«Όχι» σε αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία λέει ο ΣΥΡΙΖΑ - Επιρρίπτει ευθύνες στην... ΕΕ για τη ρωσική εισβολή
«Η Ελλάδα είναι ανάγκη να ρίξει το βάρος της υπέρ της ειρήνης και της διπλωματίας» λέει ο Γ. Κατρούγκαλος
Κατά της ρωσικής εισβολής, ζητώντας από την διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα από την Ε.Ε. να στηρίξουν τον ουκρανικό λαό και να εξαντλήσουν όλα τα διπλωματικά μέσα, έχει ταχθεί από την πρώτη στιγμή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας.
Με αφορμή ωστόσο την αποστολή της στρατιωτικής - ανθρωπιστικής βοήθειας που έστειλε η ελληνική κυβέρνηση προς την Ουκρανία τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρουν ότι «η Ελλάδα είναι ανάγκη να ρίξει το βάρος της υπέρ της ειρήνης και της διπλωματίας».
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά οτι «αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην κυβέρνηση θα έστελνε ανθρωπιστική βοήθεια, όχι πολεμικό υλικό στην Ουκρανία».
Και πρόσθεσε:
«Η καταδίκη της ρωσικής εισβολής είναι δεδομένη και αυτονόητη, όπως είναι ολοφάνερη και η αντίθεση της στο διεθνές δίκαιο και τις αρχές της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Η διεθνής κοινότητα και ειδικά η ΕΕ πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλα τα διπλωματικά μέσα -συμπεριλαμβανομένων ισχυρών και στοχευμένων κυρώσεων- για να τερματιστεί άμεσα η εισβολή και να επανέλθουμε στον δρόμο της διπλωματίας, με αποχώρηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων από την Ουκρανία. Πρέπει, παράλληλα, να στηρίξει ενεργά τον Ουκρανικό λαό, όπως και να καθιερώσει ένα μηχανισμό επανεγκατάστασης προσφύγων- πρόταση την οποία υποστηρίξαμε με συνέπεια και στην περίπτωση του Αφγανιστάν.
Δυστυχώς, η ΕΕ για μια ακόμη φορά απέδειξε την γεωπολιτική αδυναμία της, καθώς απέτυχε να αποτρέψει τον πόλεμο, όπως απέτυχε και να εντάξει έγκαιρα τη Ρωσία σε μία πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και ελέγχου εξοπλισμών στη βάση του διεθνούς δικαίου και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Ειδικά την περίοδο 1999-2008 θεωρήθηκε, εσφαλμένα, ότι η Ρωσία είναι πλέον μιας δεύτερης κατηγορίας δύναμη η οποία μπορεί εύκολα να αγνοηθεί και ότι η παραβίαση του διεθνούς δικαίου από δυτικές επεμβάσεις, δεν θα τύχει εκμετάλλευσης από άλλες δυνάμεις στο μέλλον. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν δικαιολογούν - πολλώ δε μάλλον νομιμοποιούν - τη ρωσική εισβολή. Το άμεσο ζητούμενο είναι να σταματήσει ο πόλεμος. Να περάσει η σκυτάλη στη διπλωματία. Στο πλαίσιο αυτό η Ευρώπη θα πρέπει να αποτελέσει αυτοτελή πόλο εξισορρόπησης στην διεθνή σκηνή, με αυτονομία στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα της από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ», είπε ο κ. Κατρούγκαλος.
Ο στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα ανέφερε ακόμα ότι «και η Ελλάδα θα πρέπει, στο βαθμό που της αναλογεί και χωρίς μικρομεγαλισμούς, να διαδραματίσει ένα παρόμοιο ρόλο, υπέρ της ειρήνης και διπλωματίας και κατά του πολέμου. Οι νεκροί έλληνες ομογενείς αναδεικνύουν την ανάγκη για ακόμα πιο ενεργή παρόμοια εμπλοκή Ουκρανικό. Εάν ήμασταν εμείς στην κυβέρνηση θα στέλναμε πολλαπλάσιο ανθρωπιστικό υλικό στην Ουκρανία, αντί για στρατιωτικό εξοπλισμό. Γεννώνται, πάντως, εύλογα ερωτήματα γιατί απουσίαζε κατά τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης ο συναρμόδιος Υπουργός Εξωτερικών.
