ΠΑΣΟΚ: Το ρίσκο του «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας» και οι εξελίξεις που το ξεπέρασαν
Το μήνυμα αυτό ξεκίνησε να εκφωνείται από τον ίδιο τον Νίκο Ανδρουλάκη λίγες ημέρες μετά την εκλογή του
Στην τελική ευθεία για τις εκλογές το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας», που συνοδεύει το ΠΑΣΟΚ για την ώρα των διερευνητικών εντολών έχει γίνει πλέον μήνυμα-αιχμής του κόμματος, παρά το ότι έχει περάσει από χίλια κύματα και διαφορετικές φάσεις.
Για να εξηγούμαστε το μήνυμα αυτό ξεκίνησε να εκφωνείται από τον ίδιο τον Νίκο Ανδρουλάκη λίγες ημέρες μετά την εκλογή του, πλασαρίστηκε έντονα στα πάνελς από όλα τα στελέχη του κόμματος στις τηλεμαχίες και έπειτα μπήκε στο συρτάρι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς διαπιστώθηκε ότι προκαλούσε σύγχυση και ερωτήματα στους ψηφοφόρους.
Βγήκε ξανά από το συρτάρι όμως και έγινε θέση-σημαία του κόμματος, στα χείλη των στελεχών του ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά την τραγωδία των Τεμπών με το επιχείρημα ότι πλέον και οι δύο, ο πρώην Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο νύν Κυριάκος Μητσοτάκης βαρύνονται με τραγωδίες, Μάτι και Τέμπη αντίστοιχα.
Στις πρώτες δημοσκοπήσεις μάλιστα μετά την τραγωδία των Τεμπών, η θέση αυτή έδειχνε και δημοσκοπικά να επιδοκιμάζεται από ένα ποσοστό που ξεπερνούσε κατά πολύ τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, καθώς καταγραφόταν ένα 30% των πολιτών που αποδοκίμαζε τόσο τον Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και τον Αλέξη Τσίπρα.
Στο δρόμο όμως για τις κάλπες και ειδικά στην τελική ευθεία για αυτές, η οικονομία έγινε βασικό κριτήριο για την ψήφο και η τραγωδία των Τεμπών διαρκώς υποχωρεί από τα κύρια θέματα που θα επηρεάσουν την επιλογή των πολιτών. Κατά συνέπεια το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας», που έχει γίνει πλέον βασικό μήνυμα του ΠΑΣΟΚ συνεχίζει να δημιουργεί ερωτήματα ακόμα και στους ψηφοφόρους του κόμματος που έχουν συνηθίσει ο αρχηγός του πρώτος κόμματος να είναι και Πρωθυπουργός, με τους κλυδωνισμούς όμως της τραγωδίας των Τεμπών για Μητσοτάκη και Τσίπρα να έχουν μειωθεί.
Με διαφορά φάσης λοιπόν ή όχι ο όρος του Νίκου Ανδρουλάκη να μην είναι στην θέση του Πρωθυπουργού ο αρχηγός του πρώτου, πλέον δεν μπορεί να αποσυρθεί. Θα αποτελέσει μια κόκκινη γραμμή που θα ευνοήσει το ΠΑΣΟΚ σε περίπτωση που δεν χρειαστεί να μπει στην συζήτηση για σχηματισμό κυβέρνησης, από την άλλη θα αποτελέσει και κίνδυνο να του χρεωθεί σκηνικό ακυβερνησίας σε περίπτωση που είναι απαραίτητη η συμμετοχή του για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Για να εξηγούμαστε το μήνυμα αυτό ξεκίνησε να εκφωνείται από τον ίδιο τον Νίκο Ανδρουλάκη λίγες ημέρες μετά την εκλογή του, πλασαρίστηκε έντονα στα πάνελς από όλα τα στελέχη του κόμματος στις τηλεμαχίες και έπειτα μπήκε στο συρτάρι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς διαπιστώθηκε ότι προκαλούσε σύγχυση και ερωτήματα στους ψηφοφόρους.
Βγήκε ξανά από το συρτάρι όμως και έγινε θέση-σημαία του κόμματος, στα χείλη των στελεχών του ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά την τραγωδία των Τεμπών με το επιχείρημα ότι πλέον και οι δύο, ο πρώην Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο νύν Κυριάκος Μητσοτάκης βαρύνονται με τραγωδίες, Μάτι και Τέμπη αντίστοιχα.
Στις πρώτες δημοσκοπήσεις μάλιστα μετά την τραγωδία των Τεμπών, η θέση αυτή έδειχνε και δημοσκοπικά να επιδοκιμάζεται από ένα ποσοστό που ξεπερνούσε κατά πολύ τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, καθώς καταγραφόταν ένα 30% των πολιτών που αποδοκίμαζε τόσο τον Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και τον Αλέξη Τσίπρα.
Στο δρόμο όμως για τις κάλπες και ειδικά στην τελική ευθεία για αυτές, η οικονομία έγινε βασικό κριτήριο για την ψήφο και η τραγωδία των Τεμπών διαρκώς υποχωρεί από τα κύρια θέματα που θα επηρεάσουν την επιλογή των πολιτών. Κατά συνέπεια το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας», που έχει γίνει πλέον βασικό μήνυμα του ΠΑΣΟΚ συνεχίζει να δημιουργεί ερωτήματα ακόμα και στους ψηφοφόρους του κόμματος που έχουν συνηθίσει ο αρχηγός του πρώτος κόμματος να είναι και Πρωθυπουργός, με τους κλυδωνισμούς όμως της τραγωδίας των Τεμπών για Μητσοτάκη και Τσίπρα να έχουν μειωθεί.
Με διαφορά φάσης λοιπόν ή όχι ο όρος του Νίκου Ανδρουλάκη να μην είναι στην θέση του Πρωθυπουργού ο αρχηγός του πρώτου, πλέον δεν μπορεί να αποσυρθεί. Θα αποτελέσει μια κόκκινη γραμμή που θα ευνοήσει το ΠΑΣΟΚ σε περίπτωση που δεν χρειαστεί να μπει στην συζήτηση για σχηματισμό κυβέρνησης, από την άλλη θα αποτελέσει και κίνδυνο να του χρεωθεί σκηνικό ακυβερνησίας σε περίπτωση που είναι απαραίτητη η συμμετοχή του για τον σχηματισμό κυβέρνησης.