Εάν κάποιος βγήκε κερδισμένος από το Eurogroup της Δευτέρας, αυτός ήταν μάλλον το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, συμπεραίνει κανείς διαβάζοντας τις αναλύσεις των επενδυτικών οίκων του εξωτερικού. Η επιρροή την οποία είχε η πρόσφατη ανάλυση του Ταμείου για το ελληνικό χρέος στην ατζέντα των πιστωτών είναι πλέον εμφανής, όπως και η επικράτηση των απόψεων του οργανισμού της Ουάσινγκτον στη συζήτηση για το ελληνικό ζήτημα. Επειτα από αυτά, οι αναλυτές διαπιστώνουν ότι όλες οι πλευρές δείχνουν πλέον κάποια ευελιξία σε θέματα που έως τώρα «μπλόκαραν» τη συμφωνία. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ωστόσο, ότι η συμφωνία θα είναι μια εύκολη υπόθεση ή, πολύ περισσότερο, μια ουσιαστική λύση για την Ελλάδα.

«Παρότι μένει να γίνει ακόμη πολλή δουλειά, φαίνεται πως στόχος είναι να επιτευχθεί συμφωνία σε επίπεδο staff level agreement το αργότερο έως τις ολλανδικές εκλογές της 15ης Μαρτίου», με τις οποίες, άλλωστε, ανοίγει ο εκλογικός κύκλος στην Ευρώπη, διαπιστώνει ο οικονομολόγος της Barclays Φρανσουά Καμπό. Ο βρετανικός επενδυτικός οίκος θεωρεί ότι η Αθήνα θα λάβει μεν τα 6,1 δισ. ευρώ από τα δάνεια διάσωσης εγκαίρως, πριν από τις σημαντικές αποπληρωμές χρέους του Ιουλίου, όμως δεν αποκλείει η εκταμίευση να εξελιχθεί για ακόμα μία φορά σε θρίλερ, αφού εκτιμά ότι, κατά πάσα πιθανότητα, η δόση θα «σπάσει» σε αρκετές υποδόσεις.

Η πρώτη ευκαιρία για μια συμφωνία θα έρθει στο Eurogroup της 20ής Μαρτίου και, στην περίπτωση ναυαγίου, τη σκυτάλη θα πάρει το άτυπο Eurogroup της 7ης Απριλίου στη Μάλτα, επισημαίνει η Eurasia Group. «Στην Αθήνα ελπίζουν ότι αυτό θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την είσοδο της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 27 Απριλίου», εξηγεί ο αναλυτής του think tank Μουχτάμπα Ράχμαν. Ομως, όπως φαίνεται, αυτό είναι ένα μάλλον αισιόδοξο σενάριο, αφού η Citi επιμένει ότι η πολιτική συμφωνία δεν θα έρθει πριν από τον Ιούνιο. Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος αναγνωρίζει ότι θέληση των Ευρωπαίων είναι να αποφύγουν ένα αδιέξοδο που θα δημιουργούσε μια σκιά στις εκλογικές αναμετρήσεις σε Γαλλία και Γερμανία, εντούτοις πιστεύει ότι, όπως έχει γίνει και στο παρελθόν, η συμφωνία θα κλείσει όταν η Ελλάδα θα βρίσκεται στο «παρά πέντε» της χρεοκοπίας.

Αυτό στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές είναι ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν αποχωρεί για την ώρα από το ελληνικό πρόγραμμα και αυτό είναι ένα πρώτο θετικό βήμα. Η Eurasia θεωρεί ενδεικτική της επικράτησης των απόψεων του Ταμείου τη δήλωση του προέδρου του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ότι πλέον υπάρχει συμφωνία πως χρειάζονται «βαθύτερες μεταρρυθμίσεις» στους τομείς του φορολογικού, του ασφαλιστικού και των εργασιακών, προκειμένου να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση. «Αυτό δεν έβρισκε σύμφωνους αρχικά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς», εξηγεί ο Ράχμαν της Eurasia. Η Citi συμφωνεί ότι το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων, που δίχαζε τους πιστωτές, βρίσκεται για την ώρα εκτός της διαπραγμάτευσης. Και η Barclays χαρακτηρίζει σημαντική την αλλαγή του μείγματος πολιτικής, με τη στροφή από τη λιτότητα στις μεταρρυθμίσεις, αφού βοηθά να παραμείνει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.

