Δεν ήταν τόσο η αδιαμφισβήτητη, ακόμα και από όσους έχουν ενστάσεις, «φωνή» του, όσο η ερμηνεία του, απόσταγμα μιας ζωής που στάθηκε όρθια μέσα σε χίλια-μύρια βάσανα. Δεν ήταν τόσο τα «μεράκια» και οι «καημοί» του απλού κόσμου που τραγούδησε, όσο η πίστη που ανάβλυζε από την ερμηνεία του, ότι οι άνθρωποι του μόχθου, είναι εκείνοι που έχουν την δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα.

Ήταν ο άνθρωπος που έκανε τα ελληνικά διαβατήρια, όπου γης, να τραγουδούν. Η φωνή του «μύριζε» βασιλικό κι ασβέστη, όπως οι αυλές των φτωχόσπιτων στις λαϊκές γειτονιές, στον λυγμό του τρεμόπαιζε εκείνο το βουβό -και γι' αυτό αβάσταχτο- δάκρυ που κυλούσε, καμιά φορά, στα μάτια του λαού, που το μόνο που έκανε στη ζωή του ήταν υπομονή…

Μόνο που ώρες-ώρες αυτή η υπομονή γινόταν αβάσταχτη και όταν δεν εύρισκε άλλη διέξοδο, γινόταν τραγούδι με τη φωνή του Καζαντζίδη, φλόγα κεριού που τρεμόπαιζε σαν θυσία στους θεούς της ελπίδας.

Η φωνή του ήταν μέσα στο λαϊκό σπίτι σε εκείνη τη γωνιά που το καντήλι φώτιζε την εικόνα του Χριστού και το "κάντρο" με τα γαμήλια στέφανα του πατέρα και της μάνας. Η φωνή του ήταν η απέραντη θλίψη του κυριακάτικου απογεύματος, που τελείωνε με το τελευταίο σφύριγμα του «ρέφερι». Η φωνή του, συνδεδεμένη με το Σάββατο, που πληρωνόταν ο πατέρας και μαζί με τα "ψώνια" για το σπίτι έφερνε και το 45αράκι δισκάκι.

Η φωνή του Καζαντζίδη και τα τραγούδια του ευωδίαζαν όπως το κοκκινιστό της μάνας την Κυριακή, ήταν τα ψιλά στην τσέπη ενός φαντάρου για το τζουκ μποξ στο μαγερειό έξω από το στρατόπεδο, ήταν η επιγραφή «Γυρίζω απ' τη νύχτα» στο πίσω μέρος ενός φορτηγού που κατάπινε ατέλειωτα μουσκεμένα χιλιόμετρα στην Εθνική.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Ο πατέρας του Χαράλαμπος ήταν από το χωριό Καβάκλιτσα στα Κοτύωρα στον Πόντο και η μητέρα του Γεσθημανή από την Αλάγια της Κιλικίας. Γνωρίστηκαν στα Πετράλωνα και παντρεύτηκαν το 1923.

Ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης διώχθηκε σκληρά από τους συνεργάτες των Ναζί, καθώς είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και πέθανε το 1946.

Η «ορφάνια» αφηγήθηκε αργότερα ο Στέλιος Καζαντζίδης, με έριξε από μικρό στη βιοπάλη. Πούλησα νερό με στάμνα στην οδό Αθηνάς, τσιγάρα στην Ομόνοια, να κοιμάμαι πάνω στις σχάρες της πλατείας γιατί από κάτω δούλευαν κάτι μοτέρ που παρήγαγαν ρεύμα και είχε λίγη ζεστούλα, κι αυτό γιατί το εισιτήριο για την επιστροφή στο σπίτι με το γκαζοζέν ήταν ακριβό… Όταν μ' έπιανε ο αστυφύλακας απ' το αυτί για να με πάει στο Τέταρτο Αστυνομικό Τμήμα για να μου γίνουν συστάσεις - επειδή απαγορευόταν να πουλάς τσιγάρα, για προστασία στα περίπτερα, γιατί τις άδειες των περιπτέρων τις είχαν κάποιοι ανάπηροι όπως μας έλεγαν τότε - το αυτί μου το κάναν ένα μέτρο από το τράβηγμα. Ε, όλα αυτά, το παιδί τα καταπίνει και τα μαζεύει. Γίνονται αποθέματα… και όταν δοθεί η ευκαιρία τα βγάζει από μέσα του.

Και κάστανα έβραζα μόνος μου στις τρείς τη νύχτα και έβαζα το καλάθι στον ώμο -50 οκάδες ζύγιζε- και πήγαινα να τα πουλήσω στο εργατικό κέντρο της Νέας Ιωνίας. Και πολλές άλλες, πάντα τίμιες δουλειές. Σε εργοστάσια έχω δουλέψει, κλωστήρια, υφαντουργεία και όλα αυτά βγαίνουν στην ερμηνεία μου.

