Πώς η κυβέρνηση πήρε την απόφαση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των 60 και άνω - Όλο το παρασκήνιο
Τα νέα δεδομένα που οδήγησαν στην απόφαση και τα 17.500 νέα ραντεβού σε ένα εικοσιτετράωρο μετά την ανακοίνωση
Στα 17.500 έφτασαν µέσα σε ένα εικοσιτετράωρο τα νέα ραντεβού των συµπολιτών µας ηλικίας 60 ετών και άνω, προκειµένου να λάβουν την πρώτη δόση του εµβολίου κατά του νέου κοροναϊού, σε αντίθεση µε τα 2.600 ραντεβού ανά ηµέρα κατά µέσο όρο που έκλεινε η εν λόγω ηλικιακή κατηγορία, πριν ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ανακοινώσει την προηγούμενη Τρίτη την απόφασή του για υποχρεωτικό εµβολιασµό των συµπολιτών µας ηλικίας 60 ετών και άνω.
«Γιατί, όµως, οι νεκροί από επιπλοκές της λοίµωξης COVID-19 στη χώρα µας προσεγγίζουν πλέον τους 80-90 την ηµέρα;». Αυτό είναι το καίριο όσο και πολυσυζητηµένο ερώτηµα πολλών, το οποίο έθεσε από την περασµένη Κυριακή σε άρθρο του ο υπουργός Επικρατείας, Ακης Σκέρτσος, και έδωσε συγχρόνως την απάντηση, προαναγγέλλοντας ουσιαστικά την τελική απόφαση του πρωθυπουργού.
Σύµφωνα µε τον κ. Σκέρτσο, αυτό συµβαίνει για τρεις λόγους: α) Έχουµε τον δεύτερο πιο γηρασµένο πληθυσµό στην Ευρώπη ως ποσοστό γενικού πληθυσµού (28% του πληθυσµού µας είναι άνω των 60 ετών). β) Ταυτόχρονα, ένα 17% των Ελλήνων άνω των 60 ετών, δηλαδή περίπου 580.000 συµπολίτες µας, δεν έχουν ακόµη κάνει το εµβόλιο. γ) Και, τρίτον, όπως γνωρίζουµε, ο κοροναϊός είναι µια ασθένεια που πλήττει και νέους, αλλά, πολύ περισσότερο, τους ηλικιωµένους. Εννέα στους δέκα θανάτους, δηλαδή 6.896 θάνατοι ή το 87,2% επί του συνόλου των θανάτων, µέχρι την Τρίτη αφορούσαν ανθρώπους άνω των 60 ετών, µε υποκείµενα νοσήµατα. Συνεπώς, είναι αναµενόµενο σε µια χώρα µε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ηλικιωµένων στον γενικό πληθυσµό, όπου σχεδόν το ένα πέµπτο εξ αυτών δεν έχει κάνει το εµβόλιο, να παρατηρείται έξαρση της πανδηµίας σε αυτήν τη φάση. Ο κ. Σκέρτσος αξιολογεί, επίσης, ως σηµαντικό, όπως αναφέρει, το γεγονός ότι «στον ευρωπαϊκό δείκτη γενικής θνησιµότητας, που συγκρίνει σε κάθε χώρα τους θανάτους -ανεξαρτήτως αιτίας- ανά εβδοµάδα µε τις προηγούµενες χρονιές, η Ελλάδα εµφανίζει µηδενική ή χαµηλή υπερβάλλουσα θνησιµότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδηµίας, όπως και κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 2021. ∆εν συµβαίνει το ίδιο σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως η Γερµανία, η Ισπανία, η Γαλλία και το Ηνωµένο Βασίλειο, που εµφανίζουν πολύ χειρότερα δεδοµένα υπερβάλλουσας θνησιµότητας ακόµα και τώρα».
