«Εις μνήμην»... για να ξανασκεφτούμε τις ζωές μας
«Εις μνήμην Χρύσας Σπηλιώτη», είχε τίτλο το κείμενο που ανήρτησε στο διαδίκτυο (πέρυσι τέτοιες μέρες) ο σημαντικός Έλληνας ψυχίατρος- ψυχαναλυτής Σάββας Σαββόπουλος, μόλις έγινε γνωστό πως ανάμεσα στους ανθρώπους που κάηκαν στο Μάτι ήταν και η ηθοποός, το όνομα και η εικόνα της οποίας, αποτυπώθηκαν στο μυαλό ενός ευρύτερου κοινού, από τους ρόλους της σε τηλεοπτικές σειρές μυθοπλασίας.
Το ανέσυρα από το αρχείο μου (όπου το έχω κρατημένο) και αναδημοσιεύω σήμερα, (ανήμερα της πρώτης επετείου από την «εθνική τραγωδία» στην Ανατολική Αττική) απόσπασμά του. Όχι μόνο ως «μνημόσυνο» για ένα γνωστό πρόσωπο που λίγο γνωρίζαμε, αλλά γιατί μέσα από αυτό ίσως συνειδητοποιήσουμε πως «τα παιδιά και οι άλλοι που χάθηκαν από την καθημερινότητα τόσο δραματικά, μοιάζει να θυσιάστηκαν για όλους μας, για να μας δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τις ζωές μας. Να συναντήσουμε τον εαυτό μας και το άλλο». Έγραψε - μεταξύ άλλων- ο Σάββας Σαββόπουλος:
«Αυτό το καλοκαίρι καμωμένο από λιωμένο αλουμίνιο και σώματα που οι φωτιές μετέτρεψαν σε λείψανα Αγίων ένας Αγγελος μας άφησε! Ελπίζαμε όλοι μέχρι την τελευταία στιγμή ότι η ακριβή φίλη Χρύσα Σπηλιώτη δεν θα μας εγκατέλειπε μόνους. Πάντα την σκεφτόμουν ως μια από τις λιγοστές υπάρξεις που εκπροσωπούσαν εκείνη την Ελλάδα, η οποία δεν βολεύτηκε στην αυτάρκεια και την αυταρέσκεια, την έπαρση και την αλαζονεία, την Ελλάδα που πότε δεν συμβιβάστηκε με την ασχήμια, την κακομοιριά και τον ωχαδερφισμό. Αυτήν την Ελλάδα, που ήθελε τόσο πολύ να γίνει καθημερινή πραγματικότητα, η Χρύσα ήταν ικανή όχι μόνο να την ονειρευτεί, αλλά στο δικό της πλαίσιο να την σκεφτεί και να την υλοποιήσει. Η μελέτη του έργου της -που είναι σημαντικό- το μαρτυρά.
Η σημερινή νύχτα αλυχτάει σαν καμένο σκυλί, «Ποίος κοιμάται απόψε;» Ήταν ο τίτλος ενός από τα θεατρικά της Χρύσας. Και σήμερα πώς να κοιμηθεί κάποιος όταν σκεφτεί, όταν «δει», όταν «ακούσει» την οδύνη της Χρύσας, του Δημήτρη, των παιδιών, των ενηλίκων, των ζώων που έσβησαν στις φλόγες. Η Χρύσα είχε, πέραν της ευφυίας της, μια εξαιρετική διαισθητικότητα για τα πράγματα, η οποία πολλές φορές μοιάζει να την υπερέβαινε. Πριν χρόνια είχε γράψει ένα θεατρικό που τιτλοφόρησε «Φωτιά και νερό». Ηχεί παράδοξα σήμερα μετά όσα έζησε. Ήταν η ιστορία ενός Άραβα και ενός ευρωπαίου που συμβιώνουν αναγκαστικά για μια βδομάδα. Αντιπαρατίθενται δυο κόσμοι, δύο αντιλήψεις, οι οποίες είναι διαφορετικές «σαν φωτιά και νερό» (…).
