Οι αλλεπάλληλες δηµοσκοπήσεις έχουν πυκνώσει, ανεξαρτήτως του χρόνου των γενικών εκλογών, καθώς οι αυτοδιοικητικές και οι ευρωεκλογές, ο χρόνος των οποίων είναι δεδοµένος, θεωρούνται «η δηµοσκόπηση στην πράξη» για το αποτέλεσµα των εκλογών που θα αναδείξει τη νέα κυβέρνηση. Σε όλες αυτές τις έρευνες της κοινής γνώµης, που βλέπουν το φως της δηµοσιότητας, παρατηρείται το εξής: (α) ποικίλλει η διαφορά στην πρόθεση ψήφου µεταξύ της Ν.∆. και του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της πρώτης, (β) παραµένει διαχρονικά αµείωτη η υπεροχή του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης.

Είναι όµως η πρόθεση ψήφου, πέραν της τάσης που δείχνει, ασφαλές στοιχείο για την ακριβή εκλογική διαφορά µεταξύ των δύο κοµµάτων; Ασφαλώς και όχι. ∆ιότι απέναντι στην πρόθεση ψήφου, όπως αυτή καταγράφεται, υπάρχουν τα ποιοτικά στοιχεία που εκπροσωπούν οι λεγόµενοι κοινωνικοί δείκτες και τους οποίους, όπως παρατηρούν οι δηµοσκόποι, τους έχει εναντίον του ο ΣΥΡΙΖΑ. Πράγµα το οποίο σηµαίνει ότι ενώπιον της κάλπης θα µετρήσει ιδιαιτέρως η στάση αυτή της κοινωνίας, ανεξαρτήτως του τι λέει ο καθένας ότι θα ψήφιζε αν την επόµενη Κυριακή είχαµε εκλογές - όπως δηλαδή ερωτώνται οι πολίτες στις δηµοσκοπήσεις.

Στελέχη της Ν.∆., συµφωνώντας µε τους δηµοσκόπους, επισηµαίνουν και αυτά τη δυσµενή για τον ΣΥΡΙΖΑ εξέλιξη των κοινωνικών δεικτών, κάνοντας ορισµένες συγκεκριµένες εκτιµήσεις.

1. Η κυβέρνηση κατόρθωσε µεν να επιβιώσει των δυσµενών κοινωνικών συνθηκών, ώστε ο πρωθυπουργός να επιµένει ότι θα εξαντλήσει την τετραετία (από των εκλογών του Σεπτεµβρίου του 2015). Οµως η επιδοµατική πολιτική δεν βελτιώνει την εικόνα της κυβέρνησης, όπως αποκαλύπτεται και από το γεγονός ότι λίγους έως πολύ λίγους µήνες µέχρι τις εκλογές η συσπείρωση του κυβερνώντος κόµµατος µόλις κι έχει ξεπεράσει κατά µία ποσοστιαία µονάδα το 50%.

2. Τα όποια «χαρτζιλίκια» προς την κοινωνία τα έχουν ακυρώσει αφενός η Συµφωνία των Πρεσπών, που «ερέθισε» εθνικά αντανακλαστικά, τα οποία έχουν κατά την εκδήλωσή τους υποκαταστήσει άλλες αντιδράσεις του κοινωνικού σώµατος για άλλου είδους διαφωνίες και δυσφορία του απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης. Οπως, λ.χ., η περίπτωση της οικονοµικής συντριβής της κοινωνίας. Ενώ, επιπροσθέτως, τα όσα συνέβησαν στη Μάνδρα και στο Μάτι, τα οποία εξαιτίας της παρόδου του χρόνου θα εθεωρείτο ότι θα είχαν αµβλυνθεί στη µνήµη του κόσµου, αναζωπυρώθηκαν µε το συντριπτικό εισαγγελικό πόρισµα για το Μάτι. Στο οποίο πόρισµα, επειδή γίνεται αναφορά στην περιφερειάρχη Αττικής, Ρένα ∆ούρου, για τις δικές της ευθύνες στο θέµα των πυρκαγιών, αναµοχλεύεται στη λαϊκή µνήµη και η βαριά ευθύνη της ίδιας της κ. ∆ούρου, αλλά και της κυβέρνησης που την επέλεξε, για τις πληµµύρες στη Μάνδρα.

Πλέον, η κυβέρνηση δεν προλαβαίνει να µεταβάλει τις αρνητικές σε βάρος της συνθήκες, όταν µάλιστα πεποίθηση των δηµοσκόπων είναι ότι δεν είναι εύκολο να αλλάξει η συµπεριφορά της κοινωνίας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του.

Χωρίς περιθώρια

Οι καταγεγραµµένες θέσεις της κοινής γνώµης σε όλες τις τελευταίες δηµοσκοπήσεις αλλά και σε άλλες ανεξάρτητες έρευνες, όπως του ΙΟΒΕ, του ΙΜΕ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΓΣΕΕ ή του ΕΒΕΑ, δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε πραγµατική απόγνωση, γεγονός που, όπως επισηµαίνουν αναλυτές δηµοσκοπήσεων, σηµαίνει δύο τινά:

Πρώτον, ότι έχουν περιοριστεί δραµατικά τα περιθώρια ανάκαµψης του ΣΥΡΙΖΑ και το κλίµα είναι µη αναστρέψιµο. ∆εύτερον, ότι όσο χρόνο νοµίζει ότι κερδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, παραµένοντας στην εξουσία, τόσο περισσότερο πλησιάζει την αυτοδυναµία η Νέα ∆ηµοκρατία, χωρίς µάλιστα να χρειάζεται να κάνει κάτι το ιδιαίτερο ώστε να επιταχύνεται η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικώς.

Η µεγάλη απογοήτευση της ελληνικής κοινωνίας από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται σε όλους τους Κοινωνικούς ∆είκτες των δηµοσκοπήσεων (ποσοστά αισιοδοξίας, ατοµικές και οικογενειακές -good will factor-, συναισθηµατικοί δείκτες, ικανοποίηση από την κυβέρνηση), µε τους αναλυτές των εταιρειών να κάνουν και την εξής ενδεικτική του κλίµατος παρατήρηση: Αρκετοί δείκτες του... 2009, όταν άρχισε η κρίση, παραµένουν µε µεγάλη διαφορά καλύτεροι από τους σηµερινούς.

Προκειµένου να γίνει µία σχετική σύγκριση, αρκεί να αναφερθεί ότι ήδη από το 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε καταγράψει µία δραµατική επιδείνωση των Κοινωνικών ∆εικτών στη χώρα µας σε σχέση µε άλλες ευρωπαϊκές, όταν µάλιστα οι οικονοµικές «συνταγές» οι οποίες επιβάλλονταν τότε δεν ήταν τόσο αυστηρές, καθώς υπήρχε µεγαλύτερη εµπιστοσύνη σε σχέση µε αυτήν που «εµπνέει» στους δανειστές η σηµερινή κυβέρνηση της Αριστεράς.

Τα στοιχεία αυτά έχουν δραµατικά επιδεινωθεί και είναι εποµένως αυτονόητοι οι λόγοι για την εγκατάλειψη του ΣΥΡΙΖΑ από την ελληνική κοινωνία και την πλήρη απογοήτευσή της από την κυβέρνηση, κάτι βεβαίως που καταγράφεται και δηµοσκοπικά, επί σειράν µηνών.

Το παραμύθι των Μνημονίων και η αλήθεια

Στην τελευταία έκθεση (Φεβρουάριος 2019) του Ιδρύµατος Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) καταγράφηκε ότι τα µισά σχεδόν ελληνικά νοικοκυριά (48%) περιµένουν να επιδεινωθούν τα οικονοµικά τους. Στην έρευνα του Ινστιτούτου της ΓΣΕΒΕΕ το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 52%. Ηδη έχει αυξηθεί από το 39% στο 42% η πρόθεση των καταναλωτών να µειώσουν τις αγορές σηµαντικής αξίας. Αυτή, βεβαίως, είναι η εκτίµηση για τις προσωπικές προοπτικές των νοικοκυριών. ∆ιότι όταν η κοινή γνώµη ερωτάται για τις προοπτικές γενικώς της οικονοµίας, που επηρεάζουν και τις προοπτικές του καθενός ξεχωριστά, τα ποσοστά αυτά, που ξεκίνησαν από το 65%, έχουν φτάσει και το 80% σε ορισµένες περιπτώσεις.