Επειτα από αυτήν τη μετατόπιση των θέσεων των πιστωτών, οι οίκοι μιλούν για αυξημένη ευελιξία, που δημιουργεί έδαφος για την τελική συμφωνία. «Η μικρότερη έμφαση στη λιτότητα ενδέχεται να μαρτυρά μεγαλύτερη προθυμία από την πλευρά των Ευρωπαίων πιστωτών να δώσουν σημαντικότερη ελάφρυνση χρέους από ό,τι σκόπευαν», εξηγεί ο Καμπό της Barclays. Από την άλλη πλευρά, κερδίζει έδαφος η άποψη ότι το ΔΝΤ θα συμφωνήσει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ακόμα και χωρίς τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, εφόσον το Βερολίνο συμφωνήσει να συγκεκριμενοποιήσει τα μεσοπρόθεσμα μέτρα χρέους, αναφέρει η Eurasia. «Είναι αυτονόητο, βέβαια, ότι αυτά τα μέτρα θα εφαρμοστούν μόνο μετά το 2018», ξεκαθαρίζει ο Ράχμαν. Η Barclays επιμένει στην άποψή της ότι η οριστικοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που θα ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη της Ελλάδας στο QE, θα καταστεί δυνατή μόνο μετά τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης, κατά το δ’ τρίμηνο του 2017.

Λύση «μία από τα ίδια» βλέπουν οι ειδικοί

Ανεξάρτητα από το timing της τελικής συμφωνίας, οι αναλυτές δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι για το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητά της. Οπως έγραψε ο οικονομολόγος της Goldman Sachs Χιου Πιλ, οι όποιες αποφάσεις για την Ελλάδα θα ληφθούν με πολιτικά και όχι με οικονομικά κριτήρια. Από τις βαθιές πολιτικές αβεβαιότητες που χαρακτηρίζουν τόσο τις σχέσεις της Αθήνας με τους πιστωτές όσο και εκείνες ανάμεσα στους πιστωτές δεν θα μπορούσε να προκύψει μια «κομψή λύση», τονίζει ο Πιλ. «Πραγματικά, αυτό που περιμένουμε να αναδυθεί δεν είναι ούτε κομψό αλλά ούτε και λύση», δηλώνει χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, οι πιστωτές θα επιλέξουν και πάλι τη λύση του λεγόμενου «muddling through», δηλαδή μιας μη λύσης που θα διατηρεί το σημερινό status quo και θα αποτρέπει την επανάληψη της κρίσης του 2010-2012, αλλά δεν θα δημιουργεί τις βάσεις για μια ουσιαστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Ακόμα και εάν υπάρξει τελικά μια τέτοια συμφωνία, οι στόχοι του προγράμματος δεν πρόκειται να επιτευχθούν, αναφέρει η επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη, Τζένιφερ ΜακΚίον. Η εταιρεία ερευνών στηρίζει την άποψή της αυτή στην εκτίμηση ότι οι στόχοι του προγράμματος για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι υπερβολικά αισιόδοξοι, όπως φάνηκε, άλλωστε, και από την εκ νέου συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά το δ’ τρίμηνο του 2017. «Η δική μας πρόβλεψη μιλά για ανάπτυξη 0,5% φέτος, σε αντίθεση με την υπόθεση για 2,7% πάνω στην οποία έχει στηριχθεί το πρόγραμμα διάσωσης», σημειώνει η ΜακΚίον.

 

 

 

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επένδυση