Με την επενδυτική βαθμίδα στην «τσέπη» από το 2023 και νέες αναβαθμίσεις που έρχονται το 2024, με κρισιμότερη αυτή του προσεχούς Μαρτίου από τη Moody’s, οι ελληνικές τράπεζες μπαίνουν σε έναν νέο κύκλο εξελίξεων, με αιχμή τη συνέχεια της αποεπένδυσης του ΤΧΣ.

Οι νέοι διεθνείς και μακροπρόθεσμοι μέτοχοι που έχουν ήδη εμπλουτίσει το δυναμικό των τεσσάρων ελληνικών σημαντικών τραπεζών και άλλοι που θα έρθουν το 2024 θα επιβεβαιώσουν ότι αυτή θα είναι η χρονιά των τραπεζών. Και αυτό καθώς οι ελληνικές τράπεζες, με υγιείς πλέον ισολογισμούς από τα «κόκκινα» δάνεια, καθώς είναι στο τέλος της διαδρομής για δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (στόχος 3% το 2025), θα λειτουργούν σε ένα ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον που τους προσδίδει συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ισχυρότερη φάση του οικονομικού κύκλου σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι υψηλότεροι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, που καταγράφει από το 2019 και μετά -με εξαίρεση το πρώτο έτος της πανδημίας- η ελληνική οικονομία σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, αναμένεται να διατηρηθούν τόσο στο σύνολο του 2023 όσο και το 2024. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ της χώρας μας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί το 2023 κατά περίπου 2,2% έναντι μόλις 0,6% στην Ευρωζώνη, ενώ για το 2024 διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ στο εύρος 2%-2,9% έναντι 1,2% στην Ευρωζώνη.

Το 2024 αναμένεται επίσης να συνεχιστεί η τάση ενίσχυσης των επενδύσεων και η συμβολή τους στο αναπτυξιακό μείγμα. Το πρώτο εννεάμηνο του 2023 οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 7,4%, έχοντας τη μεγαλύτερη θετική συμβολή στην οικονομική μεγέθυνση και προσεγγίζοντας περίπου το ήμισυ της αύξησης του ΑΕΠ. Παράλληλα, το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ της χώρας έχει αυξηθεί στο 14,5%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, απέχοντας ωστόσο σημαντικά από τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα (23,2% το 2007).

Η συμβολή των επενδύσεων στο αναπτυξιακό μείγμα προσδοκάται ότι θα ενισχυθεί την επόμενη τριετία, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας, τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων -πιθανότατα αρχής γενομένης πριν από τα μέσα του 2024- και την πρόσφατη εξασφάλιση επιπλέον πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Πλέον τα συνολικά κεφάλαια από το ΤΑΑ (επιχορηγήσεις και δάνεια) αναμένεται να ανέλθουν σε 36 δισ. ευρώ έως το 2026 και, σε συνδυασμό με τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, θα αποτελέσουν βασικούς πυλώνες στην προσπάθεια τόνωσης  της επενδυτικής δραστηριότητας, κάλυψης μέρους του επενδυτικού κενού και αλλαγής του αναπτυξιακού υποδείγματος της Ελλάδας. Ο ρόλος των τραπεζών στην αξιοποίηση όλων των πόρων που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία θα είναι κομβικός, ενισχύοντας και τη δική τους πιστωτική επέκταση, έσοδα και κέρδη.

Η επενδυτική ροή κεφαλαίων προς την Ελλάδα, καθώς αυτή έχει πλέον επανενταχθεί επιτυχώς στις επενδυτικές επιλογές σημαντικών διεθνών φορέων με μακροπρόθεσμη στόχευση, θα απαιτήσει και την υλοποίηση σημαντικών έργων, τα οποία θα χρηματοδοτήσουν οι τράπεζες. Μέχρι το 2030 δρομολογούνται περίπου 190 έργα υποδομών σε οδικά δίκτυα, αεροδρόμια και λιμάνια, ύψους 28 δισ. ευρώ, στο σκέλος της ψηφιακής μετάβασης είναι σε εξέλιξη έργα εκατοντάδων εκατομμυρίων για δίκτυα οπτικών ινών και data centers, στον κλάδο των τουριστικών υποδομών απαιτούνται περαιτέρω επενδύσεις σε σύγχρονα και βιώσιμα τουριστικά καταλύματα, ενώ στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος βρίσκονται έργα τα οποία προάγουν την ενεργειακή αυτονομία της Ελλάδας με απώτερο στόχο την ανάδειξη της χώρας ως ενεργειακού κόμβου στην ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένων δικτύων υποδομών για αποθήκευση και μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού και υγροποιημένου αερίου, καθώς και έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αξιοποιώντας υφιστάμενες και νέες τεχνολογίες.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 2/1