H παραγωγικά «κακή» χρονιά και η µεγάλη µείωση των αποθεµάτων ελαιολάδου είναι οι βασικοί παράγοντες που ωθούν τις τιµές σε υψηλότερα επίπεδα. Υπάρχει ωστόσο και ένας άλλος παράγοντας που ωθεί προς τα επάνω την τιµή του: η τακτική των παραγωγών να στοκάρουν το προϊόν τους, προκειµένου να το πουλήσουν σε µεταγενέστερο χρόνο και σε υψηλότερες τιµές.

Οι τρεις αυτοί παράγοντες έχουν εκτοξεύσει την τιµή του λαδιού σε πολύ υψηλά επίπεδα. Πλέον η µέση τιµή πώληση στα σουπερµάρκετ κινείται σταθερά πάνω από τα 10 ευρώ το λίτρο, ενώ σε ορισµένες περιπτώσεις πλησιάζει και τα 15 ευρώ το λίτρο. Και καθώς η νέα παραγωγή µπαίνει µε το σταγονόµετρο στην αγορά, οι τιµές στο ράφι παίρνουν φωτιά. Σύµφωνα µε τον πρόεδρο του Συνεταιρισµού Ελαιοπαραγωγών Στέρνας (Μεσσηνίας), Σταύρο Αδαµόπουλο, η παραγωγή φέτος ήταν πολύ κακή για την Ελλάδα. Η χρονιά ούτως ή άλλως ήταν µη αποδοτική, υποστηρίζει. Ηρθαν όµως και οι κακές καιρικές συνθήκες της άνοιξης του 2023, που έριξαν τον ανθό της ελιάς, µε αποτέλεσµα η ακαρπία να επιδεινωθεί.

Η Κοµισιόν στις αναφορές για το ελαιόλαδο σηµειώνει ότι η φετινή παραγωγή (2023/24) στην Ελλάδα θα είναι τουλάχιστον 50% χαµηλότερη από πέρυσι. Αρχικά η εγχώρια παραγωγή εκτιµήθηκε σε 195.000 τόνους λαδιού την περίοδο 2023/24, αλλά νεότερες εκτιµήσεις οδηγούν την εγχώρια παραγωγή σε ακόµη χαµηλότερα επίπεδα και συγκεκριµένα στους 175.000 τόνους. Υπενθυµίζεται ότι τη σεζόν 2022/23 η εγχώρια παραγωγή λαδιού βρέθηκε σε ιδιαίτερα καλά επίπεδα και έφτασε τους 345.000 τόνους. Ταυτόχρονα δεν πήγανε καλά και οι άλλες ελαιοπαραγωγούς χώρες. Η Ισπανία, που πέρυσι (2022/23) είχε µια πολύ κακή χρονιά, φέτος φέρεται ότι την αύξησε κατά 15%, αλλά υπολείπεται πολύ του παρελθόντος. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Ε.Ε., τις δύο τελευταίες σεζόν, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία παρήγαγαν λάδι όσο παρήγε στο παρελθόν µόνον η Ισπανία.

Στην Ευρώπη

Επιπλέον µειώνονται πολύ γρήγορα τα αποθέµατα. Σύµφωνα µε την Κοµισιόν, στο τέλος της φετινής περιόδου παραγωγής λαδιού (Σεπτέµβριος 2024), τα αποθέµατα στην Ε.Ε. θα ανέλθουν σε 302.000 τόνους, από 406.000 τόνους τον περασµένο Σεπτέµβριο και 671.000 τόνους που υπήρχαν τον Σεπτέµβριο του 2022. Σηµειώνεται πως η σεζόν ελαιοπαραγωγής υπολογίζεται από τον Οκτώβριο έως τον Σεπτέµβριο της επόµενης χρονιάς. Με τα παραπάνω, πλέον οι τιµές πώλησης των παραγωγών του έξτρα παρθένου ελαιολάδου ανέρχονται σήµερα στα 9 ευρώ το λίτρο ή κοντά στα 900 ευρώ το εκατόλιτρο, όπως το µετρούν οι διεθνείς στατιστικές.

Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπου οι τιµές έχουν ξεπεράσει τα 10 ευρώ το λίτρο, δηλαδή τα 1.000 ευρώ το εκατόλιτρο. Οι τιµές αυτές αφορούν το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, ενώ για το παρθένο ελαιόλαδο οι τιµές κινούνται σε χαµηλότερα επίπεδα (π.χ. 700 ευρώ το εκατόλιτρο κατά µέσον όρο). Στην Ιταλία και την Ισπανία οι τιµές είναι ακόµη πιο υψηλές. Στην Ιταλία, για παράδειγµα, το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έχει πλέον ξεπεράσει προ πολλού τα 900 ευρώ το εκατόλιτρο (κινήθηκε στα 960 ευρώ τον Ιανουάριο του 2024), ενώ και στην Ισπανία έσπασε το φράγµα των 900 ευρώ, µέσα στον προηγούµενο Ιανουάριο.

Στην Ελλάδα η µέση τιµή παραγωγού τον µήνα που διανύουµε κινήθηκε κάτω από τα 900 ευρώ το εκατόλιτρο. Ολα τα παραπάνω δείχνουν ότι οι τιµές πώλησης του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στο ράφι στη χώρα µας σιγά σιγά θα διαµορφωθούν πάνω από τα 15 ευρώ το λίτρο, ενώ δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν σε πολλές περιπτώσεις και τα 20 ευρώ. Εκτός της µειωµένης παραγωγής, σύµφωνα µε τον κ. Αδαµόπουλο, στην αύξηση της τιµής συντελεί και η αποθεµατοποίηση των όποιων µικρών ποσοτήτων λαδιού έχει παραχθεί φέτος. «Πολλοί είναι εκείνοι που αποθεµατοποιούν την παραγωγή τους προκειµένου να πουλήσουν αργότερα σε υψηλότερη τιµή», παραδέχεται, σηµειώνοντας ότι η αποθεµατοποίηση του λαδιού είναι µια εύκολη υπόθεση, δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο κόστος, ενώ το προϊόν δεν καταστρέφεται µε την πάροδο του χρόνου. «Σήµερα το λάδι τους πουλάνε όσοι (παραγωγοί) έχουν προβλήµατα ρευστότητας ή θέλουν να αγοράσουν κάτι», λέει ο κ. Αδαµόπουλος. Πάντως πρέπει να επισηµανθεί ότι οι υψηλές τιµές που έχουν διαµορφωθεί στο ελαιόλαδο έχουν ήδη µειώσει την κατανάλωση του προϊόντος στην Ε.Ε., η οποία για φέτος (2023/24) αναµένεται να διαµορφωθεί σε 1.190.000 τόνους, από 1.232.000 τόνους πέρυσι και 1.540.000 τόνους την περίοδο 2021/22.

*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής