Επιστροφή στο παρελθόν για την κυβέρνηση αφού για δεύτερη φορά μετά το 2015 η διαπραγμάτευση μεταφέρθηκε στις Βρυξέλλες αυτή την φορά ωστόσο σε επίπεδο υπουργών. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος , η Έφη Αχτσιόγλου αλλά και ο Γιώργος Χουλιαράκης θα παραμείνουν στην Βελγική πρωτεύουσα τουλάχιστον μέχρι την Πέμπτη ή μέχρι να κλείσουν κάποια από τα θέματα που είναι σε εκκρεμότητα και να βγει λευκός καπνός για το κλείσιμο της αξιολόγησης.

Η κυβέρνηση αξιολογεί την εξέλιξη αυτή ως θετική καθώς δείχνει την πρόθεση των θεσμών να επιταχύνουν τις διαδικασίες προκειμένου να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν η Β αξιολόγηση. Όπως έλεγαν κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης η σπουδή των θεσμών να επιταχύνουν ακόμα και με αυτό τον τρόπο την διαδικασία επιβεβαιώνει ότι και γι αυτούς είναι αναγκαίο το γρήγορο κλείσιμο των διαπραγματεύσεων καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν και άλλα σοβαρά θέματα όπως οι εκλογές στην Γαλλία και την Γερμανία. Παράλληλα ωστόσο σημείωναν ότι οι επόμενες ημέρες δεν θα είναι εύκολες για τους υπουργούς στις Βρυξέλλες ενώ κρατούν μικρό καλάθι για το εάν η διαδικασία αυτή μπορεί να φέρει εξελίξεις στο άτυπο Eurogroup στην Μάλτα στις 7 Απριλίου.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναφερόμενος σε αυτή την εξέλιξη δήλωσε ότι « η στρατηγική μας είναι να μείνουμε εδώ και να κάνουμε ουσιαστική πρόοδο, να αφήσουμε ελάχιστα ζητήματα και αν μπορούμε ούτε αυτά, για να μπορούμε μετά όταν επιστρέψουν οι θεσμοί στην Αθήνα να έχουμε μια συμφωνία, ένα πακέτο μέτρων που συμφωνούμε εμείς και οι θεσμοί πριν από το Eurogroup της 7ης Απριλίου στη Μάλτα. Από εκεί και πέρα η διαδικασία μπορεί να επιταχυνθεί πολύ περισσότερο και μπορούμε να πάμε στο ΔΝΤ στις συναντήσεις της Άνοιξης στις 22 Απριλίου για να προσθέσουμε και τις τελευταίες λεπτομέρειες για όλο το πακέτο" .

Σύμφωνα με πληροφορίες του Αθηναϊκού Πρακτορείου από τις Βρυξέλλες κυβερνητικές πηγές τόνισαν ότι όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές στις διαπραγματεύσεις θεωρούν ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία και ότι έχει γίνει τεράστια δουλειά σε πολλά θέματα, όπως για παράδειγμα στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και στον εξωδικαστικό συμβιβασμό που είναι κύρια στρατηγική της κυβέρνησης για να διαχειριστεί τα κόκκινα δάνεια, καθώς και στο κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού το 2018. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, υπό συζήτηση βρίσκονται τα δημοσιονομικά περιθώρια μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, ενώ έχει επιτευχθεί πρόοδος σχετικά με τη συγκεκριμενοποίηση των λεγόμενων αντισταθμιστικών μέτρων.
Όσον αφορά τα εργασιακά, κυβερνητικοί παράγοντες εκτίμησαν ότι παρά τις μεγάλες διαφορές με το ΔΝΤ, υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης για να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Οι ίδιοι παράγοντες υπενθύμισαν ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ευρωζώνης και της ΕΕ και ότι το Μνημόνιο είναι σαφές όσον αφορά το θέμα της αγοράς εργασίας, αναφέροντας ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να νομοθετήσει στον τομέα αυτό βάσει των ευρωπαϊκών πρακτικών. Οι ίδιοι κυβερνητικοί κύκλοι υπενθύμισαν ότι έχει κληθεί ομάδα εμπειρογνωμόνων για να αποφανθεί ποιές είναι οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα σε αυτό το θέμα και ως εκ τούτου υπογράμμισαν ότι δεν υπάρχει διαφωνία με όλους τους θεσμούς.
Όσον αφορά την προνομοθέτηση μέτρων, κυβερνητικές πηγές ανέφεραν ότι πρόκειται για ένα πακέτο μέτρων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 3,6 δισ. ευρώ. "Το γεγονός ότι διαφωνούμε στο ύψος της μείωσης του ΕΝΦΙΑ είναι απόδειξη του πόσο μακριά έχουμε πάει σε αυτή τη συζήτηση", ανέφεραν οι ίδιες πηγές.
Κυβερνητικοί παράγοντες υπογράμμισαν ακόμα ότι και οι τέσσερις θεσμοί δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο πόσο σημαντικό είναι να υπάρξει έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης. "Ειδικά το ΔΝΤ έδειξε ότι θέλει να διαπραγματευτεί με καλή πίστη", ανέφεραν οι ίδιες πηγές, προσθέτοντας ότι θα ήταν κρίμα αν διακινδυνέψει και πάλι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.