΑΣΟΚ, κι έτσι από το 2006 εντάχθηκα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Πώς βλέπετε την κόντρα του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα με το νυν Στέφανο Κασσελάκη;

Στενοχωριέμαι. Δεν το ήθελα ποτέ να συμβεί έτσι, αλλά ίσως είναι κι ένα ξεκαθάρισμα, θετικό για το λαό μας. Εγώ παραμένω στην Αριστερά. Παραμένω πιστός στο σοσιαλισμό, στις αξίες αυτές με τις οποίες μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν καλύτερα και με αξιοπρέπεια.

Πώς σας φαίνεται αυτή η άνετη, διαφορετική εικόνα που βγάζει προς τα έξω -και με το σύζυγό του, τον Τάιλερ- ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Στέφανος Κασσελάκης;

Τον κύριο Κασσελάκη δεν τον γνώρισα, δεν τον είδα σε αγώνες χρόνια τώρα, δεν τον ήξερα, ξαφνικά παρουσιάστηκε, κάτι λίγο είχα ακούσει στις προτελευταίες εκλογές, ότι θα ήταν και στο Επικρατείας. Ξαφνικά τον είδα μπροστά μου, κι επειδή έχω δει πολλά πράγματα στη ζωή μου, παραμένω στην Αριστερά. Η διάσπαση που έγινε στον ΣΥΡΙΖΑ εύχομαι να βγει σε κάτι πολύ καλύτερο, προς όφελος του λαού μας. Τα κόμματα δεν είναι επαγγέλματα, ειδικά η Αριστερά, ο σοσιαλισμός είναι ιδεολογία. Το πώς μπορούν ΟΛΟΙ οι άνθρωποι να ζήσουν καλύτερα.

Εσείς που έχετε ζήσει τόσο δύσκολα και ακραία πράγματα, πιστεύετε ότι στη σημερινή εποχή υπάρχει ελπίδα για κάτι καλύτερο;

Μα, γι’ αυτό πρέπει να αγωνιστούμε. Όχι μόνο να υπάρχει ελπίδα, αλλά να την υλοποιήσουμε.

Παίξατε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Τι θυμάστε από εκείνη; Πώς ήταν στη ζωή της;

Με την Αλίκη έπαιξα τρία χρόνια στο θέατρο και κάναμε και δύο ταινίες μαζί: «Η Λίζα και η άλλη» και «Η Σωφερίνα». Μαζί παίξαμε στο θέατρο και το «Χτυποκάρδια στο θρανίο». Την αγαπάω, της χρωστάω πολλά. Η Αλίκη ήταν η ΑΛΙΚΗ, μια σταρ. Σε αυτά που έκανε ήταν πάρα πολύ καλή. Σωστή. Σε αυτό το στιλ δεν πρόκειται να βγει δεύτερη. Όπως δεν μπορεί να βγει δεύτερη Τζένη Καρέζη.

Είχε ανασφάλειες η Αλίκη, παρόλο που ήταν σταρ;

Η Αλίκη, προσπαθώντας να κρατήσει έναν τίτλο που είχε, της πιο δημοφιλούς σταρ του κινηματογράφου και του θεάτρου, έκανε τα πάντα για να διατηρήσει τα κεκτημένα της. Δεν είχε ανασφάλεια. Ήταν δραστήρια, έξυπνη, έκανε δικές της δουλειές, κέρδισε πολλά χρήματα από το θέατρο και τον κινηματογράφο. Εγώ την ευγνωμονώ που μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω αυτούς τους πρώτους ρόλους -κυρίως στο θέατρο- μαζί της. Στην αρχή δίπλα της ήμουν ετερόφωτος. Μετά έγινα αυτόφωτος. Έπαιρνα κι εγώ κάτι από τη λάμψη τη δική της.

Έχετε βιώσει ακραίες συμπεριφορές λατρείας;

Βεβαίως. Και χαίρομαι, γιατί οι άνθρωποι έρχονταν και μου έδειχναν την αγάπη τους. Αυτό ήταν το ζητούμενο για μένα κάνοντας αυτή τη δουλειά. Γι’ αυτό έγινα ηθοποιός, για να παίζω για τον κόσμο. Τον κόσμο δεν τον είχα στα πόδια μου, τον είχα στην καρδιά μου.

Αν σας γινόταν μια ωραία πρόταση για την τηλεόραση, θα ξαναγυρίζατε;

Είχα πολλές τέτοιες προτάσεις για το θέατρο και δυο-τρεις για την τηλεόραση. Δεν είχα το χρόνο τότε. Και είπα, όταν το αποφάσισα ότι σταματάω από το θέατρο και την τηλεόραση: «Μέχρι εδώ καλά. Ας βγουν καινούριοι». Για μένα το κεφάλαιο «ηθοποιός» έκλεισε όταν αποφάσισα να το κλείσω.

Τι θέλετε από εδώ και πέρα; 

Ο Δημιουργός να μου δίνει υγεία, και στα παιδιά μου, στη γυναίκα μου, υγεία και χαρά στα εγγόνια μου, να είναι ευτυχισμένοι κι ευχαριστημένοι. Τι άλλο να θέλω; Το πέρασμά μας από τη ζωή είναι προδιαγεγραμμένο. Ερχόμαστε και κάποτε θα «φύγουμε». Αυτό που είμαστε τουλάχιστον να το κάνουμε καλύτερο.

Όταν βλέπετε ταινίες σας, τι λέτε;

Κάνω αυτοκριτική. Λέω: Αυτό ήταν καλό, εκείνο λάθος, το άλλο ήταν ωραίο πλάνο.

Συναισθηματικά, πώς νιώθετε, καθώς βλέπετε το χρόνο που έχει κυλήσει;

Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Όπως ένιωθα τότε που τα έπαιζα, νιώθω και τώρα που τα βλέπω.

Αν σας ζητούσα έναν τίτλο για τη ζωή σας, ποιος θα ήταν αυτός;

Ο τίτλος του τραγουδιού του Φρανκ Σινάτρα «Μy Way». Ό,τι έκανα, λάθη και σωστά, θα τα επαναλάμβανα. Τα ήθελα όλα όσα έκανα.

Πώς νιώθετε που είστε ένας από τους τελευταίους σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου;

Αυτό έχει γίνει και τελείωσε. Το επανέλαβαν άλλοι συνάδελφοι στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, και η ζωή συνεχίζεται. H ζωή είναι one way ticket.