Αυτή η ενασχόληση με την θεματική του νερού και της φωτιάς δεν φαινόταν περίεργη, γιατί η Χρύσα γνώριζε την φιλοσοφική σημασία αυτών των στοιχείων από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους μέχρι τον μεσαίωνα. Όμως η πραγματικότητα κατασπάραξε το συμβολικό (…). Σ' αυτό το θεατρικό έργο, όπως και σ' άλλα διαπραγματεύεται η Χρύσα διαπραγματεύεται τις φωτιές που υπάρχουν μέσα μας, τις ενορμήσεις· ενορμήσεις της ζωής και ενορμήσεις του θανάτου, τα ιδεώδη, τις σχέσεις με τους άλλους(…). Η Χρύσα, ίσως, ένα από τα πιο προικισμένα πλάσματα που γνώρισα, μου έκανε εντύπωση ότι πάντα αναγνώριζε στον εαυτό της την έλλειψη. Ωστόσο, η έλλειψη, η αδυναμία της γίνονταν αφετηρία για να βρει νέους δρόμους δημιουργίας και δράσης. Ποτέ δεν αισθάνθηκε πλήρης, πετυχημένη, αυτάρκης, κατά κάποιο τρόπο «τελειωμένη». Είχε αγωνία όταν αδυνατούσε να κατανοήσει καλά μια κατάσταση· ξεκινούσε μια κοπιώδη εργασία, διανοητική και συναιςθηματική ώστε να την προσέγγισει και τελικά να την μορφοποιήσει μέσα απο τους δικούς της δρόμους. Η Χρύσα αναλωνόταν σαν κερί για να μας φωτίσει όλους, μέσα από την υποκριτική της και μέσα απο την γραφή της, κυρίως μέσα από την ζωή της. Μιλούσε, χόρευε, τραγουδούσε για να ξυπνήσει νωθρές ψυχές και νωθρά σώματα. Η Χρύσα γίνονταν πάντα θυσία για τους άλλους. Και πιστεύω ότι με το θάνατό τους, εκείνη, ο Δημήτρης, τα παιδιά και οι άλλοι που χάθηκαν από την καθημερινότητα τόσο δραματικά, μοιάζει να θυσιάστηκαν για όλους μας, για να μας δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τις ζωές μας. Να συναντήσουμε τον εαυτό μας και το άλλο.
Οι νεκροί που χάνονται σαν σκιές που μας φωτίζουν, μας καλούν να γίνουμε άνθρωποι, δηλαδή να μπορέσουμε αγαπήσουμε. Όχι τους όμοιούς μας, αλλά και τους «άλλους». Σε μια χώρα που έχει δομηθεί πάνω στο μίσος και τον διχασμό, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από αυτή στην συνηθισμένη επανάληψη των εμφυλίων. Η χώρα μας, αυτήν την ώρα, κατά την οποία έχει γίνει «χώρος οδύνης» έχει ανάγκη από αγάπη και σκέψη πάνω σε όλα όσα πονούν τους ανθρώπους της.
Το οφείλουμε σε αυτούς που χάθηκαν. Για να δώσουμε νόημα στην θυσία τους. Για να δώσουμε νόημα στην ζωή μας».
Το ανέσυρα από το αρχείο μου (όπου το έχω κρατημένο) και αναδημοσιεύω σήμερα, (ανήμερα της πρώτης επετείου από την «εθνική τραγωδία» στην Ανατολική Αττική) απόσπασμά του. Όχι μόνο ως «μνημόσυνο» για ένα γνωστό πρόσωπο που λίγο γνωρίζαμε, αλλά γιατί μέσα από αυτό ίσως συνειδητοποιήσουμε πως «τα παιδιά και οι άλλοι που χάθηκαν από την καθημερινότητα τόσο δραματικά, μοιάζει να θυσιάστηκαν για όλους μας, για να μας δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τις ζωές μας. Να συναντήσουμε τον εαυτό μας και το άλλο». Έγραψε - μεταξύ άλλων- ο Σάββας Σαββόπουλος:
«Αυτό το καλοκαίρι καμωμένο από λιωμένο αλουμίνιο και σώματα που οι φωτιές μετέτρεψαν σε λείψανα Αγίων ένας Αγγελος μας άφησε! Ελπίζαμε όλοι μέχρι την τελευταία στιγμή ότι η ακριβή φίλη Χρύσα Σπηλιώτη δεν θα μας εγκατέλειπε μόνους. Πάντα την σκεφτόμουν ως μια από τις λιγοστές υπάρξεις που εκπροσωπούσαν εκείνη την Ελλάδα, η οποία δεν βολεύτηκε στην αυτάρκεια και την αυταρέσκεια, την έπαρση και την αλαζονεία, την Ελλάδα που πότε δεν συμβιβάστηκε με την ασχήμια, την κακομοιριά και τον ωχαδερφισμό. Αυτήν την Ελλάδα, που ήθελε τόσο πολύ να γίνει καθημερινή πραγματικότητα, η Χρύσα ήταν ικανή όχι μόνο να την ονειρευτεί, αλλά στο δικό της πλαίσιο να την σκεφτεί και να την υλοποιήσει. Η μελέτη του έργου της -που είναι σημαντικό- το μαρτυρά.
