Αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων ζητά (και) το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία στο πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας.

Εκφράζει ανησυχία για τον αντίκτυπο προεκλογικών αποφάσεων και εξαγγελιών στην απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όπως και για πιέσεις στα δημοσιονομικά από δικαστικές αποφάσεις για τις συντάξεις και τα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων.

Ουσιαστικά το Ταμείο έρχεται να προστεθεί στη μακρά (πλέον) λίστα των «ανήσυχων» για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και ενώ η χώρα βρίσκεται σε μακρά προεκλογική περίοδο και ο ΣΥΡΙΖΑ μοιράζει ασταμάτητα παροχές για να αποφύγει την συντριβή.

Αρχικά ήταν οι ευρωπαίοι εταίροι του ΔΝΤ, οι οποίοι έβαλαν στον «πάγο» τη δόση του 1 δισ. ευρώ, χτυπώντας καμπανάκι για τη ρύθμιση που θα πάρει τη θέση του «νόμου Κατσέλη». Ακόμα και ο σταθερός σύμμαχος του ΣΥΡΙΖΑ, Πιέρ Μοσκοβισί εμφανίστηκε ανήσυχος, ενώ «αγκάθι» αποτελούν γενικότερα οι ρυθμοί (μη) υλοποίησης μεταρρυθμίσεων.

Ακολούθησε μπαράζ δημοσιευμάτων, τόσο στον αμερικανικό όσο και στον ευρωπαϊκό Τύπο για την απροθυμία της κυβέρνησης Τσίπρα να προχωρά τις μεταρρυθμίσεις και την αντίστοιχη προθυμία της να θυσιάζει την ανάπτυξη στις παροχές εν όψει εκλογών.

Κατά τα άλλα, η έκθεση του ΔΝΤ κάνει αναφορά στα αναδρομικά που ήδη πληρώθηκαν σε ένστολους και λοιπά ειδικά μισθολόγια, υπολογίζοντας ότι η επιδίκαση αναδρομικών στις προσφυγές επί των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων του 2012, θα κοστίσει στον προϋπολογισμό 6,4 δισ. ευρώ, ενώ περί τα 2,4 δισ. ευρώ στοιχίζουν τα αναδρομικά για τα Δώρα στο Δημόσιο.

Το ΔΝΤ βάζει αστερίσκους σε αυτές τις εκτιμήσεις, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες π.χ. ως προς τον αριθμό των δικαιούχων ή των ετών που θα ανατρέχουν τα αναδρομικά. Ο μεγαλύτερος αστερίσκος μπαίνει στις προσφυγές εναντίον του νόμου Κατρούγκαλου, με την υποσημείωση ότι αν «πέσει» θα έχει μεσοπρόθεσμα κόστος 2%-4% του ΑΕΠ.

Οι δικαστικές αποφάσεις δεν αφορούν, όμως, μόνο στα αναδρομικά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ταμείου, η πλήρης αποκατάσταση των περικοπών στο Δημόσιο, θα κοστίζει ετησίως γύρω στο 0,2% του ΑΕΠ, αλλά σε συνδυασμό με άλλες διεκδικήσεις, ο λογαριασμός ανεβαίνει στο 0,8% του ΑΕΠ.

Το Ταμείο συμπεριλαμβάνει στους παράγοντες ενός δημοσιονομικού σοκ, τις εξαγγελίες για μείωση του ΦΠΑ, που θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό από το 2021 με 0,4% του ΑΕΠ, καθώς και τις καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων 2,1 δισ. ευρώ φέτος και 1 δισ. τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα ελλείψει δημοσιονομικών μέτρων, να ασκούν πιέσεις αφού το «μαξιλάρι» και κάποια συμπίεση δαπανών, εκτιμάται ότι δεν θα «απορροφούν» παρά μόνο 1 δισ ετησίως.

Το αποτέλεσμα: Ο περιορισμός της πρόσβασης στις αγορές, που σε συνδυασμό με το «πάγωμα» των δόσεων από τα κέρδη του Ευρωσυστήματος και το «ξόδεμα» του ταμειακού αποθέματος, θα προκαλέσει μια χρηματοδοτική τρύπα 4,7 δισ. ευρώ το 2021, η οποία θα φτάσει στα 15,2 δισ. ευρώ το 2024.

 Διαμηνύει πως το τραπεζικό σύστημα παραμένει ευάλωτο, ενώ στον τομέα των «κόκκινων» δανείων θεωρεί αναγκαίο να αποφευχθούν μέτρα που θα διαβρώνουν την πειθαρχία των οφειλετών. Επιμένει τέλος στη μείωση του αφορολόγητου και στην ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών συντελεστών.

Τα πέντε «αγκάθια»

Επιγραμματικά, οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ εντοπίζουν πέντε κινδύνους:

1. Μεταρρυθμιστική κόπωση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πισωγυρίσματα έναντι προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ιδίως εξαιτίας της προοπτικής εκλογών εντός του 2019.
2. Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών.
3. Μεγαλύτερες των προβλεπομένων αρνητικές επιδράσεις των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη και καθυστερήσεις στις επενδύσεις λόγω πολιτικής αβεβαιότητας.
4. Ραγδαία επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών.
5. Αύξηση του διεθνούς προστατευτισμού με ενίσχυση των εμπορικών πολέμων.