Πρόσωπα που βίωσαν τον κοροναϊό ανέφεραν περισσότερα από 200 συμπτώματα σε 10 διαφορετικά όργανα του σώματος. Αυτό αποδεικνύει έρευνα η οποία διεξήχθη από επιστήμονες του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL).

Για τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Lancet’s EClinicalMedicine, οι ερευνητές δημιούργησαν μια διαδικτυακή έρευνα σχεδιασμένη να χαρακτηρίσει το προφίλ των συμπτωμάτων και τη χρονική πορεία στους ασθενείς με επιβεβαιωμένη ή υποψία για μακρά COVID, παράλληλα με την επίδραση στην καθημερινή ζωή, την εργασία και την επιστροφή στην υγιή κατάσταση.

Με 3.762 απαντήσεις συμμετεχόντων από 56 χώρες, οι ερευνητές εντόπισαν συνολικά 203 συμπτώματα σε 10 συστήματα οργάνων. Από αυτά, τα 66 συμπτώματα εντοπίζονταν για επτά μήνες, με τα πιο συχνά να είναι η κόπωση, η επιδείνωση μετά από σωματική ή ψυχική προσπάθεια και η γνωστική δυσλειτουργία.

Στο ποικίλο εύρος των συμπτωμάτων περιλαμβάνονταν και συνθήκες όπως οπτικές ψευδαισθήσεις, τρέμουλο, κνησμός, αλλαγές στον εμμηνορροϊκό κύκλο, σεξουαλική δυσλειτουργία, ταχυπαλμία, ακράτεια, έρπητα ζωστήρα, απώλεια μνήμης, θολή όραση, διάρροια και εμβοές.

Εξηγώντας τη μελέτη, η επικεφαλής συγγραφέας και νευροεπιστήμονας στο UCL, Δρ. Athena Akrami αναφέρει: «Παρόλο που έχει γίνει αρκετός διάλογος γύρω από τη μακρά COVID, είναι λίγες οι συστηματικές μελέτες που διερευνούν αυτό τον πληθυσμό: επομένως, ελάχιστα είναι γνωστά για το εύρος των συμπτωμάτων και την εξέλιξή τους με την πάροδο του χρόνου, τη σοβαρότητα και την προσδοκώμενη κλινική πορεία, την επίπτωση στην καθημερινή λειτουργία και την αναμενόμενη επιστροφή στη βασική κατάσταση υγείας. Σε αυτή τη μοναδική προσέγγιση, απευθυνθήκαμε άμεσα στους πάσχοντες από μακρά COVID σε όλο τον κόσμο προκειμένου να βρούμε μια βάση στοιχείων για ιατρική διερεύνηση, βελτίωση της φροντίδας και της συμβουλευτικής για τον πάσχοντα από μακρά COVID πληθυσμό».

Τα ευρήματα της έρευνας

Σε αυτή την κοόρτη, η πιθανότητα των συμπτωμάτων που διαρκούσαν πέρα από 35 εβδομάδες (οκτώ μήνες) ήταν 91,8%. Από τους 3.762 συμμετέχοντες, οι 3.608 (96%) ανέφεραν συμπτώματα μετά τις 90 ημέρες, οι 2.454 (64%) για τουλάχιστον 180 ημέρες (έξι μήνες) και μόλις 233 ανέρρωσαν.

Από αυτούς που ανέρρωσαν σε λιγότερες από 90 ημέρες, ο μέσος αριθμός συμπτωμάτων (11,4 από τα 66 συμπτώματα που μετρήθηκαν) κορυφώθηκε στη δεύτερη εβδομάδα και για όσους ανέρρωσαν αργότερα, ο μέσος αριθμός συμπτωμάτων (17,2) κορυφώθηκε στον δεύτερο μήνα. Οι συμμετέχοντες με συμπτώματα πάνω από έξι μήνες βίωσαν κατά μέσο όρο 13,8 συμπτώματα τον έβδομο μήνα, ενώ κατά τη διάρκεια της ασθένειάς τους οι συμμετέχοντες βίωσαν κατά μέσο όρο 55,9 συμπτώματα (από τη μακρά λίστα των 203 που καταγράφηκαν στη μελέτη) σε περίπου 9,1 συστήματα οργάνων.

Το 89,1% των συμμετεχόντων εμφάνισε υποτροπές με την άσκηση, τη σωματική ή την ψυχική δραστηριότητα και το στρες ως κύριους παράγοντες πυροδότησης, το 45,2% ανέφερε πως χρειάστηκε να περιορίσει το πρόγραμμα εργασίας του και το 22,3% ότι δεν εργαζόταν καθόλου την περίοδο της έρευνας.

«Για πρώτη φορά, η μελέτη αυτή ρίχνει φως στο ευρύ φάσμα των συμπτωμάτων, ειδικά των νευρολογικών, που επικρατούν και επιμένουν σε ασθενείς με μακρά COVID. Η μνήμη και η γνωστική δυσλειτουργία που βίωσε το 85% των συμμετεχόντων, ήταν τα πιο διαδεδομένα και επίμονα νευρολογικά συμπτώματα σε όλες τις ηλικίες και με ουσιαστική επίπτωση στην εργασία», αναφέρει η Δρ. Akrami και προσθέτει:
«Οι πονοκέφαλοι, η αϋπνία, ο ίλιγγος, η νευραλγία, οι νευροψυχιατρικές μεταβολές, το τρέμουλο, η ευαισθησία στον θόρυβο και το φως, οι ψευδαισθήσεις (οσφρητική και άλλες), οι εμβοές και άλλα αισθητικο-κινητικά συμπτώματα ήταν επίσης κοινά και μπορεί να υποδηλώνουν μεγαλύτερα νευρολογικά προβλήματα που αφορούν τόσο το κεντρικό όσο και περιφερικό νευρικό σύστημα».

«Μαζί με τα καλά τεκμηριωμένα αναπνευστικά και καρδιαγγειακά συμπτώματα, υπάρχει τώρα σαφής ανάγκη να επεκτείνουμε τις ιατρικές οδηγίες για να αξιολογούμε μεγαλύτερη ποικιλία συμπτωμάτων όταν διαγιγνώσκουμε τη μακρά COVID. Επιπλέον, είναι δεκάδες χιλιάδες οι ασθενείς που υποφέρουν σιωπηρά, αβέβαιοι για το αν τα συμπτώματά τους συνδέονται με την COVID-19. Γι’αυτό θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα εθνικό πρόγραμμα ελέγχου, προσβάσιμο σε όποιον πιστεύει ότι νοσεί. Δεδομένης της ετερογένειας των συμπτωμάτων που επηρεάζουν πολλαπλά συστήματα οργάνων, μόνο με τον εντοπισμό της κύριας αιτίας οι ασθενείς θα λάβουν τη σωστή θεραπεία», καταλήγουν οι επιστήμονες.