Ο Θόδωρος Κατσιούλης, επιβάτης τη μοιραίας αμαξοστοιχίας της τραγωδίας των Τεμπών, που είναι από τους επιζώντες του δυστυχήματος, μιλά στο LIVE NEWS για εκείνη τη «μαύρη» μέρα.

Τέμπη: Πήγα να πάρω αναπνοή, με έκαιγαν τα σωθικά μου 

«Πραγματικά θέλω να εκφράσω την αμέριστη συμπαράστασή μου σε αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους. Εγώ ήμουν επιβάτης στο βαγόνι 3 και γυρνούσα από την Αθήνα που είχα πάει για το διήμερο της Καθαράς Δευτέρας για να δω τον γιο μου. Στον σταθμό Λαρίσης υπήρχε μια ένταση, τα παιδιά βιαζόντουσαν να μπούνε μέσα και είπα και σε μια κοπελίτσα "μη βιάζεσαι, δεν θα φύγει το τρένο". Την ώρα που καθόμουν ακούστηκε σαν να τρίζει κάτι, έσβησαν τα φώτα και μία ώθηση με έριξε κάτω, σφηνώθηκα στα πίσω καθίσματα. Για πολύ λίγο είχα χάσει τις αισθήσεις μου και με το που άνοιξα τα μάτια μου άκουγα φωνές. Δεν μπορούσα να πιάσω το κινητό, τα είχα χαμένα. Με το που πήγα να σηκωθώ και πήγα να πάρω αναπνοή, με έκαιγαν τα σωθικά μου και άρχισα να βγάζω τα ρούχα και σκεφτόμουν "πού καίγομαι;". Αυτό ήταν από την εισπνοή και καιγόμουν μέσα. Μετά γέμισε καπνό το βαγόνι από τη φωτιά στα δεξιά», είπε ο κ. Κατσιούλης.



Στη συνέχεια, πρόσθεσε: «Πέρασαν κάποια κορίτσια από πάνω μου και άρχιζαν να φωνάζουν "θα καούμε". Μετά ανάψαμε τους φακούς και από την αριστερή μεριά είδαμε ένα παιδί που είχε ανέβει κάπου και του φωνάξαμε να σπάσει το παράθυρο. Το χτύπησε με ένα σίδερο και το έσπασε. Δεν ξέρω κι εγώ πώς σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο. Κοίταξα κάτω και ήταν περίπου στα 3,5 μέτρα. Έβγαλα το πόδι έξω και πατούσα σε κάτι σίδερα. Έρχεται μία γυναίκα που ήταν με δύο παιδιά και με παρακαλούσε να βοηθήσω το παιδί. Το παιδί ήταν παγωμένο. Της είπα να πηδήξει σιγά σιγά. Μετά έπεσε το αγόρι. Μετά όταν κατεβήκαμε, υπήρχαν άτομα κάτω που φώναζαν βοήθεια. Όλοι βοηθούσαμε. Δεν σου έκανε η καρδιά να φύγεις».