Το τεστ καθίσματος σε όρθια θέση, γνωστό ως Sit-To-Stand (STS), είναι μια άσκηση διαρκεί μόλις 30 δευτερόλεπτα, ωστόσο τα αποτελέσματά του μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες ενδείξεις για τη συνολική κατάσταση της υγείας σας.


Τι είναι το τεστ Sit-To-Stand και γιατί θεωρείται δείκτης υγείας

Η απλή κίνηση του να σηκωθεί κανείς από μια καρέκλα ίσως φαίνεται αμελητέα, όμως στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει σημαντικές λειτουργίες του σώματος. Η ικανότητα αυτή αξιολογείται από τους γιατρούς μέσω του τεστ STS, το οποίο καταγράφει πόσες φορές ένα άτομο μπορεί να σηκωθεί από καθιστή θέση σε πλήρη όρθια στάση μέσα σε μισό λεπτό. Η δοκιμασία χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρεία πρωτοβάθμιας φροντίδας ή σε κοινοτικές δομές για τον έλεγχο της υγείας ηλικιωμένων, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί εξίσου εύκολα και στο σπίτι.

«Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χρήσιμο τεστ, καθώς μας δίνει σαφή εικόνα για το πώς λειτουργεί το σώμα ενός ανθρώπου», εξηγεί ο Jugdeep Dhesi, σύμβουλος γηριατρικής στο Guy’s and St Thomas’ NHS Foundation Trust στο Λονδίνο και καθηγητής γηριατρικής ιατρικής στο King’s College London. «Μέσα από αυτό αξιολογούμε τη μυϊκή δύναμη, την ισορροπία και την ευλυγισία. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι μπορεί να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε αυξημένο κίνδυνο πτώσεων, καρδιαγγειακών παθήσεων ή ακόμη και θνησιμότητας».


Πώς να κάνετε σωστά το τεστ Sit-To-Stand στο σπίτι

Για να πραγματοποιήσετε το τεστ στο σπίτι, χρειάζεστε μόνο μια καρέκλα με ίσια πλάτη χωρίς μπράτσα και ένα χρονόμετρο, όπως αυτό που διαθέτουν τα περισσότερα κινητά τηλέφωνα.

Καθίστε στο κέντρο της καρέκλας, σταυρώστε τα χέρια και ακουμπήστε τα στους αντίθετους ώμους. Κρατήστε την πλάτη ίσια και τα πέλματα σταθερά στο πάτωμα. Μόλις ξεκινήσετε το χρονόμετρο, σηκωθείτε σε πλήρη όρθια θέση και καθίστε ξανά. Επαναλάβετε τη διαδικασία για 30 δευτερόλεπτα και μετρήστε πόσες φορές καταφέρνετε να σταθείτε εντελώς όρθιοι. Αν και το τεστ απευθύνεται κυρίως σε άτομα άνω των 60 ετών, εφαρμόζεται και σε νεότερες ηλικίες.


Τι δείχνουν τα αποτελέσματα του τεστ STS για καρδιά, πτώσεις και μακροζωία

Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) έχουν δημοσιεύσει ενδεικτικά αποτελέσματα ανά ηλικιακή ομάδα. Επιδόσεις χαμηλότερες από τον μέσο όρο ενδέχεται να υποδηλώνουν αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων υγείας. Για παράδειγμα, στην ηλικιακή ομάδα 60-64 ετών, ο μέσος όρος είναι 14 επαναλήψεις για τους άνδρες και 12 για τις γυναίκες, ενώ για άτομα 85-89 ετών ο μέσος όρος πέφτει στις οκτώ. Ωστόσο, οι τιμές αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως πρόσφατες επεμβάσεις ή τραυματισμούς.

Μελέτες δείχνουν επίσης ότι μια χαμηλή επίδοση στο τεστ μπορεί να βοηθήσει τους επαγγελματίες υγείας να εντοπίσουν άτομα με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών μετά από χειρουργικές επεμβάσεις ή θεραπείες καρκίνου.

Παράλληλα, χαμηλή βαθμολογία μπορεί να υποδηλώνει μειωμένη λειτουργία καρδιάς και πνευμόνων, αυξάνοντας την πιθανότητα σοβαρών καρδιαγγειακών συμβάντων, όπως έμφραγμα, εγκεφαλικό ή καρδιακή ανεπάρκεια.

Σύμφωνα με το CDC, όσοι βρίσκονται κάτω από τον μέσο όρο της ηλικιακής τους ομάδας αντιμετωπίζουν γενικά μεγαλύτερο κίνδυνο. «Αυτό που μας ανησυχεί ιδιαίτερα», σημειώνει ο Dhesi, «είναι ότι όταν μειώνεται η δύναμη, η ισορροπία, η ευλυγισία και η καρδιαγγειακή υγεία, αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα πτώσεων».

Υπολογίζεται ότι περίπου το 30% των ατόμων άνω των 65 ετών πέφτουν τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ενώ το ποσοστό αυτό φτάνει σχεδόν το 50% στους άνω των 80. Μετά από μια πτώση, πολλοί φοβούνται να κινηθούν, περιορίζουν τις εξόδους τους και οδηγούνται σε κοινωνική απομόνωση. «Ο φόβος της πτώσης δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο», εξηγεί ο Dhesi, «καθώς οι άνθρωποι αποφεύγουν δραστηριότητες και επαφές».

Πέρα από την απομόνωση, οι πτώσεις μπορεί να προκαλέσουν σοβαρούς τραυματισμούς, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. «Δεν μιλάμε μόνο για μικροτραυματισμούς, αλλά και για σοβαρά κατάγματα, όπως του ισχίου», τονίζει. Στις ΗΠΑ, περισσότερα από 300.000 άτομα υφίστανται κάθε χρόνο κάταγμα ισχίου, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφονται περίπου 70.000 περιπτώσεις ετησίως, με σχεδόν το 30% των ασθενών να καταλήγουν μέσα σε έναν χρόνο.

Έρευνα του 2012 έδειξε ότι μια παραλλαγή του τεστ STS αποτέλεσε ισχυρό προγνωστικό δείκτη θνησιμότητας για άτομα ηλικίας 51 έως 80 ετών. Όσοι είχαν χαμηλή βαθμολογία εμφάνιζαν πέντε έως έξι φορές μεγαλύτερη πιθανότητα θανάτου μέσα σε έξι χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, ο Dhesi διευκρινίζει ότι τέτοια τεστ δεν μπορούν να προβλέψουν το προσδόκιμο ζωής.

«Τα αποτελέσματα μάς δείχνουν τι χρειάζεται βελτίωση και ποιες παρεμβάσεις μπορούν να ενισχύσουν την υγεία, την ποιότητα ζωής και την ανεξαρτησία ενός ανθρώπου», καταλήγει. «Η δοκιμή στο σπίτι μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο, βοηθώντας τους ανθρώπους να κατανοήσουν πού βρίσκονται και να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη φροντίδα της υγείας τους».