Την αποδοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας έχει ο Προϋπολογισμός του 2020 που ψηφίζεται απόψε. Με συνέντευξή του στα parapolitika.gr ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) Παναγιώτης Λιαργκόβας, χαρακτηρίζει «εφικτό στόχο» την πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης στο 2,8% το επόμενο έτος.

Επισημαίνει ακόμη ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ότι το ποσοστιαίο μέγεθος της ανάπτυξης για το 2019 θα κινηθεί στο επίπεδο του 2%, ενώ θέτει ως προϋπόθεση τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την ανοδική πορεία της Οικονομίας.

Όλη η συνέντευξη:

Κύριε καθηγητά, πώς κρίνετε τον Προϋπολογισμό του 2020; Κινείται σε στέρεα βάση ή είναι υπεραισιόδοξος;

Είναι σε στέρεα βάση για τους εξής λόγους. Κατ΄ αρχήν προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,8% ο οποίος θα προέλθει περισσότερο από τις επενδύσεις, λιγότερο από τις εξαγωγές και πολύ λιγότερο από την κατανάλωση. Το 2,8% δεν πιστεύω ότι κινείται εκτός πραγματικότητας αλλά αποτελεί ρεαλιστική πρόβλεψη. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το φετινό επίπεδο της ανάπτυξης θα οδηγηθεί μάλλον οριακά άνω του 2%.

Οι ευρωπαϊκές αρχές όμως και ο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαφωνούν με αυτήν την πρόβλεψη…

Όντως, οι εκτιμήσεις τους είναι διαφορετικές ωστόσο από τα πρόσφατα μεγέθη που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ φαίνεται μια δυναμική λίγο πιο πάνω από το 2%. Ήδη το 9μηνο «έκλεισε» στο 2,3% με αυξανόμενη τάση για το 2020. Αν τα στοιχεία του 2019 ήταν πιο μετριασμένα, τότε θα λέγαμε ότι θα ήταν δύσκολος ο στόχος του 2,8% για το επόμενο έτος. Βέβαια όλα αυτά τα θετικά, πάντοτε με μία προϋπόθεση, ότι θα συνεχιστούν και θα εντατικοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις. Τα πράγματα δεν είναι τόσο αυτοματοποιημένα. Υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη.

Βλέπετε να υλοποιούνται αυτές οι μεταρρυθμίσεις;

Κοιτάξτε, έχουν δρομολογηθεί ορισμένες από την προηγούμενη κυβέρνηση αλλά πλέον έχει αποκτήσει ουσιαστικά χαρακτηριστικά η προσπάθεια αυτή. Όπως για παράδειγμα, στο αποκαλούμενο «Τραπεζικό», στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για πολύ μεγάλο διάστημα συζητούσαμε για ένα σχέδιο που θα βοηθούσε τις τράπεζες, τον ιδιωτικό τομέα και βεβαίως τους θιγόμενους δανειολήπτες. Πλέον, το σχέδιο αυτό υπάρχει και βρίσκεται στο στάδιο της έγκρισης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Συνεπώς, η υλοποίηση του θα βοηθήσει παρά πολύ στη διαχείριση και αντιμετώπιση του οξύτατου αυτού προβλήματος των «κόκκινων δανείων». Κατόπιν, τα φορολογικά. Με το νέο φορολογικό πλαίσιο προκύπτουν αρκετές μειώσεις φόρων υπέρ της πραγματικής οικονομίας. Στο συγκεκριμένο, ευνοούνται ιδιαίτερα οι μικροί επιχειρηματίες, ενώ ξεπαγώνει η επί σειρά ετών αδρανής οικοδομική δραστηριότητα. Όλα αυτά, λοιπόν, θα βοηθήσουν αναμφισβήτητα στο να αρθεί ένα βάρος από τους επαγγελματίες και τους επιχειρούντες.

Η μείωση φόρων και οι περαιτέρω φοροαπαλλαγές δεν συνεπάγονται απώλεια εσόδων των Δημοσίων Ταμείων;

Δεν νομίζω ότι θα προκύψει τέτοιο ζήτημα. Τα προηγούμενα χρόνια φτάσαμε σε τέτοιο σημείο επιβολής μέτρων όπου είχε ξεπεραστεί το μέγιστο ύψος επιβάρυνσης όσων έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν φόρους. Κι εξαιτίας της υπερφορολόγησης προέκυπταν τα ακριβώς αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Δηλαδή, η υπερφορολόγηση δηλητηρίαζε την πραγματική οικονομία και καθήλωνε την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου η νέα κυβέρνηση , αποφασίζοντας μείωση φόρων, μειώνει παράλληλα και το δηλητήριο που υπήρχε στην Οικονομία.

Τεκμαίρεται από τους αριθμούς, ότι έχει αρχίσει να ανασαίνει η Οικονομία;

Ναι, από τους λεγόμενους πρόδρομους δείκτες, από το Οικονομικό κλίμα και τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Στο ΚΕΠΕ διαθέτουμε και επεξεργαζόμαστε ένα ακόμη στατιστικό εργαλείο, τον Δείκτη Φόβου Επενδυτών. Ο Δείκτης αυτός είχε κορυφωθεί πριν τις εκλογές και πλέον έχει αποκλιμακωθεί. Από μέρα σε μέρα, από μήνα σε μήνα εμφανίζει συνεχή καθοδική τάση. Άρα, το επενδυτικό κλίμα έχει βελτιωθεί.