Η σημερινή νύχτα αλυχτάει σαν καμένο σκυλί, «Ποίος κοιμάται απόψε;» Ήταν ο τίτλος ενός από τα θεατρικά της Χρύσας. Και σήμερα πώς να κοιμηθεί κάποιος όταν σκεφτεί, όταν «δει», όταν «ακούσει» την οδύνη της Χρύσας, του Δημήτρη, των παιδιών, των ενηλίκων, των ζώων που έσβησαν στις φλόγες. Η Χρύσα είχε, πέραν της ευφυίας της, μια εξαιρετική διαισθητικότητα για τα πράγματα, η οποία πολλές φορές μοιάζει να την υπερέβαινε. Πριν χρόνια είχε γράψει ένα θεατρικό που τιτλοφόρησε «Φωτιά και νερό». Ηχεί παράδοξα σήμερα μετά όσα έζησε. Ήταν η ιστορία ενός Άραβα και ενός ευρωπαίου που συμβιώνουν αναγκαστικά για μια βδομάδα. Αντιπαρατίθενται δυο κόσμοι, δύο αντιλήψεις, οι οποίες είναι διαφορετικές «σαν φωτιά και νερό» (…).
Αυτή η ενασχόληση με την θεματική του νερού και της φωτιάς δεν φαινόταν περίεργη, γιατί η Χρύσα γνώριζε την φιλοσοφική σημασία αυτών των στοιχείων από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους μέχρι τον μεσαίωνα. Όμως η πραγματικότητα κατασπάραξε το συμβολικό (…). Σ' αυτό το θεατρικό έργο, όπως και σ' άλλα διαπραγματεύεται η Χρύσα διαπραγματεύεται τις φωτιές που υπάρχουν μέσα μας, τις ενορμήσεις· ενορμήσεις της ζωής και ενορμήσεις του θανάτου, τα ιδεώδη, τις σχέσεις με τους άλλους(…). Η Χρύσα, ίσως, ένα από τα πιο προικισμένα πλάσματα που γνώρισα, μου έκανε εντύπωση ότι πάντα αναγνώριζε στον εαυτό της την έλλειψη. Ωστόσο, η έλλειψη, η αδυναμία της γίνονταν αφετηρία για να βρει νέους δρόμους δημιουργίας και δράσης. Ποτέ δεν αισθάνθηκε πλήρης, πετυχημένη, αυτάρκης, κατά κάποιο τρόπο «τελειωμένη». Είχε αγωνία όταν αδυνατούσε να κατανοήσει καλά μια κατάσταση· ξεκινούσε μια κοπιώδη εργασία, διανοητική και συναιςθηματική ώστε να την προσέγγισει και τελικά να την μορφοποιήσει μέσα απο τους δικούς της δρόμους. Η Χρύσα αναλωνόταν σαν κερί για να μας φωτίσει όλους, μέσα από την υποκριτική της και μέσα απο την γραφή της, κυρίως μέσα από την ζωή της. Μιλούσε, χόρευε, τραγουδούσε για να ξυπνήσει νωθρές ψυχές και νωθρά σώματα. Η Χρύσα γίνονταν πάντα θυσία για τους άλλους. Και πιστεύω ότι με το θάνατό τους, εκείνη, ο Δημήτρης, τα παιδιά και οι άλλοι που χάθηκαν από την καθημερινότητα τόσο δραματικά, μοιάζει να θυσιάστηκαν για όλους μας, για να μας δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τις ζωές μας. Να συναντήσουμε τον εαυτό μας και το άλλο.
Οι νεκροί που χάνονται σαν σκιές που μας φωτίζουν, μας καλούν να γίνουμε άνθρωποι, δηλαδή να μπορέσουμε αγαπήσουμε. Όχι τους όμοιούς μας, αλλά και τους «άλλους». Σε μια χώρα που έχει δομηθεί πάνω στο μίσος και τον διχασμό, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από αυτή στην συνηθισμένη επανάληψη των εμφυλίων. Η χώρα μας, αυτήν την ώρα, κατά την οποία έχει γίνει «χώρος οδύνης» έχει ανάγκη από αγάπη και σκέψη πάνω σε όλα όσα πονούν τους ανθρώπους της.
Το οφείλουμε σε αυτούς που χάθηκαν. Για να δώσουμε νόημα στην θυσία τους. Για να δώσουμε νόημα στην ζωή μας».