Ένα συγκλονιστικό συγγραφικό έργο αναφορικά με τις φρικαλεότητες που έζησαν οι Έλληνες Εβραίοι στο Άουσβιτς, ολοκλήρωσε πριν λίγες εβδομάδες ο ιστορικός ερευνητής Γιώργος Πηλιχός, ύστερα από έρευνα δέκα ετών.

Το ογκώδες λεύκωμα του με τίτλο «Άουσβιτς - Έλληνες - Αριθμός Μελλοθανάτου» που εκδόθηκε τον περασμένο Ιανουάριο με τη συμβολή των Ελληνικών Ταχυδρομείων Α.Ε. είναι μια απόδοση μνήμης στους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά που εξοντώθηκαν, επειδή γεννήθηκαν Εβραίοι, στο διάστημα μεταξύ 1943 και 1945 στο Άουσβιτς.

Ο Γιώργος Πηλιχός μιλώντας στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ αποκαλύπτει με ποιο τρόπο κατάφερε να «συρράψει» με εξαιρετική τεκμηρίωση, αυτό το λεύκωμα, δουλεύοντας με πάθος και ζώντας μια αξέχαστη εμπειρία ζωής

Πρόσφατα εκδώσατε αυτό το λεύκωμα ύστερα από μεγάλη έρευνά σας για το θέμα των Ελλήνων Εβραίων στο Αουσβιτς. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα;

Το ενδιαφέρον για το Ολοκαύτωμα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξεκίνησε όταν πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν μαθητής του Γυμνασίου, διάβασα το «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και τον «Σκελετό 509» του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Καθώς και διάφορα άρθρα σχετικά με το θέμα στην «Ιστορία Εικονογραφημένη». Αργότερα, επισκέφτηκα το Μαουτχάουζεν. Η ιδέα για την δημιουργία του βιβλίου του Άουσβιτς «έπεσε στο τραπέζι» τον Μάιο του 2007, όταν πληροφορήθηκα από την τότε Υπουργό Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, πως με δική της πρωτοβουλία, οι ισόγειοι χώροι του Μπλοκ 18 του κεντρικού στρατοπέδου πρόκειται να στεγάσουν μια μόνιμη έκθεση που θα δημιουργείτο για τους Έλληνες κρατούμενους στο στρατόπεδο. Με παρότρυνση της ίδιας ξεκίνησα την έρευνα και τα ταξίδια. Η θητεία της Ντόρας Μπακογιάννη ως Υπουργού Εξωτερικών έληξε, το βιβλίο δεν είχε τελειώσει, αλλά συνέχισα.

Πόσο καιρό διήρκησε η έρευνά σας;

Η έρευνα διήρκεσε σχεδόν 10 χρόνια και στη διάρκεια 15 ταξιδιών στο στρατόπεδο έκανα έρευνα στα αρχεία για αναζήτηση στοιχείων που αφορούν τους Έλληνες Εβραίους στο Άουσβιτς, φωτογράφιζα τα στρατόπεδα. Το Άουσβιτς ήταν ένα συγκρότημα τριών στρατοπέδων, το κεντρικό στρατόπεδο ή Άουσβιτς Ι, το Μπίρκεναου και το Μόνοβιτς. Επίσης, υπήρχαν 44 υποστρατόπεδα, σε μερικά εκ των οποίων σώζονται διάφορες εγκαταστάσεις.

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που συναντήσατε;