Αλλωστε, οι αδιάσειστες ενδείξεις ότι η κοινή γνώµη δεν «καταπίνει αµάσητες» πλέον τις επικοινωνιακές υπερβολές της κυβέρνησης περί βελτίωσης της κατάστασης µετά τα Μνηµόνια είναι οι εξής:

(α) Το 84,2% θεωρεί ότι δεν έχουµε απεµπλακεί από τα Μνηµόνια, υπολογίζοντας εύλογα ως δεσµεύσεις της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ τα πρωτογενή πλεονάσµατα 3,5% µέχρι το 2022 και 2,5% µέχρι το 2060. Μάλιστα, σε έρευνα του ΕΒΕΑ ένα ποσοστό 69% θεωρούσε ότι δεν επρόκειτο να βελτιωθούν τα οικονοµικά του επειδή βγήκαµε, υποτίθεται, από τα Μνηµόνια. Το ποσοστό αυτό στην πρόσφατη δηµοσκόπηση της Rass για το in.gr είναι ανεβασµένο στο 80,2%, καθώς τόσοι είναι οι ερωτηθέντες που θεωρούν ότι παρά την έξοδο από τα Μνηµόνια είναι πολύ πιθανό να µπούµε σε νέες περιπέτειες.

(β) Επιπλέον ενδεικτικό του ότι η ελληνική κοινωνία ουδόλως είναι πεπεισµένη για την υποτιθέµενη βελτίωση της οικονοµίας µετά την πολυδιαφηµισµένη έξοδο από τα Μνηµόνια είναι και το γεγονός ότι παραµένει υψηλό (84%) το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν θεωρούν ότι µπορούν να κάνουν αποταµίευση. Ενώ στο 63% παραµένει το ποσοστό αυτών που µετά βίας «τα βγάζουν πέρα»! Σηµαντικό -και βεβαίως σε βάρος της κυβέρνησης- είναι το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά 6 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε τον περασµένο Νοέµβριο. ∆ηλαδή, µέσα σε τρεις µήνες.

ΓΣΕΒΕΕ

Εξίσου δραµατική εµφανίζεται η κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας στην έρευνα του Ινστιτούτου Μελετών της ΓΣΕΒΕΕ. Κάτι, βεβαίως, που η ελληνική κοινωνία το αποδίδει στην κυβερνητική πολιτική.

Ετσι: (α) Μεταξύ 2017 και 2018 µειώθηκαν τα εισοδήµατα σχεδόν των µισών ελληνικών νοικοκυριών (43,9%). (β) 61,1% ανέφερε ότι πρέπει να κάνει περικοπές, αν θέλει να καλύψει τις βασικές του βιοποριστικές ανάγκες. Ενώ ένα άλλο 12,7% δήλωσε ότι δεν µπορεί να τις καλύψει ούτως ή άλλως. (γ) Πάνω από το 50% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει ότι το µηνιαίο εισόδηµά του δεν επαρκεί για ολόκληρο τον µήνα, αλλά µόνο για 19 ηµέρες. (δ) ∆ύο στα δέκα νοικοκυριά συντηρούν τουλάχιστον έναν άνεργο.

Επίσης έχει αυξηθεί στο 70,2% το ποσοστό της µακροχρόνιας ανεργίας επί του συνολικού αριθµού των ανέργων. Πράγµα που δείχνει ότι καµία ανάκαµψη της οικονοµίας δεν επιτυγχάνεται. ∆εδοµένου ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς θεωρεί προνοµιακό της πεδίο τους δηµοσίους υπαλλήλους, δύο έρευνες που διεξήγαγε το Κοινωνικό Πολυκέντρο της Α∆Ε- ∆Υ µε αντικείµενο το επίπεδο µισθών και την αγοραστική δύναµη όσων εργάζονται στον δηµόσιο τοµέα κατέδειξαν ότι η Ελλάδα µεταξύ των χωρών της Ε.Ε. καταλαµβάνει την τρίτη θέση από το τέλος όσον αφορά στην αγοραστική δύναµη των δηµοσίων υπαλλήλων. Οι οποίοι έχουν απολέσει πάνω από το 30% του εισοδήµατός τους. Ηδη, η µέση µηνιαία αµοιβή των δηµοσίων υπαλλήλων στη χώρα µας είναι τα 1.065 ευρώ, µε τον ευρωπαϊκό µέσο όρο να είναι στα 2.321 ευρώ και στην ευρωζώνη 2.750 ευρώ.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 6/4/2019