Μια Πρωτοχρονιά ήρθε στην Ομόνοια η Νίνου, αυτή η ψυχούλα και μεγάλη φωνή και μας κέρασε μπουγάτσα. Ημασταν γύρω στα 40 άτομα όλοι τίμια παιδιά που δουλεύαμε…

Είναι κάτι που έχει χαραχτεί στο μυαλό και την ψυχή μου. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση… Αυτή την Πρωτοχρονιά και αυτή τη χειρονομία δεν θα την ξεχάσω ποτέ…»

Το τραγούδι ήταν πάντα μέσα στην ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη. «Αργότερα στο εργοστάσιο της Λανατέξ, κατά την διάρκεια της εργασίας, όταν έπιανα κάποιο σκοπό οι εργάτες σταμάταγαν την δουλειά και με χάζευαν. Μάλιστα ο εργοστασιάρχης μου είχε χαρίσει μια κιθάρα και σιγά-σιγά άρχισα να τη γρατζουνάω».

Τον ακούει να τραγουδάει τυχαία ο γείτονάς του Μάνθος Βενέτης και του προτείνει να μπει στο συγκρότημα που έφτιαχνε.

«Ξεκίνησα από ταβερνάκια. Μαζί με φίλους απ' την περιοχή παίζαμε και τραγουδούσαμε τα Σαββατοκύριακα. Φαί, κρασί και λίγο χαρτζιλίκι. Αυτή ήταν η αμοιβή μας…» θα πει αργότερα ο Καζαντζίδης.

Ήταν ο τυφλός συνθέτης και μαέστρος της Κολούμπια, Στέλιος Χρυσίνης που δίδαξε στον Στέλιο Καζαντζίδη τα μυστικά του τραγουδιού. «Σε αυτόν με πήγε ο Μπάμπης ο Βασιλειάδης, που ήταν μεγάλος στιχουργός και με είχε ακούσει στα ταβερνάκια που εμφανιζόμουνα».

Η αιτία, όμως που τον έκανε να αγαπήσει το λαϊκό τραγούδι ήταν ο Πρόδρομος Τσαουσάκης.

Το 1952 ο Στέλιος Καζαντζίδης ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι με τίτλο Για μπάνιο πάω του Απόστολου Καλδάρα, όμως το τραγούδι δεν πήγε καλά. Το τραγούδι δεν ταίριαζε στο ύφος του Στέλιου… Εκείνος που του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία με το τραγούδι Βαλίτσες ήταν ο θρυλικός Γιάννης Παπαϊωάννου γιατί με τον που άκουσε τον Καζαντζίδη να τραγουδάει κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο.

Η πρώτη περίοδος του Στέλιου Καζαντζίδη στο λαϊκό τραγούδι έκλεισε το 1956, χρονιά που διαλύθηκε και ο αρραβώνας του με την Καίτη Γκρέϋ. Αμέσως μετά ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη για να δεί το φίλο του Στέλιο Ζαφειρίου που έπαιζε μπουζούκι και με τον οποίο πραγματοποίησε μια τουρνέ.

Το 1957 ο Ζαφειρίου πήγε στο κέντρο «Πανόραμα» και δούλευε με τον Τόλη Χάρμα. Εκεί, ο Στέλιος Καζαντζίδης γνωρίστηκε με μια κοπελιά που την λέγανε Κική Παπαδοπούλου την οποία ο Χάρμας βάφτισε Μαρινέλλα.

Αμέσως μετά την γνωριμία τους ο Στέλιος και η Μαρινέλλα κατέβηκαν στην Αθήνα και ο Καζαντζίδης γνώρισε την Μαρινέλλα στον Μητσάκη σύμφωνα με όσα αφηγείται ο ίδιος (ο Γιώργος Μητσάκης) στην αυτοβιογραφία του.

Με πρώτο τους τραγούδι το Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ θα αναδειχθούν σε ένα από τα καλύτερα ντουέτα του ελληνικού τραγουδιού.

Στην δεκαετία του 1960-1970 ο Στέλιος Καζαντζίδης ερμήνευσε με αξεπέραστο τρόπο τραγούδια των Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Λεοντή, Μαρκόπουλου, Λοΐζου, Ξαρχάκου, Κατσαρού όπως αργότερα τραγούδησε και Σπανουδάκη.