Υπάρχει ακόμη ελπίδα για την ειρήνη, ελπίδα που μας δίνουν οι μεγάλες φιλειρηνικές συγκεντρώσεις των λαών, από το Βερολίνο και την Αθήνα έως τη Μόσχα».
Με αφορμή ωστόσο την αποστολή της στρατιωτικής - ανθρωπιστικής βοήθειας που έστειλε η ελληνική κυβέρνηση προς την Ουκρανία τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρουν ότι «η Ελλάδα είναι ανάγκη να ρίξει το βάρος της υπέρ της ειρήνης και της διπλωματίας».
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά οτι «αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην κυβέρνηση θα έστελνε ανθρωπιστική βοήθεια, όχι πολεμικό υλικό στην Ουκρανία».
Και πρόσθεσε:
«Η καταδίκη της ρωσικής εισβολής είναι δεδομένη και αυτονόητη, όπως είναι ολοφάνερη και η αντίθεση της στο διεθνές δίκαιο και τις αρχές της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Η διεθνής κοινότητα και ειδικά η ΕΕ πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλα τα διπλωματικά μέσα -συμπεριλαμβανομένων ισχυρών και στοχευμένων κυρώσεων- για να τερματιστεί άμεσα η εισβολή και να επανέλθουμε στον δρόμο της διπλωματίας, με αποχώρηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων από την Ουκρανία. Πρέπει, παράλληλα, να στηρίξει ενεργά τον Ουκρανικό λαό, όπως και να καθιερώσει ένα μηχανισμό επανεγκατάστασης προσφύγων- πρόταση την οποία υποστηρίξαμε με συνέπεια και στην περίπτωση του Αφγανιστάν.
Δυστυχώς, η ΕΕ για μια ακόμη φορά απέδειξε την γεωπολιτική αδυναμία της, καθώς απέτυχε να αποτρέψει τον πόλεμο, όπως απέτυχε και να εντάξει έγκαιρα τη Ρωσία σε μία πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και ελέγχου εξοπλισμών στη βάση του διεθνούς δικαίου και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Ειδικά την περίοδο 1999-2008 θεωρήθηκε, εσφαλμένα, ότι η Ρωσία είναι πλέον μιας δεύτερης κατηγορίας δύναμη η οποία μπορεί εύκολα να αγνοηθεί και ότι η παραβίαση του διεθνούς δικαίου από δυτικές επεμβάσεις, δεν θα τύχει εκμετάλλευσης από άλλες δυνάμεις στο μέλλον. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν δικαιολογούν - πολλώ δε μάλλον νομιμοποιούν - τη ρωσική εισβολή. Το άμεσο ζητούμενο είναι να σταματήσει ο πόλεμος. Να περάσει η σκυτάλη στη διπλωματία. Στο πλαίσιο αυτό η Ευρώπη θα πρέπει να αποτελέσει αυτοτελή πόλο εξισορρόπησης στην διεθνή σκηνή, με αυτονομία στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα της από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ», είπε ο κ. Κατρούγκαλος.
Ο στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα ανέφερε ακόμα ότι «και η Ελλάδα θα πρέπει, στο βαθμό που της αναλογεί και χωρίς μικρομεγαλισμούς, να διαδραματίσει ένα παρόμοιο ρόλο, υπέρ της ειρήνης και διπλωματίας και κατά του πολέμου. Οι νεκροί έλληνες ομογενείς αναδεικνύουν την ανάγκη για ακόμα πιο ενεργή παρόμοια εμπλοκή Ουκρανικό. Εάν ήμασταν εμείς στην κυβέρνηση θα στέλναμε πολλαπλάσιο ανθρωπιστικό υλικό στην Ουκρανία, αντί για στρατιωτικό εξοπλισμό. Γεννώνται, πάντως, εύλογα ερωτήματα γιατί απουσίαζε κατά τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης ο συναρμόδιος Υπουργός Εξωτερικών.
Υπάρχει ακόμη ελπίδα για την ειρήνη, ελπίδα που μας δίνουν οι μεγάλες φιλειρηνικές συγκεντρώσεις των λαών, από το Βερολίνο και την Αθήνα έως τη Μόσχα».