Eξι χρόνια συµπληρώθηκαν πρόσφατα από την ηµέρα που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, έσωσε το ευρώ. Ηταν στις 26 Ιουλίου του 2012 όταν ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης ξεστόµισε, από το Λονδίνο, τις λέξεις που έµελλε να αλλάξουν τη ροή της Ιστορίας και να αποτρέψουν τη διάσπαση της ευρωζώνης. «Σύµφωνα µε την εντολή µας, η ΕΚΤ είναι πρόθυµη να κάνει ό,τι χρειαστεί για να διατηρήσει το ευρώ. Και, πιστέψτε µε, θα είναι αρκετό», είπε εκείνη την ηµέρα.

Καθώς ο χρόνος µετρά πια αντίστροφα για την αποχώρηση του Ντράγκι από το τιµόνι της ΕΚΤ, τον Νοέµβριο του 2019, το περίφηµο «Whatever it takes» υπόσχεται να γράψει το όνοµά του στην Ιστορία. Αυτό που ελπίζει ο Ιταλός είναι να µη µείνει γνωστός ως ο «Αλαν Γκρίνσπαν της Ευρώπης», δηλαδή ένας κεντρικός τραπεζίτης που αποθεώθηκε όσο ήταν εν ενεργεία, αλλά αποκαθηλώθηκε αφότου αποσύρθηκε. Καθώς η ευρωζώνη αφήνει πια πίσω της την κρίση χρέους, αλλά καλείται να αντιµετωπίσει το Brexit, τη µεταναστευτική κρίση και τις συνέπειες ενός παγκόσµιου εµπορικού πολέµου, η κληρονοµιά του Μάριο Ντράγκι δεν µοιάζει και τόσο ασφαλής.

Γιος ενός τραπεζίτη, ο Ντράγκι έζησε άνετα παιδικά χρόνια στη Ρώµη. Oµως, ο πρόωρος θάνατος των γονιών του, όταν ήταν ακόµα έφηβος, άφησε εκείνον και τα δύο µικρότερα αδέρφια του υπό την κηδεµονία της θείας τους. Αργότερα, ο γνωστός Ιταλός οικονοµολόγος Φεντερίκο Καφέ τον πήρε υπό την προστασία του, αλλά όσοι τον γνώριζαν την εποχή εκείνη θυµούνται ότι ο Ντράγκι ήταν ήδη ένας υπεύθυνος ενήλικος όταν πέρασε το κατώφλι του πανεπιστηµίου La Sapienza, για να σπουδάσει. Εγινε ο πρώτος Ιταλός µε PhD από το φηµισµένο MIT και εργάστηκε για την Παγκόσµια Τράπεζα και το ιταλικό υπουργείο Οικονοµικών, πριν να περάσει στον ιδιωτικό τοµέα και την Goldman Sachs.

Σήµερα, παντρεµένος, αλλά και παππούς πια, ο Ντράγκι φροντίζει να κρατά χαµηλούς τόνους, αποφεύγοντας τους κοσµικούς κύκλους της Ρώµης. Παρ’ όλα αυτά, δεν εµφανίζεται ποτέ δηµοσίως χωρίς τα καλοραµµένα κοστούµια του, ενώ οι δηµοσιογράφοι που παρακολουθούν τις συνεντεύξεις Τύπου που δίνει προσπαθούν πάντα -µεταξύ σοβαρού και αστείου- να µαντέψουν τα κρυµµένα µηνύµατα πίσω από την εκάστοτε επιλογή της γραβάτας του. Η γραβάτα του «Whatever it takes» -µε έντονες µπλε και γαλάζιες αποχρώσεις- είναι πια διάσηµη στους κύκλους των οικονοµολόγων και των δηµοσιογράφων της Φρανκφούρτης. Κάθε φορά που βλέπουν τον Ντράγκι να την ξαναφορά, είναι πεπεισµένοι ότι κάτι σπουδαίο θα συµβεί. Αλλωστε, η συγκεκριµένη γραβάτα έχει συνδεθεί µε την ηµέρα που άλλαξε την ευρωζώνη για πάντα.

Εως την 26η Ιουλίου του 2016, οι Ευρωπαίοι προσπαθούσαν να πείσουν ότι µια νοµισµατική ένωση χωρίς κοινή δηµοσιονοµική πολιτική, χωρίς κοινό τραπεζικό σύστηµα, χωρίς κοινό σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης κ.ο.κ. µπορεί να επιβιώσει απλώς µε την υπόσχεση των µελών της για σκληρή δηµοσιονοµική πειθαρχία.

Τέλος στις ψευδαισθήσεις

Με τη δέσµευσή του να κάνει «ό,τι χρειαστεί» και µε το τεράστιο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), που τελικά εφάρµοσε κόντρα στις εντονότατες αντιδράσεις της Γερµανίας, ο Ντράγκι έδωσε τέλος στις ψευδαισθήσεις της ευρωζώνης, αλλά και πήγε τη νοµισµατική ένωση ένα βήµα παρακάτω. Τα αποτελέσµατα ήταν µάλλον εντυπωσιακά, αφού η µείωση του κόστους δανεισµού υπήρξε κατακόρυφη για όλες τις χώρες που συµµετείχαν στο QE.

Ως γνωστόν, η Ελλάδα βρέθηκε αποκλεισµένη από το πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης, αφού η ΕΚΤ αρνήθηκε να αγοράσει τα οµόλογα µιας χώρας που διαθέτει µη βιώσιµο χρέος και άρα αντιµετωπίζει τον κίνδυνο να µην µπορέσει να τα αποπληρώσει. Οµως, το «θαύµα» του QE υπήρξε πιο ορατό από παντού στην πατρίδα του Ντράγκι, την Ιταλία. Αναλυτές υπολογίζουν ότι το ιταλικό υπουργείο Οικονοµικών ξοδεύει σήµερα ένα τρίτο λιγότερα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) για την εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας σε σχέση µε το 2000. Και αυτό ενώ τη συγκεκριµένη περίοδο το ιταλικό χρέος αυξήθηκε από το 105% στο 132% του ΑΕΠ.

Ακόµα και στη Γερµανία, όπου το QE και τα χαµηλά επιτόκια του Ντράγκι υπήρξαν από την πρώτη στιγµή «κόκκινο πανί», το όφελος µετριέται σε δισεκατοµµύρια ευρώ. Οπως αποκάλυπτε πριν από λίγο καιρό η «Handelsblatt», το γερµανικό κράτος γλύτωσε 162 δισ. ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στο ένα δεύτερο του ετήσιου κρατικού προϋπολογισµού) από τόκους το διάστηµα 2008-2017 λόγω των χαµηλών επιτοκίων της ΕΚΤ.

Και ενώ είναι πλέον σαφές ότι ο «σούπερ Μάριο» έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να αγοράσει τον χρόνο που χρειαζόταν η ευρωζώνη, προκειµένου να βάλει τα του οίκου της σε µια τάξη, όλα δείχνουν ότι οι πολιτικοί άφησαν αυτή την τεράστια ευκαιρία να πάει χαµένη. Χωρίς να πιέζονται πια από τις αγορές και τους «τιµωρούς» των οµολόγων, οι κυβερνήσεις ξέχασαν τις µεταρρυθµίσεις. Η άνοδος των λαϊκιστών στην Ευρώπη (και ειδικά στην Ιταλία, όπου η Λέγκα και το Κίνηµα των Πέντε Αστέρων ανέβηκαν στην εξουσία µε υποσχέσεις για παροχές που κάθε άλλο παρά αρµόζουν σε µια χώρα µε χρέος 2,3 τρισ. ευρώ) είναι µια µάλλον ανεπιθύµητη παρενέργεια των πολιτικών του Μάριο Ντράγκι.

Δημοσιεύθηκε στο Strategies & Politics των Παραπολιτικών 4/8/2018