Στο μοναδικό ίσως θέμα στο οποίο έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν η διατυπωθείσα πεποίθησή του ότι το αποκληθέν «μακεδονικό» θέμα σε δέκα χρόνια θα το έχουμε ξεχάσει.

Η μη επίλυση του προβλήματος της ονομασίας επί τόσα χρόνια και, κυρίως, η αμερικανική πρόθεση να ενταχθούν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ για λόγους ασφάλειας της χώρας αυτής, αλλά και παγίωσης συνθηκών σταθερότητας στην περιοχή, έχουν φέρει και πάλι το θέμα στην επικαιρότητα, καθώς έχουν αρχίσει οι συνεννοήσεις με την άλλη πλευρά, ώστε να ρυθμιστεί το ζήτημα, που αποτέλεσε σημείο διαφωνίας μεταξύ των δύο χωρών: της Ελλάδας και της νεοσύστατης FYROM.

Για το νέο εθνικό ζήτημα που ανέκυψε, το λεγόμενο «Μακεδονικό», οι εθνικές ευαισθησίες ούτε υπερβολικές είναι ούτε αδικαιολόγητες. Εκείνοι που τις χαρακτηρίζουν ως τέτοιες -και κυρίως οι ξένοι- παραγνωρίζουν δύο βασικά στοιχεία:  

Πρώτον, ότι η περιοχή αυτή δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει εθνικά χαρακτηριστικά, από τη στιγμή που, πέραν της γεωγραφικής της υπόστασης, ως τμήματος μιας ευρύτερης περιοχής που αποκαλείται Μακεδονία, είναι κατά τα άλλα -ως προς τα στοιχεία που προσπαθούν να της προσδώσουν- ένα τεχνητό κατασκεύασμα.

Δεύτερον, ακόμα και αν, υπό τις σημερινές συνθήκες, εμφανίζονται ως υπερβολικοί τυχόν φόβοι για αλυτρωτικές διεκδικήσεις από την πλευρά του νέου κράτους στα βόρεια σύνορά μας, κάνουν λάθος όσοι παραγνωρίζουν τρεις αλήθειες της πολύ σύγχρονης Ιστορίας:

α) Το τεχνητό κατασκεύασμα της γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας» είχε συγκεκριμένο λόγο που «κατασκευάστηκε» από τον Τίτο, το 1943, με τη σύμφωνη γνώμη του Στάλιν.

β) Η συγκεκριμένη περιοχή -όπως, άλλωστε, και η Ελλάδα- βρίσκονται στον γεωγραφικό χώρο των Βαλκανίων, ο οποίος όχι μόνο έχει αποκληθεί, για ιστορικούς λόγους, «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», αλλά μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ έχει αποτελέσει το «πειραματόζωο» για γεωγραφικές διευθετήσεις.

γ) Στο παρελθόν υπαρκτές ή ανύπαρκτες μειονότητες στον βαλκανικό χώρο είχαν χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για εδαφικές διεκδικήσεις. Η νέα μορφή του «μακεδονικού» ζητήματος αρχίζει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την επίσημη αναγνώριση «μακεδονικού έθνους» στη Γιουγκοσλαβία. Στα τέλη του 1943, με τη Διακήρυξη του Γιάιτσε (που προέβλεπε τη μεταπολεμική διάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας σε ομοσπονδιακή βάση), η Γιουγκοσλαβική Μακεδονία θα αποτελούσε μία από τις έξι ομόσπονδες δημοκρατίες, ενώ ταυτόχρονα οι κάτοικοί της αναγνωρίζονταν, από το καθεστώς Τίτο, ότι αποτελούσαν μια νέα σλαβική εθνότητα, τη «μακεδονική».  

Τα ελληνικά επιχειρήματα

1. Η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους στα βόρεια της Ελλάδας με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» θεωρήθηκε -και ορθώς- από την Ελλάδα και γενικότερα από τον ελληνισμό ότι συνιστούσε διπλή απειλή: α) κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, μέσω του καλλιεργούμενου αλυτρωτισμού, και β) κατά της εθνικής ταυτότητας και της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Μακεδόνων.

2. Την απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας στοιχειοθετούν:

α) Η χρήση από το νέο κράτος ονόματος το οποίο καλύπτει το σύνολο του γεωγραφικού μακεδονικού χώρου, ενώ η FYROM κατέχει μόλις 38% (στην ελληνική Μακεδονία περιλαμβάνεται περίπου το 52%).

β) Η καλλιέργεια της προπαγάνδας ότι μόνο η περιοχή FYROM έχει απελευθερωθεί, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα παραμένουν, κατά κάποιον τρόπο, «υποδουλωµένα».  

Γ) Η επισηµοποίηση της αλυτρωτικής αυτής ιδεολογίας µε την αναφορά στο σκοπιανό Σύνταγµα σε ιστορικά κείµενα, στα οποία σαφώς περιλαµβάνονται διεκδικήσεις επί της ελληνικής Μακεδονίας, καθώς επίσης η καταχώριση χαρτών και κειµένων σε σχολικά εγχειρίδια που προβάλλουν την ενιαία Μακεδονία ως χώρο που ανήκει στο «μακεδονικό έθνος».

 Δ) Η φυσιολογική αίσθηση απειλής που διακατέχει τον ελληνικό λαό, ιδίως της Βορείου Ελλάδος, εξαιτίας της εκδήλωσης τριών επιθέσεων εναντίον τους και δύο ξενικών κατοχών εδαφών τους στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις (Α’ Παγκόσµιος Πόλεµος, Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος, Εµφύλιος Πόλεµος), µια γειτονική βαλκανική χώρα, σε συµµαχία, όµως, µε µεγάλη ευρωπαϊκή δύναµη -ή δυνάµεις-, έθετε σε εφαρµογή τις εδαφικές διεκδικήσεις της σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας και της Θράκης.

Η ελληνική στρατηγική επιδίωξη είναι η επιβίωση αυτού του µικρού κράτους µέσα σε ένα πλαίσιο ειρήνης και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Βαλκανικής. Για τον λόγο αυτό, η ελληνική πλευρά δεν περιορίστηκε να δηλώνει ότι κρίνει αναγκαία τη βιωσιµότητα του συγκεκριµένου κράτους.          

Τι αποκαλύπτουν οι συνομιλίες  

Έχει τεράστιο, όσο και επίκαιρο, ενδιαφέρον το περιεχόµενο των επίσηµων ελληνογιουγκοσλαβικών συνοµιλιών, τα τελευταία 45 χρόνια, για το «Μακεδονικό», όπως αποκαλύπτουν τα επίσηµα πρακτικά αυτών. Πρόκειται για κείµενα από τις κυριότερες επίσηµες συνοµιλίες µεταξύ Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών (σ.σ.: διατηρείται η φρασεολογία των σχετικών πρακτικών).  

«ΑΥΤΟ ΘΑ ΕΣΗΜΑΙΝΕΝ ΠΟΛΕΜΟΝ»

Συνομιλία υπουργών Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ - Κότσα Πόποβιτς (3/7/1960). «... Ο κ. Πόποβιτς µοι είπεν ότι νοµικώς εγνώριζεν ότι δεν είχεν αναγνωρισθή µειονότης ότι υπήρχον όµως πολλά και συντριπτικά στοιχεία περί της υπάρξεως της Μειονότητος... ... Είπον, µε κάποιον µάλιστα εκνευρισµόν, ότι δεν υπάρχει τοιαύτη µειονότης, και συνεπώς δεν δύναµαι να δεχθώ οιοσδήποτε Πρέσβυς, έστω και φίλος, να εµφανίζηται ως προστάτης τµήµατος του Ελληνικού Πληθυσµού. ... Ο κ. Πόποβιτς είπεν ότι, ανεξαρτήτως όλων αυτών, η Γιουγκοσλαβία ακολουθεί µίαν παραπολύ άνετον πολιτικήν µειονοτήτων... Αυτό, όµως, δεν εσήµαινεν ότι ηδύναντο είτε να παραδεχθούν ότι δεν υπάρχει Μακεδονική Μειονότης είτε να σιωπούν... ... Εάν έπρεπε να ληφθή ως κριτήριον της εθνικότητος η διάλεκτος, τότε θα κατελήγοµεν εις µίαν καταπληκτικήν “µπακλαβαδοποίησιν” της Ευρώπης και εις εξωφρενικάς καταστάσεις µέχρις εκείνης καθ’ ην η Ελλάς θα είχεν Υπουργόν των Εξωτερικών µη Eλληνα, “εφ’ όσον και πατρόθεν είµαι ‘Κουτσόβλαχος’”. Εγγραφον της ∆ηµοκρατίας των Σκοπίων προκειµένου περί Γιουγκοσλαύων καταγοµένων εξ Ελλάδος αντί να τους µνηµονεύη, ως πάντοτε συνέβαινεν, άλλοτε, ως καταγοµένους είτε εξ Ελλάδος είτε εκ της Ελληνικής Μακεδονίας, τους εµνηµόνευεν ως καταγοµένους εκ της Μακεδονίας του Αιγαίου. Τι εννοούν τα Σκόπια µε αυτό; Οτι δεν υπάρχει ή ότι δεν πρέπει να υπάρχει Ελληνική Μακεδονία; Αυτό θα εσήµαινεν πόλεµον...».  