Δεν αντιμετώπισα δυσκολίες. Φόβους, ναι… Είναι τραγικό να γνωρίζεις πως περπατάς σε γη που το χρώμα της ειναι γκρίζο ακόμη και μετα από 75 χρόνια, από τις στάχτες των θυμάτων.
Είχα και έχω άριστη συνεργασία με την διοίκηση του στρατοπέδου, το οποίο όπως γνωρίζετε λειτουργεί ως μουσείο. Είχα πρόσβαση χωρίς κανένα πρόβλημα, σε όλα τα αρχεία, στα έγγραφα που αναζητούσα, αλλά είναι αξιομνημόνευτο ότι ο υπεύθυνος των αρχείων ο Δρ. Πλόζα με ενημέρωνε και για έγγραφα την ύπαρξη των οποίων δεν γνώριζα και τα οποία ήταν πολύ σημαντικά για την έρευνά μου. Επίσης, είχα πρόσβαση για φωτογραφίσεις σε χώρους οι οποίοι δεν είναι προσβάσιμοι στο κοινό όπως για παράδειγμα το Μπλοκ 10 (το μπλοκ των ιατρικών πειραμάτων), το Μπλοκ 28, τα Μπλοκ 2 και 3 τα οποία παραμένουν όπως ακριβώς τα εγκατέλειψαν οι Γερμανοί, τα φωτογραφικά αρχεία με τις ιστορικές φωτογραφίες, τα εργαστήρια συντήρησης με αντικείμενα κρατουμένων αλλά και Ες-Ες τα οποία δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμη. Με άδεια εισόδου για όλες τις ώρες στα στρατόπεδα, έκανα λήψεις νωρίς το πρωί και πολύ αργά το βράδυ όταν το στρατόπεδα είναι κλειστό για τους επισκέπτες.

Υπήρξε κάποια δυσκολία που σας έκανε να σκεφτείτε να τα παρατήσετε;

Ποτέ. Δεν υπήρξε περίπτωση να σταματήσω το πόνημά μου ποτέ. Όταν ξεκινώ κάτι το φτάνω μέχρι το τέλος.

Από ποιους σταθμούς αποτελείται το ταξίδι της έρευνάς σας;

Η έρευνα ξεκίνησε από τα αρχεία του Κρατικού Μουσείου του Άουσβιτς-Μπίρκεναου και παράλληλα συνεχιζόταν με συνεντεύξεις των επιζώντων που συνάντησα. Στην αρχή με αντιμετώπιζαν με δυσπιστία, έπρεπε να κερδίζω την εμπιστοσύνη τους. Γρήγορα, γινόμουν ο «δικός τους άνθρωπος». Μου άνοιξαν την καρδιά τους, τις πληγές τους. Με τις διηγήσεις τους έζησαν ξανά τα μαρτύρια που είχαν περάσει και όταν έκλεινε το μαγνητόφωνο ή η κάμερα μου εκμυστηρεύονταν βιώματα τα οποία δεν θα γραφτούν ούτε θα ειπωθούν ποτέ. Είναι τα μυστικά μας. Εκεί είναι η απόλυτη φρίκη. Παράλληλα παρακολούθησα σεμινάρια για το «Ολοκαύτωμα και τη Μνήμη» στο Άουσβιτς. Προσπάθησα να τεκμηριώσω με έγγραφα και παράλληλες μαρτυρίες τις αφηγήσεις ώστε να μην προσβάλλεται η εγκυρότητά τους. Συνεργάστηκα με τα αρχεία του Γιαντ Βασέμ, τα Γερμανικά Κρατικά αρχεία, ιδιωτικά αρχεία και είχα τεράστια βοήθεια στην έρευνά μου από τον τότε πρόεδρο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος Μωυσή Κωνσταντίνη, τη Διευθύντρια του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Έρικα Περαχιά, την υπεύθυνη των αρχείων της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, Αλίκη Αρούχ. Και βεβαίως, πάντα δίπλα μου, τον διευθυντή του Κρατικού Μουσείου Άουσβιτς-Μπίρκεναου, Δρ Πιότρ Τσιβίνσκι. Πολύτιμες συμβουλές από τον Μάικλ Μπέρενμπαουμ, που υπήρξε διευθυντής του Μουσείου Ολοκαυτώματος στην Ουάσιγκτον. Αλλά, μόνο η αποφασιστική και καθοριστική συμβολή του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής Νίκου Παππά υλοποίησε το έργο μου, με την χρηματοδότηση των Ελληνικών Ταχυδρομείων. Διαφορετικά, θα παρέμενε σε ένα υπολογιστή και σε εκατοντάδες σελίδες πάνω στο γραφείο μου.

