Σχέδιο για την παραµονή του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου ∆ένδια, και του υπουργού Αµυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου, στα χαρτοφυλάκιά τους κατά τη διάρκεια του διαστήµατος που θα µεσολαβήσει µεταξύ πρώτης και δεύτερης εκλογικής αναµέτρησης επεξεργάζεται εδώ και µερικές εβδοµάδες το Μέγαρο Μαξίµου, στο πλαίσιο της υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα προκύψει εκείνες τις ηµέρες.

Κεντρικός άξονας των σχετικών εισηγήσεων, που βρίσκονται σε περίοπτη θέση στο «συρτάρι» του πρωθυπουργού, είναι η κοµβική συγκυρία στην οποία βρίσκεται η χώρα στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η συνεπακόλουθη ανάγκη µιας απαραίτητης διακοµµατικής συµφωνίας, προκειµένου να µην υπάρξουν κενά σε ό,τι αφορά την εθνική ασφάλεια.

«Ο μόνος δρόμος»

Όπως διαµηνύουν άπαντες στο πρωθυπουργικό επιτελείο, ο µόνος δρόµος για να υπάρξει πολιτική νοµιµοποίηση µιας τέτοιας κατάστασης, που κάθε άλλο παρά συνηθιζόταν στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό (ιδιαίτερα σε µια περίοδο µε τόσο ευαίσθητες ισορροπίες), είναι η συνεννόηση και συναίνεση των κοινοβουλευτικών δυνάµεων στη βάση της αναγνώρισης του κινδύνου να εκµεταλλευθεί η Αγκυρα τη ρευστή περίοδο ανάµεσα στις δύο κάλπες και να κλιµακώσει την προκλητικότητά της.

Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών, Μάκη Βορίδη, ο οποίος σε συνέντευξή του τόνισε ότι «επειδή πράγµατι είναι σε µεγάλη έξαρση η τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα, γι’ αυτές τις 20-25 µέρες θεωρώ ότι δεν θα δηµιουργηθεί οποιοδήποτε πολιτικό ζήτηµα εάν παρέµεναν στη θέση τους ο Νίκος ∆ένδιας και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος».

Με τα µέχρι στιγµής δεδοµένα, η προοπτική αυτή φαίνεται να προσκρούει, όπως εκτιµούν στην κυβέρνηση, στις αντιδράσεις που θα προβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, όπως συνέβη και στο θέµα των εδρών του απόδηµου Ελληνισµού (όπου ετέθη θέµα κατάργησής τους λόγω του εξαιρετικά περιορισµένου εκλογικού σώµατος), δεν δείχνει διάθεση ανάπτυξης «κοινών κωδίκων» µε το κυβερνητικό στρατόπεδο σε θεσµικό επίπεδο. Πολλώ δε µάλλον, όταν στο κάδρο βρίσκεται το όνοµα του Νίκου ∆ένδια, ο οποίος φιγουράρει σταθερά στην πρώτη θέση της λίστας δηµοφιλίας των υπουργών, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη γενικότερη δυναµική της Ν.∆. ενόψει των επαναληπτικών εκλογών.

Εθνική στάση

Πλέον, αυτό που µένει να φανεί είναι αν όντως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ρίξει αυτό το χαρτί στο «πόκερ» της προεκλογικής αντιπαράθεσης εν είδει υπεύθυνης εθνικής στάσης (και επίδειξης συναινετικής δυναµικής) ή αν θα επιλέξει να µη βγει προς τα έξω µια εικόνα απόρριψης µιας πρωθυπουργικής πρότασης από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Το µόνο βέβαιο είναι ότι η υπενθύµιση του προφίλ του πρωθυπουργού ως µόνου εγγυητή της οµαλής πορείας και της ενότητας της χώρας σε αυτή την κρίσιµη περίοδο έναντι της παλαιοκοµµατικής τοξικότητας που αποδίδεται από το Μαξίµου στον αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης θα βαρύνει ιδιαιτέρως στους µελλοντικούς του χειρισµούς.

Τα τρία βήματα

Όπως και να ’χει, µετά το πέρας των πρώτων εκλογών και τη διαπίστωση αδυναµίας σχηµατισµού, ακολουθούν τρία στάδια συζητήσεων της Προέδρου της ∆ηµοκρατίας µε τους πολιτικούς αρχηγούς. Αρχικά θα ιχνηλατηθεί το πεδίο για τη συγκρότηση ενός κυβερνητικού σχήµατος συνεργασίας πλήρους θητείας, µε επικεφαλής είτε πολιτικό στέλεχος είτε όχι, στα πρότυπα της περίπτωσης του 2011 µε τον Λουκά Παπαδήµο. Ακολούθως, θα πρέπει να αναζητηθούν τα κατάλληλα πολιτικά πρόσωπα προκειµένου να υπάρξει µια υπηρεσιακή κυβέρνηση, η οποία θα έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια των δεύτερων εθνικών εκλογών. Αν δεν ευδοκιµήσει και αυτό το σενάριο, τότε εισέρχεται στην εξίσωση το τρίτο στάδιο, που στην περίπτωση αυτή είναι όχι απλώς το πιθανότερο, αλλά το εξόχως πιθανό.

Το απόλυτο φαβορί

Ο λόγος για τη σύσταση υπηρεσιακής κυβέρνησης µε επικεφαλής έναν ανώτατο δικαστή (απόλυτο φαβορί, όπως έχουν γράψει τα «Π», ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιωάννης Σαρµάς, ως ο αρχαιότερος και εκπρόσωπος ενός οργάνου από το οποίο ουδέποτε αναδείχθηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός στο παρελθόν), µε γνώµονα την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Ενα τέτοιου είδους σχήµα αποτελείται κατά βάση από µη πολιτικά πρόσωπα, χωρίς να αποκλείονται και κοινοβουλευτικά στελέχη.

Ωστόσο, παραδοσιακά και πολύ περισσότερο υπό τις παρούσες συνθήκες είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να επιτευχθεί συναίνεση έναντι συγκεκριµένων περιπτώσεων. Αυτό συνέβη κατά κάποιον τρόπο το 2015, όµως µε το πολωτικό κλίµα που επικρατεί σήµερα η προοπτική να προκριθεί πολιτικό προσωπικό για θέσεις υπουργών σε µια υπηρεσιακή κυβέρνηση φαντάζει πολύ λίγο πιθανή, οπότε µοιραία η δεξαµενή των τεχνοκρατών έρχεται σε πρώτο πλάνο.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 14 Ιανουαρίου 2023.