∆ιαπίστωση την οποία ερµηνεύει µε την «τεχνική, αλλά καθόλου ασήµαντη λεπτοµέρεια» του τρόπου µε τον οποίο καταγράφουµε τις απώλειες από COVID στη χώρα µας, δηλαδή «έχουµε επιλέξει ως χώρα να κάνουµε ίσως την πιο διασταλτική ερµηνεία στην Ε.Ε. ως προς την καταγραφή των νεκρών από ή µε COVID, ακολουθώντας τις οδηγίες του ΠΟΥ» (Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας). Αυτό σηµαίνει ότι σε άλλες χώρες π.χ. ασθενείς που έχουν νοσήσει µε COVID και πέθαναν 15 ή 29 ηµέρες µετά τη νόσηση δεν καταγράφονται ως θάνατοι COVID, αλλά ως θάνατοι από άλλες αιτίες.
«Στην Ελλάδα όλοι οι ασθενείς που έχουν περάσει COVID και έχουν καταλήξει εντός νοσοκοµείου καταγράφονται ως θάνατοι COVID, διότι ακολουθούµε αυστηρά τη µεθοδολογία του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας. Αν ακολουθούσαµε, δηλαδή, π.χ., τη µεθοδολογία του Ηνωµένου Βασιλείου σε επίπεδο εσωτερικής ταξινόµησης, θα καταγράφαµε 20% λιγότερους θανάτους COVID, χωρίς βέβαια αυτό να επηρεάζει τη συνολική ετήσια θνησιµότητα».
Ο υπουργός Επικρατείας δηλώνει, εξάλλου, ότι επιµένει σε αυτό το στοιχείο, διότι, όπως επιχειρηµατολογεί, «η συνολική υπερβάλλουσα ή µη θνησιµότητα σε κάθε χώρα θα είναι ο δείκτης που θα κρίνει τη συνολική διαχείριση της πανδηµίας, ανεξαρτήτως των θανάτων που δηλώνονται ως θάνατοι COVID, καθώς κάθε χώρα βλέπουµε ότι εφαρµόζει διαφορετική µεθοδολογία». Υπάρχει, εποµένως, ή δεν υπάρχει plan Β για την αντιµετώπιση της έξαρσης κρουσµάτων και θανάτων; Η απάντηση του κ. Σκέρτσου έχει ως εξής: «Το plan Β είναι ίδιο µε το plan Α. Το plan Β είναι το εµβόλιο. Μισό εκατοµµύριο πολίτες επέλεξαν να κάνουν την πρώτη δόση τον τελευταίο µήνα και περισσότεροι από 1,5 εκατοµµύριο των πλήρως εµβολιασµένων (65%) έχουν ήδη κάνει την τρίτη δόση. ∆εν υπάρχει, δηλαδή, κάποια σκληρή διαχωριστική γραµµή στην κοινωνία, όπως κάποιοι θέλουν να εµφανίζουν. Καθηµερινά χιλιάδες πολίτες επιλέγουν, παρά τους πιθανούς δισταγµούς τους, να κάνουν το εµβόλιο και αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο».
«Γιατί, όµως, οι νεκροί από επιπλοκές της λοίµωξης COVID-19 στη χώρα µας προσεγγίζουν πλέον τους 80-90 την ηµέρα;». Αυτό είναι το καίριο όσο και πολυσυζητηµένο ερώτηµα πολλών, το οποίο έθεσε από την περασµένη Κυριακή σε άρθρο του ο υπουργός Επικρατείας, Ακης Σκέρτσος, και έδωσε συγχρόνως την απάντηση, προαναγγέλλοντας ουσιαστικά την τελική απόφαση του πρωθυπουργού.