«EΚΑΣΤΟΣ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΤΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ»

Συνομιλία Γεωργίου Παπανδρέου - Πέταρ Στάμπολιτς (3/2/1965). Μετά τη συµφωνία του 1964 για την ανταλλαγή των κτηµάτων στην παραµεθόρια ζώνη, η ελληνική πλευρά επανέφερε σε πλήρη ισχύ τη συµφωνία περί ελευθεροεπικοινωνίας που είχε µερικώς αρθεί το 1962. Ενώ, όµως, το «Μακεδονικό» φαινόταν ότι είχε παραµερισθεί, κατά την επίσκεψη στο Βελιγράδι του τότε πρωθυπουργού, Γ. Παπανδρέου, οι Γιουγκοσλάβοι επανέφεραν στο προσκήνιο το θέµα ως εξής: «... κύριος Πέταρ Στάμπολιτς: Επί του ζητήµατος αυτού, έχοµεν διαφορετικάς απόψεις. Γνωρίζοµεν τας ιδικάς σας αντιλήψεις και σεις γνωρίζετε τας ιδικάς µας. ... κύριος Γ. Παπανδρέου: ∆ια το “Μακεδονικόν”, είπεν ο κ. πρόεδρος, έκαστος έχει και διατηρεί τας αντιλήψεις του. Αλλ’ ακριβώς, επειδή το γεγονός τούτο είναι δεδοµένον, πρέπει ν’ αποφεύγωµεν την ανακίνησιν ζητηµάτων που φέρουν εις φως την διαφωνίαν µας...».  

«ΔΕΝ ΕΧΟΜΕΝ ΒΛΕΨΕΙΣ»  

Συνομιλίες Στέφανου Στεφανοπούλου - Πέταρ Στάμπολιτς (20-22/10/1966). Στη συνάντηση των πρωθυπουργών Στ. Στεφανοπούλου Π. Στάµπολιτς στην Αθήνα έγινε λεπτοµερής ανάπτυξη των θέσεων των δύο πλευρών. Η ουσία των διαµειφθέντων περιλαµβάνεται στο παρακάτω απόσπασµα τηλεγραφήµατος του υπουργού Εξωτερικών, Ι. Τούµπα: «... ο κ. Πρόεδρος Κυβερνήσεως και εγώ διετυπώσαµεν µετ’ ειλικρινείας και παρρησίας αιτιάσεις Ελλάδος έναντι ακολουθουµένης υπό Γιουγκοσλαβίας τακτικής επί “Μακεδονικού”. Γιουγκοσλαβική πλευρά διαβεβαίωσε Β. Κυβέρνησιν ότι δεν τρέφει εδαφικάς βλέψεις, ενέµεινεν όµως επί γνωστής γιουγκοσλαβικής απόψεως περί υπάρξεως “Μακεδονικής µειονότητος” εν Ελλάδι, προσθέσασα ότι διαφορά αύτη δέον µη επηρεάζει συνεργασίαν δύο Χωρών εις λοιπούς τοµείς».    

«ΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ»

Συνομιλία υπουργών Εθνικής Αμύνης Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα - Νίκολα Λιούμπιτσιτς (8/6/1978). «Κ. Αβέρωφ: “Πρόκειται λοιπόν για το λεγόµενο Μακεδονικό. Είδα το πρόσφατο πρακτικό συνοµιλιών του Υφυπουργού σας των Εξωτερικών Ν. Veresh µε τον κ. Ι. Τζούνη. ∆ιεπίστωσα ότι αι θέσεις µας δεν πλησιάζουν. Σεις λέτε ότι υπάρχει µακεδονική µειονότης. Εµείς πιστεύουµε ότι δεν υπάρχει”. κ. Ljubicic: “Υπάρχει πράγµατι αυτό το δυσάρεστο σηµείο µέσα εις τας τόσον καλάς σχέσεις µας, αλλά δεν πρέπει να το δραµατοποιούµε. Η Ελλάς δεν πρέπει ποτέ να υποψιασθή ότι υπάρχει εκ µέρους της Γιουγκοσλαβίας οιαδήποτε εδαφική διεκδίκησις εις βάρος της. Την µειονότητα, εφαρµόζοντας αυστηρά την αρχήν της µη αναµείξεως εις τα εσωτερικά σας, φυσικό είναι να δικαιούσθε να τη βλέπετε όπως θέλετε και να της εξασφαλίζετε µόνοι σας τα ανθρώπινα δικαιώµατα τα οποία καθορίζει η πολιτική σας...”. κ. Αβέρωφ: “Επειτα, αν εγώ δέχοµαι τον πλήρη διαχωρισµό της εδαφικής διεκδικήσεως από την υποστήριξη µειονότητος, στην Ελλάδα ο περισσότερος κόσµος δεν το δέχεται”. κ. Ljubicic: “Συµφωνώ στις αναλογίες που σχηµατικά αναφέρετε και σας λέγω ότι η γνώµη µου είναι πως θα πρέπει έκαστος να µείνη εις τας θέσεις του”».    

«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΣ» 

Συνομιλία Κωνσταντίνου Καραμανλή - Τίτο (Αθήνα, 12/5/1976), σύμφωνα με σημειώσεις του υπουργού Εξωτερικών, Δημητρίου Μπιτσίου. «Ο Πρόεδρος Τίτο πράγµατι ανεφέρθη εις το θέµα της µειονότητος κατά την συνοµιλίαν του µετά του Πρωθυπουργού. Ο κ. Καραµανλής απήντησεν ότι αι απόψεις µας είναι εντελώς διαφορετικαί. Κατά την άποψίν µας, η Μακεδονία υφίσταται ως γεωγραφική έννοια, το δε µεγαλύτερον µέρος της ανήκει εις την Ελλάδα. Μακεδονική εθνότης δεν υπάρχει και συνεπώς δεν υπάρχει και µακεδονική µειονότης εις την χώραν µας... Επίσης, κατά τις ιδιαίτερες συνοµιλίες στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου του 1977, του προέδρου Τίτο και του πρωθυπουργού κ. Καραµανλή, ο πρώτος έθιξε θέµα “Μακεδονικής Μειονότητος εις την Ελλάδα”. Ο κ. Καραµανλής απέκρουσε κάθε συζήτησιν, τονίσας πόσον µεγάλη είναι η ευαισθησία των Ελλήνων επάνω εις το θέµα αυτό. ∆εν λησµονούµε, είπε, ότι το 1940 η Γιουγκοσλαβία προσεχώρησε εις τον Αξονα µε αντάλλαγµα τη Θεσσαλονίκη. Το δε 1944 υπήρξε συµφωνία µε τους Ελληνας κοµµουνιστάς διά την αυτονόµησιν της Μακεδονίας. Μολονότι ο Πρόεδρος Τίτο διεµαρτυρήθη ότι όλα αυτά ανήκουν εις το παρελθόν, ο κ. Πρωθυπουργός συνέστησε ότι διά το καλόν των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων είναι προτιµότερον να µην εγείρεται καν θέµα δήθεν µακεδονικής µειονότητος».  

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018