Ο πανικός του Μιχάλη Καλογήρου από την άρνηση της ΝΔ
«Οι μάσκες έπεσαν», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, σχολιάζοντας την απάντηση της ΝΔ, στην επιστολή που έστειλε στον πρόεδρο του κόμματος, με την οποία του ζητούσε να υπάρξει συναίνεση στην διαδικασία τοποθέτησης της νέας ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Η αρνητική απάντηση της ΝΔ στην επιστολή, με την οποία επιδιώκεται να υπάρξει θεσμική συναίνεση σε αυτό το ζήτημα, είναι αποκαλυπτική των προθέσεων της, σχολίασε ο υπουργός Δικαιοσύνης. Εξήγησε ότι το πιο σημαντικό της επιστολής προς τον πρόεδρο της ΝΔ, ήταν η εκδήλωση της πρόθεσης το πολιτικό σύστημα να επιδιώκει συναίνεση σε τέτοια ζητήματα, όπως πρέπει και μπορεί.
Ολόκληρη η επιστολή
«Είναι γνωστό ότι σήμερα το πρωί απέστειλα επιστολή στον Πρόεδρο της Νέας
Δημοκρατίας αναφορικά με τον ορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων.
Με την κίνηση αυτή δεν αμφισβητούνταν η εξουσία της κυβέρνησης να ορίσει η ίδια όπως προβλέπεται ρητά στο Σύνταγμα την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων, αλλά γινόταν μια ύστατη προσπάθεια κατασίγασης των παθών και θεσμικής νηφαλιότητας γύρω από το
σχετικό ζήτημα. Κι αυτό προκειμένου να πάψει να δίνεται η εικόνα ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «προίκα» της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας για την οποία διαγκωνίζονται μεταξύ τους τα κόμματα.
Αντί, λοιπόν, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να συγκλίνει στην αναγκαία από τα πράγματα συνεννόηση, επέλεξε, δια του Τομεάρχη Δικαιοσύνης του κόμματός του κ. Παναγιωτόπουλου, να απαντήσει με τρόπο απαξιωτικό για τον ελληνικό λαό και τους θεσμούς της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας. Η ΝΔ φαίνεται να παραγνωρίζει την ειδική συνταγματική πρόβλεψη για την επιλογή της ηγεσίας των δικαστηρίων και επιλέγει να αντιμετωπίζει αυτήν σαν να υπάγεται σε διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους υπαλλήλους, θεωρώντας ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω ο νόμος 2190/1994, που απαγορεύει τους διορισμούς σε προεκλογική περίοδο.
Παρόλα αυτά, ήδη από το πρωί έχουμε επισημάνει το νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται ότι η διαδικασία προεπιλογής των δικαστών που μπορούν να οριστούν στην κορυφή των ανωτάτων δικαστηρίων από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής μπορεί να παραλειφθεί όταν η τελευταία αδυνατεί να συνεδριάσει επειδή έχει διαλυθεί η Βουλή.
Αν λοιπόν θα μπορούσε η ηγεσία της Δικαιοσύνης να οριστεί χωρίς άλλο ουδέν ενώ η Βουλή θα είχε διαλυθεί, τότε δεν αμφισβητείται ότι αυτό μπορεί να γίνει τώρα από μια κυβέρνηση που εξακολουθεί να κυβερνά έχοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Όμως, με την απάντησή του ο κ. Μητσοτάκης αποκαλύπτεται, αφού δεν διστάζει να προδικάσει μελλοντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας στην περίπτωση που θα ερχόταν ενώπιον αυτού αίτηση ακύρωσης των Προεδρικών Διαταγμάτων περί ορισμού της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, προσβάλλοντας περαιτέρω την ελευθεροφροσύνη των δικαστικών λειτουργών της χώρας.
Δυστυχώς, το προσκλητήριο ωριμότητας που απηύθυνα σήμερα στην αξιωματική αντιπολίτευση απορρίφθηκε. Διαψεύδονται έτσι οι ελπίδες του νομικού κόσμου και των δικαστικών ενώσεων, που φάνηκε να το επικροτούν, από την αλαζονεία της ΝΔ που συμπεριφέρεται λες και έχουν ήδη διενεργηθεί και έχουν ήδη κερδηθεί οι επερχόμενες εθνικές εκλογές, προσβάλλοντας εντέλει τον ίδιο τον ελληνικόλαό».
