Να χαμηλώσει τις προσδοκίες από την έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης προσπάθησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά την ομιλία του στην συνέλευση του ΣΕΒ, λέγοντας πως η έξοδος «δεν θα είναι θεαματική αλλαγή». 

Χαρακτηριστικά σημείωσε πως «θα ήταν λάθος και ανοησία να θεωρήσουμε ότι με το ημερολογιακό τέλος του προγράμματος, θα μας περίμεναν όλοι να μας δανείσουν με επιτόκια αντίστοιχα με της Γερμανίας για παράδειγμα». «Σε αντίθεση με την είσοδό μας στα μνημόνια, η έξοδος μας από αυτά δεν θα τα αλλάξει όλα στη ζωή μας απότομα και "θεαματικά", αλλά οι αλλαγές θα έρχονται βήμα το βήμα και θα είναι προς το καλύτερο και για την οικονομία και για την ελληνική κοινωνία. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς; Όταν βγάζεις έναν ασθενή από την εντατική, ακόμη κι αν είναι αθλητής, δεν τον βάζεις να τρέξει κατοστάρι. Πρέπει να δώσουμε χρόνο» είπε.

Μιλώντας για τον σχεδιασμό της επόμενης ημέρας και την διόρθωση αδικιών, εξέφρασε την αισιοδοξία του «για το νέο ξεκίνημα από τα επίσημα στοιχεία της πραγματικής οικονομίας που ανακοινώνει η στατιστική υπηρεσία, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί έπειτα από τρία χρόνια συστηματικής προσπάθειας».

«Ολοκληρώνουμε το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα έχοντας υλοποιήσει ένα δραστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αλλαγών σε όλο το εύρος του οικονομικού συστήματος, αποκαθιστώντας την εικόνα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της χώρας γενικότερα στο διεθνές στερέωμα» σημείωσε ο πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας ότι «δεν θεωρούμαστε πια μια διεφθαρμένη και αναποτελεσματική οικονομία όπου κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει».

«Οι θεσμοί κι ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζουν σήμερα απερίφραστα αυτή την προσπάθεια» είπε, συμπληρώνοντας ότι «τα δεδομένα αυτά θα αποτελέσουν και το διαβατήριό μας για την έξοδο της χώρας στις αγορές με το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.

Αναφερόμενος στα στοιχεία της Eurostat, «που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης», είπε «τα επόμενα χρόνια προβλέπονται δημοσιονομικά περιθώρια,

πέραν των στόχων που θα πρέπει να συνεχίσουμε να επιτυγχάνουμε για διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία, τόσο έναντι των εταίρων όσο και έναντι των αγορών».

Είπε ότι θα αξιοποιηθούν όλα τα περιθώρια «με υπευθυνότητα και σχέδιο», αποσκοπώντας «στη μείωση των φορολογικών βαρών, με παράλληλη ενίσχυση των αναπτυξιακών ρυθμών και στην αύξηση της απασχόλησης».

Συνεχίζοντας την ομιλία του σχετικά με την ολοκλήρωση του τεχνικού μέρους της 4ης αξιολόγησης, είπε ότι τον Ιούνιο θα είμαστε έτοιμοι για το κλείσιμο όλων των τελευταίων εκκρεμοτήτων, «όχι απλώς με αίσθημα επείγοντος, αλλά θα έλεγα με αίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών, όλοι εργαζόμαστε πυρετωδώς για το σκοπό αυτό και πρέπει να συνεχίσουμε στον ίδιο ρυθμό».

Τόνισε ότι «διεκδικούμε μια λύση βιώσιμη στο χρόνο που δεν θα αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς την προοπτική της οικονομίας μας και θα υποστηρίζει την αναπτυξιακή της δυναμική» και έστειλε το μήνυμα, ότι «τώρα είναι η σειρά των εταίρων μας, να δώσουν με μια κίνηση έμπρακτης εμπιστοσύνης και αναγνώρισης των προσπαθειών μας, τη σωστή λύση, που όλοι περιμένουν να ακούσουν».

Τόνισε ότι «οι αποφάσεις στις οποίες θα καταλήξουμε πρέπει να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις και τις ανάγκες της περιόδου, γιατί ειδικά σήμερα, εν μέσω της πολιτικής κρίσης στην Ιταλία» είπε, «η θετική κατάληξη της ελληνικής περιπέτειας είναι πιο αναγκαία από ποτέ για το σύνολο της Ευρωζώνης, για το σύνολο της ΕΕ». Παράλληλα σημείωσε ότι πρέπει να θωρακιστεί η ελληνική οικονομία «από αναταράξεις που δεν οφείλονται σε μας αλλά σε εξωγενείς παράγοντες. Και πάνω από όλα να θωρακίζουν την ίδια την Ευρώπη από την ανατροφοδότηση και τον ανακυκλισμό των κρίσεων».

«Οι αλλαγές θα έρχονται βήμα-βήμα, γιατί πέρα από τα όσα πρέπει να κάνει η Ελλάδα, οφείλει και η Ευρώπη να κάνει βήματα. Και να κοιτάξει κατάματα το πρόβλημα» υπογράμμισε.

Υπογράμμισε ακόμα ότι η διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία δεν είναι μια υπόθεση εύκολη «και θα ήταν λάθος και ανοησία να θεωρήσουμε ότι με το ημερολογιακό τέλος του προγράμματος, θα μας περίμεναν όλοι να μας δανείσουν με επιτόκια αντίστοιχα με της Γερμανίας».