Τι σας συγκλόνισε πιο πολύ από τα στοιχεία που συλλέξατε;

Οι μαρτυρίες-καταθέσεις των επιζώντων. Δεν διηγούνταν απλά, «ζόυσαν» ξανά στο στρατόπεδο, μιλούσαν σε ενεστώτα χρόνο. Η στιγμή που ο Πολωνός Ζόντερκομαντο Χένρυκ Μάντελμπαουμ, με οδήγησε στους λάκκους αποτέφρωσης, μέσα στο δάσος με τις συμήδες, εκεί που φορτηγά άδειαζαν τα μικρά παιδιά ζωντανά στην φωτιά, όταν μου προσδιόρισε το δέντρο όπου ο διοικητής των κρεματορίων Όττο Μολλ χτυπούσε τα κεφάλια των μωρών παιδιών μέχρι να τα θανατώσει μπροστά στις μητέρες τους, «και ηδονιζόταν με αυτό, ο αλήτης, το τσογλάνι, ο….». Όταν ο Έλληνας Ζόντερκομαντο Σλόμο Βενέτσια, στην συνάντησή μας στο σπίτι του στην Ρώμη κατεβάζοντας την μάσκα οξυγόνου που φορούσε, μου ψιθύρισε το τραγούδι που έλεγαν οι Έλληνες Ζόντερκομαντο, κατ’ εντολή των Γερμανών –που δεν καταλάβαιναν τα λόγια, όταν επέστρεφαν από τη βάρδια τα κρεματόρια: «Την Ελληνική μου τη σημαία, Θεέ μου πώς την αγαπώ, την πατρίδα μου στους ξένους μάνα δεν τους δίνω εγώ, προτιμάω να σκοτωθώ, προτιμάω να σκωτωθώ…». Όταν η Νίνα Άντζελ κάρφωσε το βλέμμα της στο ρόλοι του τοίχου και μονολόγισε έντρομη «λένε πώς έπαιρνε τρία λεπτά να πεθάνουν στο γκάζι. Ξέρεις τι σημαίνει τρία λεπτά; Ποιος πέθανε πρώτα, η μητέρα μου που κρατούσε το Νταβίκο στην αγκαλιά ή ο Νταβίκος, τριών χρονών και μετά η μάνα;». Και ξέσπασε σε ένα θρήνο που δεν μπορούν να περιγράψουν λόγια.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με ποιο τρόπο σας βοήθησε;

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στήριξε πνευματικά το έργο μου, με τίμησε με τον χαιρετισμό Του στο βιβλίο μου καθώς και με το μήνυμά Του που προβλήθηκε την ημέρα της παρουσίασης του βιβλίου στην Θεσσαλονίκη στις 18 Ιανουαρίου. Είναι άνθρωπος της καρδιάς μου, είναι προσωπικότητα μοναδική, βλέπει μακριά, μπροστά από την εποχή μας.

Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη αντιμετωπίζει σε κάθε γωνιά της την αναβίωση των νεοναζιστικών μορφωμάτων. Τι κινδύνους κρύβει αυτό; Πιστεύετε πως στο μέλλον μπορεί να εμφανιστούν ξανά τέτοια ολοκληρωτικά καθεστώτα; 

Οι κίνδυνοι για μία αναβίωση «Νεοναζιστική» υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχουν άλυτα κοινωνικά προβλήματα όπως η ανεργία και άνθρωποι περιθωριοποιημένοι που τους ενώνει το μίσος για τους υπόλοιπους συνανθρώπους τους και γενικά την κοινωνία.

Τι προσδακάτε από την έκδοση αυτού του λευκώματος; Θα ευαισθητοποιήσει τους Έλληνες;

Οι Έλληνες είναι ευαισθητοποιημένοι κάτι το οποίο βλέπουμε και σήμερα στο θέμα της αντιμετώπισης των προσφύγων. Βεβαίως θα μου πείτε ότι υπάρχουν βεβηλώσεις των Εβραϊκών τάφων, συναγωγών και μνημείων για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα. Ίσως αυτό να σηματοδοτεί μια αντισημιτική έξαρση; Δεν το πιστεύω. Είναι μεμονωμένες πράξεις, δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο του Ελληνικού λαού. Σας υπενθυμίζω την εκπληκτική ομιλία του Δήμαρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη την ημέρα της θεμελίωσης του Μουσείου Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη για τις ευθύνες που έχουμε απέναντι στους Έλληνες που έχουν ένα διαφορετικό θρήσκευμα από το δικό μας. Στο στρατόπεδο, οι Έλληνες Εβραίοι δεν μιλούσαν μεταξύ τους Σεφαραδίτικα, μιλούσαν Ελληνικά. «Μας ένωνε η πατρίδα».

 Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ το Σάββατο 3 Μαρτίου 2018.