Οδεύοντας προς την τελική ευθεία των τελικών εκλογών το πολιτικό ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στην αντιπαράθεση που υπάρχει σχετικά με το φλέγον ζήτημα της Ροδόπης.

Ένα ζήτημα το οποίο αναδείχθηκε από τοπικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και έφερε στην επιφάνεια προβληματισμούς τους οποίους θα πρέπει όλοι να αναλογιστούμε σχετικά με το τι πραγματικά έχει συμβεί αλλά και την πραγματική σχέση ή μη που μπορεί να έχει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με θεσμικά και μη φερέφωνα της γείτονος.

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν το γεγονός πως οι μουσουλμάνοι διαμένοντες στη Ροδόπη δεν είναι Τούρκοι πολίτες. Είναι Έλληνες μουσουλμάνοι οι οποίοι συμβιώνουν αρμονικά εδώ και πάρα πολλές δεκαετίας με τους Έλληνες χριστιανούς στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό αποτελεί τη βάση της συζήτησης και θα πρέπει να συμφωνήσουμε πως είναι αποδεκτό καθολικά πρώτου τεθεί οποιαδήποτε άλλο θέμα. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως η Ελληνική πολιτεία μεριμνά προκειμένου να απολαμβάνουν τις ίδιες ακριβώς ευκαιρίες και φυσικά να μην υπάρξει ποτέ η παραμικρή υπόνοια οποιασδήποτε διάκρισης λόγω του ότι επέλεξαν να είναι μουσουλμάνοι και όχι χριστιανοί. Η ισονομία αλλά και η αποδεδειγμένη παροχή ίσων ευκαιριών δεν πρέπει να αποτελεί πολιτική της Νέας Δημοκρατίας αλλά διαχρονική κατεύθυνση όλων τν κομμάτων τα οποία έχουν ανά περιόδους κυβερνήσει. Άλλωστε ο προσανατολισμός αυτός αποτέλεσε πολιτική του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και επιστεγάστηκε εμφατικά και από τις μελλοντικές Κυβερνήσεις του τόπου μας σεβόμενοι πάντα τη συνθήκη της Λωζάννης.

Πάμε τώρα και στο προκείμενο. Υπάρχει μία κομβικής σημασίας διαφορά η οποία πρέπει να βρεθεί στην κορυφή της ατζέντας του πολιτικού μας διαλόγου. Το Τουρκικό Προξενείο έχει επιλέξει να εμμένει σε μία διαφορετική στρατηγική ως προς τη σύμπλευση της μουσουλμανικής μειονότητας με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Και αυτό αποδεικνύεται μέσα από τη ρητορική που χρησιμοποιεί.

Τα ερωτήματα όμως που εγείρονται έχουν να κάνουν με το γιατί οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ δεν βγαίνουν να δηλώσουν το αν θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της τουρκικής ή της μουσουλμανικής μειονότητας για να κλείσει αυτό το θέμα επιτέλους. Εάν είχε συμβεί αυτό το ζήτημα θα είχε λήξει. Δεν το κάνουν όμως αφήνοντας τα γκρίζα σύννεφα ακόμα να αιωρούνται στην πολιτική σκηνή, σε μία πολύ κρίσιμη χρονική καμπή εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Εν αντιθέσει, από τη συμπεριφορά τους συνάγονται ενδείξεις ότι ενδεχομένως να είναι ενεργούμενα του τουρκικού προξενείου. Το θέμα όμως δεν θα πρέπει να υποτιμάται και να θεωρείται ως αντικείμενο προεκλογικών διαξιφισμών. Είναι ένα θέμα υψίστης πολιτικής σημασίας και αφορά τη δημοκρατία, την Εθνική μας κυριαρχία αλλά και το Σύνταγμα σύμφωνα με το οποίο οι βουλευτές μας δεν εκπροσωπούν επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες ή μεμονωμένες εκλογικές περιφέρειες αλλά ολόκληρο το Έθνος.

Όσον αφορά δε τις προσωπικές επιθέσεις που δέχεται η Ντόρα Μπακογιάννη για τις δηλώσεις που δημοσιεύθηκαν, γίνεται κατανοητό πως η διαστρέβλωση του νοήματος των λεγόμενών της γίνεται στοχευμένα από τον ΣΥΡΙΖΑ ως κίνηση απελπισίας. Αυτό διότι τόσο η κα Μπακογιάννη όσο και η Νέα Δημοκρατία έχουν αποδείξει διαχρονικά το ενδιαφέρον τους για τη μειονότητα και με την κίνηση αυτή ήθελε να υπενθυμίσει τη στήριξη που έχει προσφερθεί αλλά και τις πραγματικές λύσεις που έχουν δοθεί στα ζητήματά τους. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως η κα Μπακογιάννη είχε διατελέσει και Πρόεδρος της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανάπτυξης της Θράκης και είχε ιδιαίτερα άμεση επαφή με τους ανθρώπους αυτούς αλλά και τα ευρύτερα προβλήματα της περιοχής. Αναμένουμε με αγωνία την κάλπη της επόμενης Κυριακής αλλά και τον απόηχο του ζητήματος στην ευρύτερη τοπική κοινωνία.