«Σκέφτομαι πως εκείνες οι μοναδικές ερμηνείες του Μπιθικώτση, του Χιώτη, της Λίντας και του Καζαντζίδη δεν θα μπορούσαν να γίνουν αν δεν υπήρχε διάχυτο και ισχυρό το αίσθημα της φιλίας και του αμοιβαίου θαυμασμού. Πίστευα στις φωνές και στην τέχνη τους σαν να 'τανε θεοί. Ίσως τα ίδια αισθήματα να γέμιζαν τότε τις καρδιές τους για μένα, για να τα τραγουδήσουν με κείνη την απαράμιλλη τέχνη που έκανε όλους τους Έλληνες κυριολεκτικά να μεθύσουν με το τραγούδι» έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα παντρεύτηκαν το 1964, ωστόσο ο γάμος τους κράτησε λίγο, ενώ το 1965 ο Στέλιος αποχώρησε από τα νυχτερινά κέντρα καθώς λόγω ενός τυχαίου περιστατικού κινδύνεψε σοβαρά η σωματική του ακεραιότητα.

Η επαφή του με τον κόσμο συνεχίστηκε μέσα από την δισκογραφία. Στην δεκαετία του '70 κυκλοφόρησαν δύο δίσκοι που αποτέλεσαν σταθμό για την δισκογραφία του λαϊκού τραγουδιού. Ο πρώτος είχε τον τίτλο «Στέλιος Καζαντζίδης Νο 3» και ήταν ο δίσκος που έφερε πολλούς νέους ακροατές σε επαφή με το παλαιότερο ρεπερτόριο του.

Ο δεύτερος δίσκος που κυκλοφόρησε στην δεκαετία του '70 είχε τον τίτλο «Η ζωή μου όλη» και στην μια του πλευρά είχε 6 τραγούδια-σταθμούς με την υπογραφή του Άκη Πάνου.

«Είναι η εποχή που εγώ δουλεύω στο Αιγάλεω με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη. Ενα βράδυ πάμε μαζί με το Νίκο Μουρκάκο στον 'Αστέρα'. Εκεί πραγματικά ψωνίζομαι με τον Καζαντζίδη. Είναι με την Γκρέϋ, τον Τσιμπίδη, και τον Γιαννάκη τον Αγγέλου μπουζούκια. Λέει το τραγούδι του Καλδάρα μα κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου/σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, και κάποιος έχει πάρει ένα ποτήρι, τό 'χει σπάσει, το χει καρφώσει στο κουτελό του και να τρέχουνε τα αίματα… Λέω του Μουρκάκου: 'αν φύγει τώρα αυτός και πάει στο Σύνταγμα τραγουδώντας, με τον κόσμο που θα μαζέψει πίσω του δεν κάνει επανάσταση;' Από τότε παρακολουθούσα τον Καζαντζίδη. Είχα όλα τα τραγούδια του στη δισκοθήκη μου. Στο τέλος έφτασε να κυριαρχεί στ' αυτιά μου αποκλειστικά και μόνο η φωνή του - από κει και πέρα δεν άκουγα τίποτ' άλλο… Σταμάτησα ν' ακούω…» αφηγήθηκε ο Άκης Πάνου στον Γιώργο Τσάμπρα και στο περιοδικό «Δίφωνο» τον Μάϊο του 1998.

Η πτώση της χούντας το 1974 με την Κύπρο καταματωμένη, βρίσκει τον Στέλιο Καζαντζίδη να συνεργάζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη στα τραγούδια του κύκλου «Στην Ανατολή», ένας δίσκος με εκπληκτικά τραγούδια, αφιερωμένα στην λαϊκή αντιστασιακή εποποιΐα των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας στη διάρκεια της φασιστικής κατοχής, ο οποίος όμως δεν πήγε καλά εμπορικά.

Τον Νοέμβριο του 1975 παρά τα προβλήματα που υπάρχουν με την δισκογραφική του εταιρεία μπαίνει στο στούντιο και ηχογραφεί το θρυλικό Υπάρχω, το οποίο σημαίνει και το τέλος της δισκογραφικής του παρουσίας για τα επόμενα 12 ολόκληρα χρόνια. Στο δίσκο αυτό, είναι η πρώτη φορά που ο λαϊκός τραγουδιστής μιλάει σε πρώτο πρόσωπο στους ακροατές του.

Το 1987 και πάνω στους στίχους του Εγώ 'μαι αητός κι εσύ 'σαι τα φτερά μου η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη γεφυρώνει αυτά τα 12 χρόνια απουσίας.

Ο «Δρόμος της Επιστροφής», «Ελεύθερος», «Βραδυάζει», «Ενα Γλέντι με τον Στελάρα», «Τ' Αηδόνια του Πόντου», «Ο κύριος Μητσάκης», «Στην Ελλάς του 2000», «Ποντιακή Ραψωδία», «Πατρίδα μ αραεύω σε» είναι οι δισκογραφικές παρουσίες του Στέλιου Καζαντζίδη μετά το 1987.

Ο μεγάλος λαϊκός βάρδος «έφυγε» στις 14 Σεπτεμβρίου 2001.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