Η αρνητική απάντηση της ΝΔ στην επιστολή, με την οποία επιδιώκεται να υπάρξει θεσμική συναίνεση σε αυτό το ζήτημα, είναι αποκαλυπτική των προθέσεων της, σχολίασε ο υπουργός Δικαιοσύνης. Εξήγησε ότι το πιο σημαντικό της επιστολής προς τον πρόεδρο της ΝΔ, ήταν η εκδήλωση της πρόθεσης το πολιτικό σύστημα να επιδιώκει συναίνεση σε τέτοια ζητήματα, όπως πρέπει και μπορεί.
Ολόκληρη η επιστολή
«Είναι γνωστό ότι σήμερα το πρωί απέστειλα επιστολή στον Πρόεδρο της Νέας
Δημοκρατίας αναφορικά με τον ορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων.
Με την κίνηση αυτή δεν αμφισβητούνταν η εξουσία της κυβέρνησης να ορίσει η ίδια όπως προβλέπεται ρητά στο Σύνταγμα την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων, αλλά γινόταν μια ύστατη προσπάθεια κατασίγασης των παθών και θεσμικής νηφαλιότητας γύρω από το
σχετικό ζήτημα. Κι αυτό προκειμένου να πάψει να δίνεται η εικόνα ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «προίκα» της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας για την οποία διαγκωνίζονται μεταξύ τους τα κόμματα.
Αντί, λοιπόν, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να συγκλίνει στην αναγκαία από τα πράγματα συνεννόηση, επέλεξε, δια του Τομεάρχη Δικαιοσύνης του κόμματός του κ. Παναγιωτόπουλου, να απαντήσει με τρόπο απαξιωτικό για τον ελληνικό λαό και τους θεσμούς της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας. Η ΝΔ φαίνεται να παραγνωρίζει την ειδική συνταγματική πρόβλεψη για την επιλογή της ηγεσίας των δικαστηρίων και επιλέγει να αντιμετωπίζει αυτήν σαν να υπάγεται σε διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους υπαλλήλους, θεωρώντας ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω ο νόμος 2190/1994, που απαγορεύει τους διορισμούς σε προεκλογική περίοδο.
Παρόλα αυτά, ήδη από το πρωί έχουμε επισημάνει το νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται ότι η διαδικασία προεπιλογής των δικαστών που μπορούν να οριστούν στην κορυφή των ανωτάτων δικαστηρίων από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής μπορεί να παραλειφθεί όταν η τελευταία αδυνατεί να συνεδριάσει επειδή έχει διαλυθεί η Βουλή.
Αν λοιπόν θα μπορούσε η ηγεσία της Δικαιοσύνης να οριστεί χωρίς άλλο ουδέν ενώ η Βουλή θα είχε διαλυθεί, τότε δεν αμφισβητείται ότι αυτό μπορεί να γίνει τώρα από μια κυβέρνηση που εξακολουθεί να κυβερνά έχοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Όμως, με την απάντησή του ο κ. Μητσοτάκης αποκαλύπτεται, αφού δεν διστάζει να προδικάσει μελλοντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας στην περίπτωση που θα ερχόταν ενώπιον αυτού αίτηση ακύρωσης των Προεδρικών Διαταγμάτων περί ορισμού της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, προσβάλλοντας περαιτέρω την ελευθεροφροσύνη των δικαστικών λειτουργών της χώρας.
Δυστυχώς, το προσκλητήριο ωριμότητας που απηύθυνα σήμερα στην αξιωματική αντιπολίτευση απορρίφθηκε. Διαψεύδονται έτσι οι ελπίδες του νομικού κόσμου και των δικαστικών ενώσεων, που φάνηκε να το επικροτούν, από την αλαζονεία της ΝΔ που συμπεριφέρεται λες και έχουν ήδη διενεργηθεί και έχουν ήδη κερδηθεί οι επερχόμενες εθνικές εκλογές, προσβάλλοντας εντέλει τον ίδιο τον ελληνικόλαό».