Από πού προέρχονται οι πόροι των πρόσθετων κοινωνικών παροχών; Μήπως έχει αρχίσει να «ξηλώνεται το μαξιλάρι»;

Κανείς δεν μπορεί να πειράξει το «μαξιλάρι» των 37 δις ευρώ της Ελληνικής Οικονομίας. Έχει διαμορφωθεί σε συμφωνία με τους «θεσμούς» από τις εξόδους που κατά καιρούς κάναμε στις διεθνείς αγορές χρήματος και από τα υπερπλεονάσματα. Αποτελεί δε, μέρος διακρατικών συμβάσεων και συνεπώς δεν θίγεται από καμία κυβέρνηση. Αυτές οι παροχές που λέτε, θα χρηματοδοτηθούν από την υπέρβαση των στόχων των προηγούμενων ετών. Από το 2016 και εντεύθεν δημιουργήθηκε υπερπλεόνασμα περίπου 11 δις ευρώ κι από ‘δω αντλούνται πόροι για τις επιπλέον αναγκαίες κοινωνικές δράσεις.

Επομένως, αυτός ο προϋπολογισμός έχει την κρισιμότητα του γιατί από το 2020 και μετά η κυβέρνηση θα «καίει καύσιμα» αποκλειστικώς δικά της...

Ακριβώς. Έτσι όπως έχει σχεδιαστεί και από τις ανακοινώσεις που έγιναν στη Βουλή, στον Προϋπολογισμό του 2020 δεν θα καταγραφούν υπερπλεονάσματα. Προβλέπεται ένα πολύ οριακό μέγεθος ως υπέρβαση.

Πέραν των πολλών θετικών, ποια αρνητικά σημεία εντοπίζετε; Θεωρείτε ότι θα έπρεπε να σχηματιστούν προβλέψεις για μεγέθη που δεν έχουν ληφθεί υπόψη; Μήπως για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων;

Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), είναι ένα θέμα. Υφίσταται από την προηγούμενη κυβέρνηση και απευθυνόμενος στην τότε ηγεσία του υπ. Οικονομικών, μου είχαν πει ότι η μη αξιοποίηση των πόρων οφείλεται στην αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να πραγματοποιήσει δημόσιες επενδύσεις. Πρόκειται για εγγενή αδυναμία που πρέπει να θεραπευθεί και δεν ξέρω πότε θα συμβεί αυτό. Ένα δεύτερο πρόβλημα σχετίζεται με τους ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης το οποίο αναδεικνύονταν σε όλα τα Μνημόνια, το έθετε πάντα η Τρόικα. Η επιτάχυνση στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων θεωρείται σημαντική για τους επενδυτές. Δεν βλέπω να γίνονται πολλά βήματα προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και τρίτον, η Δημόσια Διοίκηση. Παρότι έχουν ληφθεί μέτρα απλοποίησης των γραφειοκρατικών διαδικασιών, δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο επιθυμητό επίπεδο. Πιστεύω λοιπόν ότι οι δημόσιες επενδύσεις, η Δικαιοσύνη και η λειτουργία των υπηρεσιών είναι ζητήματα στα οποία πρέπει να δοθεί πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα.

Τα εξωτερικά ζητήματα, όπως τα Ελληνοτουρκικά ή το προσφυγικό, δεν επηρεάζουν τις επενδυτικές κινήσεις;

Σαφώς και επηρεάζουν. Και μάλιστα πολύ. Αν η διαμόρφωση των οικονομικών συνθηκών κατευθύνεται σε μεγάλο μέρος από τις πολιτικές αποφάσεις, οι εξωτερικοί παράγοντες δεν μπορούν πάντα να προβλεφθούν. Δυστυχώς δύνανται να λειτουργήσουν ανασταλτικά παρά τις όποιες σοβαρές και συνετές προσπάθειες κάνει μια κυβέρνηση στον οικονομικό τομέα και στο νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών της. Το μεταναστευτικό, για παράδειγμα, σαφώς και επηρεάζει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό όπως και τα γεωπολιτικά. Απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί, ιδιαίτερη προσοχή και συνεργασία με τους εταίρους.

Στην παρούσα φάση, ποια θα πρέπει να είναι η βασική προτεραιότητα για την ουσιαστική αναστροφή του κλίματος; Το ρωτώ γιατί τώρα ακόμη είμαστε ακόμη στο στάδιο της ψυχολογικής ώθησης…

Θεωρώ ότι τα πράγματα θα αλλάξουν όταν θα δούμε να υλοποιούνται επενδύσεις, ιδίως κάποιες εμβληματικές όπως αυτή του Ελληνικού. Για να το πω απλά, όταν θα δούμε μπουλντόζες στο Ελληνικό, τότε θα έχει γίνει το πρώτο βήμα. Πολλά πράγματα έχουν δρομολογηθεί και ήδη υλοποιούνται μικρές επενδυτικές προσπάθειες. Κάποια στιγμή η ψυχολογία και το καλό κλίμα εξασθενούν και πρέπει να πάρουν τη θέση τους τα «πραγματικά έργα» τα οποία θα γίνουν διακριτά διά γυμνού οφθαλμού.