Σύµφωνα µε τον κ. Σκέρτσο, αυτό συµβαίνει για τρεις λόγους: α) Έχουµε τον δεύτερο πιο γηρασµένο πληθυσµό στην Ευρώπη ως ποσοστό γενικού πληθυσµού (28% του πληθυσµού µας είναι άνω των 60 ετών). β) Ταυτόχρονα, ένα 17% των Ελλήνων άνω των 60 ετών, δηλαδή περίπου 580.000 συµπολίτες µας, δεν έχουν ακόµη κάνει το εµβόλιο. γ) Και, τρίτον, όπως γνωρίζουµε, ο κοροναϊός είναι µια ασθένεια που πλήττει και νέους, αλλά, πολύ περισσότερο, τους ηλικιωµένους. Εννέα στους δέκα θανάτους, δηλαδή 6.896 θάνατοι ή το 87,2% επί του συνόλου των θανάτων, µέχρι την Τρίτη αφορούσαν ανθρώπους άνω των 60 ετών, µε υποκείµενα νοσήµατα. Συνεπώς, είναι αναµενόµενο σε µια χώρα µε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ηλικιωµένων στον γενικό πληθυσµό, όπου σχεδόν το ένα πέµπτο εξ αυτών δεν έχει κάνει το εµβόλιο, να παρατηρείται έξαρση της πανδηµίας σε αυτήν τη φάση. Ο κ. Σκέρτσος αξιολογεί, επίσης, ως σηµαντικό, όπως αναφέρει, το γεγονός ότι «στον ευρωπαϊκό δείκτη γενικής θνησιµότητας, που συγκρίνει σε κάθε χώρα τους θανάτους -ανεξαρτήτως αιτίας- ανά εβδοµάδα µε τις προηγούµενες χρονιές, η Ελλάδα εµφανίζει µηδενική ή χαµηλή υπερβάλλουσα θνησιµότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδηµίας, όπως και κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 2021. ∆εν συµβαίνει το ίδιο σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως η Γερµανία, η Ισπανία, η Γαλλία και το Ηνωµένο Βασίλειο, που εµφανίζουν πολύ χειρότερα δεδοµένα υπερβάλλουσας θνησιµότητας ακόµα και τώρα».
∆ιαπίστωση την οποία ερµηνεύει µε την «τεχνική, αλλά καθόλου ασήµαντη λεπτοµέρεια» του τρόπου µε τον οποίο καταγράφουµε τις απώλειες από COVID στη χώρα µας, δηλαδή «έχουµε επιλέξει ως χώρα να κάνουµε ίσως την πιο διασταλτική ερµηνεία στην Ε.Ε. ως προς την καταγραφή των νεκρών από ή µε COVID, ακολουθώντας τις οδηγίες του ΠΟΥ» (Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας). Αυτό σηµαίνει ότι σε άλλες χώρες π.χ. ασθενείς που έχουν νοσήσει µε COVID και πέθαναν 15 ή 29 ηµέρες µετά τη νόσηση δεν καταγράφονται ως θάνατοι COVID, αλλά ως θάνατοι από άλλες αιτίες.
Στη μέθοδο του ΠΟΥ
Ο υπουργός Επικρατείας δηλώνει, εξάλλου, ότι επιµένει σε αυτό το στοιχείο, διότι, όπως επιχειρηµατολογεί, «η συνολική υπερβάλλουσα ή µη θνησιµότητα σε κάθε χώρα θα είναι ο δείκτης που θα κρίνει τη συνολική διαχείριση της πανδηµίας, ανεξαρτήτως των θανάτων που δηλώνονται ως θάνατοι COVID, καθώς κάθε χώρα βλέπουµε ότι εφαρµόζει διαφορετική µεθοδολογία». Υπάρχει, εποµένως, ή δεν υπάρχει plan Β για την αντιµετώπιση της έξαρσης κρουσµάτων και θανάτων; Η απάντηση του κ. Σκέρτσου έχει ως εξής: «Το plan Β είναι ίδιο µε το plan Α. Το plan Β είναι το εµβόλιο. Μισό εκατοµµύριο πολίτες επέλεξαν να κάνουν την πρώτη δόση τον τελευταίο µήνα και περισσότεροι από 1,5 εκατοµµύριο των πλήρως εµβολιασµένων (65%) έχουν ήδη κάνει την τρίτη δόση. ∆εν υπάρχει, δηλαδή, κάποια σκληρή διαχωριστική γραµµή στην κοινωνία, όπως κάποιοι θέλουν να εµφανίζουν. Καθηµερινά χιλιάδες πολίτες επιλέγουν, παρά τους πιθανούς δισταγµούς τους, να κάνουν το εµβόλιο και αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο».