Γεραπετρίτης: Η κυβέρνηση δεν φακελώνει και δεν στοχοποιεί κανέναν
Δεν είναι δικής του αρμοδιότητας η ερώτηση για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων πολιτών από εν ενεργεία βουλευτή, δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας
«Κανένας φάκελος δεν τηρείται, καμία στοχοποίηση δεν υπάρχει, δεν λειτουργεί έτσι η κυβέρνηση», απάντησε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης στον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτο, στην επίκαιρη ερώτηση που του υπέβαλε σχετικά με «Διαρροή προσωπικών δεδομένων πολιτών από εν ενεργεία βουλευτή».
Ο κ. Τσακαλώτος έθεσε στον κ. Γεραπετρίτη τα ερωτήματα «Σε ποιον είναι γνωστές αυτές οι πληροφορίες, το όνομα τα φρονήματα, η ένταξη ή η δραστηριότητα του συγκεκριμένου προσώπου, καθώς και εάν υπάρχουν φάκελοι;» και «Πώς έφτασαν στα χέρια του κ. Κυρανάκη τα προσωπικά δεδομένα, που δεν τον ήξερε, αλλά τα είπε όλα σε συνέντευξή του». Και έθεσε το ζήτημα εάν παρανόμησε ο κ. Κυρανάκης στο πλαίσιο του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Ο υπουργός Επικρατείας απάντησε πως «από σεβασμό στον καθηγητή κ. Τσακαλώτο βρίσκομαι στη Βουλή και όχι επειδή είναι δικής μου αρμοδιότητας η ερώτηση».
«Όσο και το ζήτημα της τήρησης των προσωπικών δεδομένων, εκφεύγουν της δικής μου αρμοδιότητας και είναι εκτός του πλαισίου του κοινοβουλευτικού έργου.
Δεν μπορώ να απαντήσω εκ μέρους βουλευτών ούτε και του κόμματος, δεν είναι στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Δεν μπορώ να αποδώσω ποινική ευθύνη σε βουλευτή, τα δικαστήρια κι οι αρμόδιες συνταγματικές αρχές θα αποδώσουν εάν υπάρχει τέτοιο θέμα», είπε ο κ. Γεραπετρίτης και συνέχισε:
«Τι συνέβη λοιπόν, είχαμε το ίδιο βράδυ τη διακίνηση πληροφοριών.
Η διακίνηση καθιστά το γεγονός γνωστό στη δημόσια σφαίρα. Όλοι γνώριζαν από την στιγμή που υπάρχουν χιλιάδες διανομές στο διαδίκτυο, δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν υπήρχε κυκλοφορία των δεδομένων.
Ειπώθηκε ότι υπήρξαν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που αναφέρθηκαν στον δημόσιο λόγο. Η πληροφορία κινείται ανεξέλεγκτα για το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του, είναι δύσκολος ο έλεγχος να γίνει».
Ο κ. Τσακαλώτος από την πλευρά του αντέτεινε πως «υπάρχει non paper που ξέρουμε ότι το έλαβαν οι βουλευτές και τα μέσα ενημέρωσης. Δεν θα επιστρέψουμε στην εποχή των φακελωμάτων για να στοχοποιηθεί κόσμος. Συνεπώς είτε ο συγκεκριμένος άνθρωπος έφαγε ξύλο γιατί έχει αυτά τα φρονήματα, είτε γιατί το έφαγε τυχαία και παρεμπιπτόντως έχει τα συγκεκριμένα φρονήματα», είπε ο πρώην υπουργός Οικονομικών.
Ο κ. Γεραπετρίτης επανέλαβε πως «πως δεν είναι στην αρμοδιότητά μου, σας ευχαριστώ που με τιμήσατε με την ερώτηση και εξακολουθώ να μην είναι αρμόδιος. Εδώ έχουμε ζήτημα που έχει να κάνει με τον κοινοβουλευτικό και την κοινοβουλευτική δεοντολογία. Όχι για το επιτελικό κράτος τη λειτουργία του που είναι ο τομέας μου.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε λέξεις που είναι φορτισμένες, δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε λέξεις όπως χούντα όπως οπαδισμός, είπε ο υπουργός και τόνισε:
«Δεν υπάρχουν φάκελοι το ξεκαθαρίζω. Η πληροφορία κυκλοφόρησε στον δημόσιο χώρο ήταν γνωστό τοις πάσι».
Θέλετε να απαντήσω πως ο κ. Κυρανάκης το γνώριζε; Το γνώριζε χιλιάδες κόσμος που ασχολήθηκε με το θέμα αυτό. Στην ίδια υπόθεση, το ίδιο βράδυ κυκλοφόρησε από ιδιωτικά δίκτυα μια κατάθεση του θύματος, πλην του ονόματός του. Όμως δεν είχε σβηστεί το όνομα του θύτη αστυνομικού.
Υπήρξε μια δημόσια διαπόμπευση που έφτασε στα όρια της βίας και της απειλής.
Πρέπει να ξαναδούμε το θέμα της διακίνησης της δημοσίας πληροφορίας σε μια άλλη σφαίρα. Διαφωνούμε για την αστυνομική βία, αλλά εδώ έχουμε συγκεκριμένα γεγονότα. Και υπάρχουν ποινικές ευθύνες».
Ο κ. Τσακαλώτος έθεσε στον κ. Γεραπετρίτη τα ερωτήματα «Σε ποιον είναι γνωστές αυτές οι πληροφορίες, το όνομα τα φρονήματα, η ένταξη ή η δραστηριότητα του συγκεκριμένου προσώπου, καθώς και εάν υπάρχουν φάκελοι;» και «Πώς έφτασαν στα χέρια του κ. Κυρανάκη τα προσωπικά δεδομένα, που δεν τον ήξερε, αλλά τα είπε όλα σε συνέντευξή του». Και έθεσε το ζήτημα εάν παρανόμησε ο κ. Κυρανάκης στο πλαίσιο του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Ο υπουργός Επικρατείας απάντησε πως «από σεβασμό στον καθηγητή κ. Τσακαλώτο βρίσκομαι στη Βουλή και όχι επειδή είναι δικής μου αρμοδιότητας η ερώτηση».
«Όσο και το ζήτημα της τήρησης των προσωπικών δεδομένων, εκφεύγουν της δικής μου αρμοδιότητας και είναι εκτός του πλαισίου του κοινοβουλευτικού έργου.
Δεν μπορώ να απαντήσω εκ μέρους βουλευτών ούτε και του κόμματος, δεν είναι στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Δεν μπορώ να αποδώσω ποινική ευθύνη σε βουλευτή, τα δικαστήρια κι οι αρμόδιες συνταγματικές αρχές θα αποδώσουν εάν υπάρχει τέτοιο θέμα», είπε ο κ. Γεραπετρίτης και συνέχισε:
«Τι συνέβη λοιπόν, είχαμε το ίδιο βράδυ τη διακίνηση πληροφοριών.
Η διακίνηση καθιστά το γεγονός γνωστό στη δημόσια σφαίρα. Όλοι γνώριζαν από την στιγμή που υπάρχουν χιλιάδες διανομές στο διαδίκτυο, δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν υπήρχε κυκλοφορία των δεδομένων.
Ειπώθηκε ότι υπήρξαν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που αναφέρθηκαν στον δημόσιο λόγο. Η πληροφορία κινείται ανεξέλεγκτα για το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του, είναι δύσκολος ο έλεγχος να γίνει».
Ο κ. Τσακαλώτος από την πλευρά του αντέτεινε πως «υπάρχει non paper που ξέρουμε ότι το έλαβαν οι βουλευτές και τα μέσα ενημέρωσης. Δεν θα επιστρέψουμε στην εποχή των φακελωμάτων για να στοχοποιηθεί κόσμος. Συνεπώς είτε ο συγκεκριμένος άνθρωπος έφαγε ξύλο γιατί έχει αυτά τα φρονήματα, είτε γιατί το έφαγε τυχαία και παρεμπιπτόντως έχει τα συγκεκριμένα φρονήματα», είπε ο πρώην υπουργός Οικονομικών.
Ο κ. Γεραπετρίτης επανέλαβε πως «πως δεν είναι στην αρμοδιότητά μου, σας ευχαριστώ που με τιμήσατε με την ερώτηση και εξακολουθώ να μην είναι αρμόδιος. Εδώ έχουμε ζήτημα που έχει να κάνει με τον κοινοβουλευτικό και την κοινοβουλευτική δεοντολογία. Όχι για το επιτελικό κράτος τη λειτουργία του που είναι ο τομέας μου.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε λέξεις που είναι φορτισμένες, δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε λέξεις όπως χούντα όπως οπαδισμός, είπε ο υπουργός και τόνισε:
«Δεν υπάρχουν φάκελοι το ξεκαθαρίζω. Η πληροφορία κυκλοφόρησε στον δημόσιο χώρο ήταν γνωστό τοις πάσι».
Θέλετε να απαντήσω πως ο κ. Κυρανάκης το γνώριζε; Το γνώριζε χιλιάδες κόσμος που ασχολήθηκε με το θέμα αυτό. Στην ίδια υπόθεση, το ίδιο βράδυ κυκλοφόρησε από ιδιωτικά δίκτυα μια κατάθεση του θύματος, πλην του ονόματός του. Όμως δεν είχε σβηστεί το όνομα του θύτη αστυνομικού.
Υπήρξε μια δημόσια διαπόμπευση που έφτασε στα όρια της βίας και της απειλής.
Πρέπει να ξαναδούμε το θέμα της διακίνησης της δημοσίας πληροφορίας σε μια άλλη σφαίρα. Διαφωνούμε για την αστυνομική βία, αλλά εδώ έχουμε συγκεκριμένα γεγονότα. Και υπάρχουν ποινικές ευθύνες».