Κοροναϊός: Οι εμβολιασμοί δεν θα σταματήσουν την εξέλιξή του ιού στο μέλλον
Ο κορονοϊός SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο Covid-19, μπορεί να μην είναι τόσο χαμαιλέοντας στις μεταμορφώσεις όσο ο ιός της γρίπης, όμως ακόμη και όταν αρχίσουν οι εμβολιασμοί, η εξέλιξη του δεν θα σταματήσει και στην πορεία μπορεί να γίνει πιο ανθεκτικός. Γι' αυτό, χρειάζεται συνεχής εγρήγορση, σύμφωνα με Αμερικανούς επιστήμονες, καθώς στις λοιμώδεις νόσους οι νόμοι του Δαρβίνου είναι εξίσου σημαντικοί με τους νόμους του Παστέρ.
Με άλλα λόγια, η φυσική επιλογή στους μικροοργανισμούς μπορεί να τους μεταμορφώσει μέσω της εξέλιξης τους. Όπως τα βακτήρια αναπτύσσουν αντίσταση στα αντιβιοτικά, οι ιοί μπορούν να εξελιχθούν και να γίνουν πιο ανθεκτικοί στα εμβόλια.
Όπως επισημαίνουν σε δημοσίευση τους στο περιοδικό βιολογίας "PLoS Biology" οι καθηγητές βιολογίας Ντέηβιντ Κένεντι και 'Αντριου Ριντ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, ειδικοί στην ανάπτυξη της ιικής αντίστασης στα εμβόλια, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», υπάρχει μια μικρή πιθανότητα η εξέλιξη του νέου κορονοϊού να υποσκάψει σταδιακά την αποτελεσματικότητα της πρώτης γενιάς εμβολίων.
«Όπως έχουμε δει με άλλες νόσους, όπως η πνευμονία, η εξέλιξη αντίστασης μπορεί γρήγορα να καταστήσει τα εμβόλια αναποτελεσματικά. Μαθαίνοντας από την προηγούμενη εμπειρία και εφαρμόζοντας αυτή τη γνώση στο σχεδιασμό των εμβολίων, μπορούμε να μεγιστοποιήσουμε σε βάθος χρόνου τη θετική επίπτωση των εμβολίων κατά της Covid-19», ανέφερε ο Κένεντι.
Μεταξύ άλλων, οι δύο επιστήμονες προτείνουν τα ρινοφαρυγγικά δείγματα που συλλέγονται από εθελοντές στη διάρκεια των κλινικών δοκιμών των διαφόρων εμβολίων, να αναλύονται για τον προσδιορισμό του ιικού φορτίου τους (της ανιχνεύσιμης ποσότητας του κορονοϊού), έτσι ώστε να υπάρχει ένας διαχρονικός δείκτης για το πώς εξελίσσεται η μεταδοτικότητα του. Επισημαίνουν ότι το «φρενάρισμα» της μετάδοσης του ιού μέσω των εμβολιασμών αποτελεί παράγοντα-κλειδί για την εξέλιξη της αντίστασης του, καθώς όσο λιγότερο μεταδίδεται ο ιός, τόσο ελαχιστοποιούνται οι ευκαιρίες που έχει για να μεταλλαχθεί και έτσι -μέσω της διαδικασίας της φυσικής επιλογής- να αναδειχθούν νέα ισχυρότερα στελέχη.
Οι ερευνητές ακόμη προτείνουν τα γενετικά δεδομένα που αποκτώνται μέσω των ρινοφαρυγγικών δειγμάτων, να χρησιμοποιούνται για να παρακολουθείται κατά πόσο όντως στην πορεία συμβαίνει η εξέλιξη του ιού ως απάντηση στα εμβόλια. Για παράδειγμα, η ανίχνευση γενετικών διαφορών λόγω μεταλλάξεων ανάμεσα στα γονιδιώματα του κορονοϊού από εμβολιασμένους ανθρώπους, σε σχέση με γονιδιώματα του ιού από άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί αλλά είχαν κάνει εικονικό εμβόλιο (πλασίμπο), θα παράσχει την αναγκαία σύγκριση για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο ιός εξελίσσεται υπό την πίεση των εμβολίων.
Ακόμη, η μελέτη εισηγείται την ανάλυση των δειγμάτων αίματος που λαμβάνονται στη διάρκεια των κλινικών δοκιμών των εμβολίων, προκειμένου να διαπιστωθεί -μέσω μέτρησης των αντισωμάτων και των Τ-λεμφοκυττάρων- κατά πόσο υπάρχει πλεονάζουσα ανοσία στους εμβολιαζόμενους.
«Όπως η συνδυαστική θεραπεία με αντιβιοτικά καθυστερεί την εξέλιξη της αντίστασης στα φάρμακα αυτά, τα εμβόλια που έχουν σχεδιαστεί για να προκαλούν μια πλεονάζουσα ανοσιακή αντίδραση -ή μία κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα ενθαρρύνεται να στοχεύσει σε πολλαπλά σημεία στην επιφάνεια του ιού- μπορεί επίσης να καθυστερήσει την εξέλιξη της αντίστασης απέναντι στα εμβόλια. Αυτό συμβαίνει, επειδή ο κορονοϊός θα πρέπει να αποκτήσει αρκετές μεταλλάξεις, αντί για μία μόνο, προκειμένου να επιβιώσει από την επίθεση του ανοσοποιητικού συστήματος του ανθρώπου», τόνισε ο δρ Ριντ.
Γενικά πάντως, οι ερευνητές φαίνονται αισιόδοξοι ότι ο νέος κορονοϊός δεν θα γίνει ανθεκτικός στα εμβόλια. Ούτε τα βακτήρια ούτε οι ιοί αναπτύσσουν αντίσταση στα εμβόλια τόσο εύκολα, όσο κάνουν με άλλα φάρμακα. Για παράδειγμα, το εμβόλιο της ευλογιάς ποτέ δεν έχασε την αποτελεσματικότητα του, ούτε τα εμβόλια για την ιλαρά και την πολιομυελίτιδα, παρά την πολυετή χρήση τους.
Αντίθετα, τα αντιβιοτικά γρήγορα σχεδόν αχρηστεύονται. Εν μέρει η διαφορά οφείλεται στο ότι τα εμβόλια γενικά πυροδοτούν μια ευρύτερη και πιο ποικιλόμορφη της φυσικής ανοσίας, ενώ ένα αντιβιοτικό έχει μια πιο στενή στόχευση. Επίσης τα εμβόλια δρουν προτού ο παθογόνος μικροοργανισμός προλάβει να πολλαπλασιασθεί στον οργανισμό, ενώ όταν τα αντιβιοτικά ή άλλα φάρμακα χορηγούνται, το βακτήριο ή ο ιός-στόχος έχει ήδη αναπαραχθεί στο σώμα του ασθενούς.
Μερικές φορές πάντως, οι ιοί αναπτύσσουν αντοχή στα εμβόλια, αλλά δεν είναι πολύ συνηθισμένο. Έως τώρα δεν υπάρχουν ενδείξεις, σύμφωνα με τον Κένεντι, ότι τα πρώτα υπό δοκιμή εμβόλια για τον κορονοϊό (mRNA και άλλα) οδηγούν στην ανάπτυξη αντίστασης, αλλά το ζήτημα θα πρέπει να παρακολουθείται και, αν χρειαστεί, οι δημιουργοί των εμβολίων να αναπροσαρμόσουν τη σύνθεση τους.
Με άλλα λόγια, η φυσική επιλογή στους μικροοργανισμούς μπορεί να τους μεταμορφώσει μέσω της εξέλιξης τους. Όπως τα βακτήρια αναπτύσσουν αντίσταση στα αντιβιοτικά, οι ιοί μπορούν να εξελιχθούν και να γίνουν πιο ανθεκτικοί στα εμβόλια.
Όπως επισημαίνουν σε δημοσίευση τους στο περιοδικό βιολογίας "PLoS Biology" οι καθηγητές βιολογίας Ντέηβιντ Κένεντι και 'Αντριου Ριντ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, ειδικοί στην ανάπτυξη της ιικής αντίστασης στα εμβόλια, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», υπάρχει μια μικρή πιθανότητα η εξέλιξη του νέου κορονοϊού να υποσκάψει σταδιακά την αποτελεσματικότητα της πρώτης γενιάς εμβολίων.
«Όπως έχουμε δει με άλλες νόσους, όπως η πνευμονία, η εξέλιξη αντίστασης μπορεί γρήγορα να καταστήσει τα εμβόλια αναποτελεσματικά. Μαθαίνοντας από την προηγούμενη εμπειρία και εφαρμόζοντας αυτή τη γνώση στο σχεδιασμό των εμβολίων, μπορούμε να μεγιστοποιήσουμε σε βάθος χρόνου τη θετική επίπτωση των εμβολίων κατά της Covid-19», ανέφερε ο Κένεντι.
Μεταξύ άλλων, οι δύο επιστήμονες προτείνουν τα ρινοφαρυγγικά δείγματα που συλλέγονται από εθελοντές στη διάρκεια των κλινικών δοκιμών των διαφόρων εμβολίων, να αναλύονται για τον προσδιορισμό του ιικού φορτίου τους (της ανιχνεύσιμης ποσότητας του κορονοϊού), έτσι ώστε να υπάρχει ένας διαχρονικός δείκτης για το πώς εξελίσσεται η μεταδοτικότητα του. Επισημαίνουν ότι το «φρενάρισμα» της μετάδοσης του ιού μέσω των εμβολιασμών αποτελεί παράγοντα-κλειδί για την εξέλιξη της αντίστασης του, καθώς όσο λιγότερο μεταδίδεται ο ιός, τόσο ελαχιστοποιούνται οι ευκαιρίες που έχει για να μεταλλαχθεί και έτσι -μέσω της διαδικασίας της φυσικής επιλογής- να αναδειχθούν νέα ισχυρότερα στελέχη.
Οι ερευνητές ακόμη προτείνουν τα γενετικά δεδομένα που αποκτώνται μέσω των ρινοφαρυγγικών δειγμάτων, να χρησιμοποιούνται για να παρακολουθείται κατά πόσο όντως στην πορεία συμβαίνει η εξέλιξη του ιού ως απάντηση στα εμβόλια. Για παράδειγμα, η ανίχνευση γενετικών διαφορών λόγω μεταλλάξεων ανάμεσα στα γονιδιώματα του κορονοϊού από εμβολιασμένους ανθρώπους, σε σχέση με γονιδιώματα του ιού από άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί αλλά είχαν κάνει εικονικό εμβόλιο (πλασίμπο), θα παράσχει την αναγκαία σύγκριση για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο ιός εξελίσσεται υπό την πίεση των εμβολίων.
Ακόμη, η μελέτη εισηγείται την ανάλυση των δειγμάτων αίματος που λαμβάνονται στη διάρκεια των κλινικών δοκιμών των εμβολίων, προκειμένου να διαπιστωθεί -μέσω μέτρησης των αντισωμάτων και των Τ-λεμφοκυττάρων- κατά πόσο υπάρχει πλεονάζουσα ανοσία στους εμβολιαζόμενους.
«Όπως η συνδυαστική θεραπεία με αντιβιοτικά καθυστερεί την εξέλιξη της αντίστασης στα φάρμακα αυτά, τα εμβόλια που έχουν σχεδιαστεί για να προκαλούν μια πλεονάζουσα ανοσιακή αντίδραση -ή μία κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα ενθαρρύνεται να στοχεύσει σε πολλαπλά σημεία στην επιφάνεια του ιού- μπορεί επίσης να καθυστερήσει την εξέλιξη της αντίστασης απέναντι στα εμβόλια. Αυτό συμβαίνει, επειδή ο κορονοϊός θα πρέπει να αποκτήσει αρκετές μεταλλάξεις, αντί για μία μόνο, προκειμένου να επιβιώσει από την επίθεση του ανοσοποιητικού συστήματος του ανθρώπου», τόνισε ο δρ Ριντ.
Γενικά πάντως, οι ερευνητές φαίνονται αισιόδοξοι ότι ο νέος κορονοϊός δεν θα γίνει ανθεκτικός στα εμβόλια. Ούτε τα βακτήρια ούτε οι ιοί αναπτύσσουν αντίσταση στα εμβόλια τόσο εύκολα, όσο κάνουν με άλλα φάρμακα. Για παράδειγμα, το εμβόλιο της ευλογιάς ποτέ δεν έχασε την αποτελεσματικότητα του, ούτε τα εμβόλια για την ιλαρά και την πολιομυελίτιδα, παρά την πολυετή χρήση τους.
Αντίθετα, τα αντιβιοτικά γρήγορα σχεδόν αχρηστεύονται. Εν μέρει η διαφορά οφείλεται στο ότι τα εμβόλια γενικά πυροδοτούν μια ευρύτερη και πιο ποικιλόμορφη της φυσικής ανοσίας, ενώ ένα αντιβιοτικό έχει μια πιο στενή στόχευση. Επίσης τα εμβόλια δρουν προτού ο παθογόνος μικροοργανισμός προλάβει να πολλαπλασιασθεί στον οργανισμό, ενώ όταν τα αντιβιοτικά ή άλλα φάρμακα χορηγούνται, το βακτήριο ή ο ιός-στόχος έχει ήδη αναπαραχθεί στο σώμα του ασθενούς.
Μερικές φορές πάντως, οι ιοί αναπτύσσουν αντοχή στα εμβόλια, αλλά δεν είναι πολύ συνηθισμένο. Έως τώρα δεν υπάρχουν ενδείξεις, σύμφωνα με τον Κένεντι, ότι τα πρώτα υπό δοκιμή εμβόλια για τον κορονοϊό (mRNA και άλλα) οδηγούν στην ανάπτυξη αντίστασης, αλλά το ζήτημα θα πρέπει να παρακολουθείται και, αν χρειαστεί, οι δημιουργοί των εμβολίων να αναπροσαρμόσουν τη σύνθεση τους.