Oυδέν κακόν αμιγές καλού, που λένε (ισχύει και τούμπαλιν)…

Μέχρι πριν από λίγες μέρες, ο περισσότερος κόσμος ίσως και να μην είχε ακούσει ποτέ το όνομα της Ελένης Παπαδάκη, σε αντίθεση με τα ονόματα άλλων σπουδαίων (σε κάποιες περιπτώσεις και ιστορικά υπερτιμημένων) γυναικών συναδέλφων της, ηθοποιών του παρελθόντος όπως, ας πούμε, της Κυβέλης και της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Κατίνας Παξινού και της Βάσως Μανωλίδου, της Έλλης Λαμπέτη ή της Μελίνας Μερκούρη, των οποίων τα ονόματα ελάχιστοι αγνοούν.

Σπουδαίες, όντως, ηθοποιοί όλες τους (ή σχεδόν όλες τους) και κυρίως τυχερές, εφόσον το άστρο τους δεν έσβησε με το θάνατό τους, αλλά εξακολουθεί να λάμπει στη συλλογική μας μνήμη.

Η Ελένη Παπαδάκη όμως ξεχάστηκε. Όχι επειδή υπήρξε απλώς άτυχη στη ζωή της, αλλά μάλλον επειδή κάποιοι (πολλοί) ήθελαν (και φρόντισαν γι αυτό) να ξεχαστεί. Προφανώς γιατί η περίπτωσή της τους θύμιζε «οικεία κακά». Τις ντροπές και τα λάθη του παρελθόντος μας, την τύφλωση, το φθόνο και το φανατισμό μιας σκληρής και καταστροφικής εποχής.

Η ιστορία όμως εκδικείται με έναν τρόπο που μόνο εκείνη γνωρίζει…

Έτσι η ανιστόρητη και αρτηριοσκληρωτική αντίδραση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), στην άριστη απόφαση του νέου επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη να δώσει σε μία από τις σκηνές του ιστορικού «Ρεξ» (πρώην Κοτοπούλη) το όνομά της Ελένης Παπαδάκη, είχε ως «ευεργετικό» αποτέλεσμα να την βγάλει από την λήθη.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης δικαιολογώντας επαρκώς την απόφαση του Δ.Σ. του Εθνικού τόνισε ευστόχως: «Το οφείλουμε στη μέγιστη ηθοποιό, την αδικημένη από την καλλιτεχνική ιστορία».

Ποιος… είδε όμως το ΣΕΗ και δεν το φοβήθηκε. Με «εμφυλιοπολεμικού» ύφους ανακοίνωσή του χαρακτήρισε την απόφαση «απαράδεκτη» και απαιτεί την «άμεση ανάκλησή» της, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Γιατί το Εθνικό θέατρο επιλέγει, ανάμεσα στους δεκάδες μεγάλους ηθοποιούς στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου την Ελένη Παπαδάκη, που παρότι ταλαντούχα καλλιτέχνιδα αποτελεί ως τις μέρες μας μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα; Προφανώς τα κριτήρια δεν είναι καλλιτεχνικά, αλλά πολιτικά. Μέσα από τη δραματική κατάληξη της Ελένης Παπαδάκη – που αποδεδειγμένα όχι μόνο δεν είχε την έγκριση του ΕΑΜ, αλλά ήταν εντελώς έξω από τις προθέσεις και την πολιτική του- επιδιώκει να συντηρεί και να αναπαράγει μια ζοφερή, δολοφονική εικόνα για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αντιστρέφοντας ολοσχερώς την πραγματικότητα».

Ποια ήταν, όμως, η Ελένη Παπαδάκη για την οποία ο Μάνος Ελευθερίου το 2006 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα – βιογραφία της με τίτλο «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές», ενώ ο εμπλεκόμενος στην επίμαχη υπόθεση της δολοφονίας της (τα κίνητρα της οποίας μόνο ακραιφνώς πολιτικά δεν ήταν), ηθοποιός Δημήτρης Μυράτ έγραψε σε «όψιμο» (το 2004 στα «Νέα») κείμενό του: «Όπως το αίμα του (Ίωνος) Δραγούμη κατέστρεψε τον (Ελευθέριο) Βενιζέλο, έτσι πιστεύω πως το αίμα της Παπαδάκη κατέστρεψε το ΕΑΜ».

Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου, του 1903 (κατά άλλους το 1907 ή το 1908) από οικογένεια ευκατάστατη και καλλιεργημένη. Όταν νεαρή κοπέλα, η Ελένη Παπαδάκη, ανακοίνωσε στους γονείς της ότι ήθελε να γίνει θεατρίνα, εκείνοι αρνήθηκαν. Υποχώρησαν όμως αργότερα μετά από τη δική της επιμονή. Ξεχώρισε αμέσως από τα πρώτα της βήματα και γρήγορα κατέκτησε κοινό και κριτικούς. Τα προβλήματα άρχισαν, όταν πήγε στο Εθνικό Θέατρο. Η λάμψη και το ασύγκριτο ταλέντο της επισκίασαν επικίνδυνα τις άλλες ταλαντούχες συναδέλφους της που ένιωσαν φθόνο γι αυτήν. Ξεκίνησε έτσι ένας παρασκηνιακός πόλεμος με στόχο τον παραγκωνισμό της. Κύρια αντίπαλός της ήταν η Κατίνα Παξινού που με την εύνοια του Φώτου Πολίτη και του Δημήτρη Ροντήρη έγινε η πρωταγωνίστρια του Εθνικού. Στην Παπαδάκη έδιναν δευτερεύοντες ρόλους ή ρόλους ακατάλληλους για να αξιοποιήσει το ταλέντο της. «Δεν φαντάζεσαι πόσο 'καλλιεργημένο' είναι το έδαφος από την Κατίνα για την Κατίνα. Η κατάσταση πάντοτε αηδής», γράφει η Ελένη Παπαδάκη σε μια φίλη της, όταν πήγε στην Αγγλία μαζί με την Παξινού και άλλους ηθοποιούς για μερικές παραστάσεις. Μόνο ο Κωστής Μπαστιάς για όσο διάστημα ήταν διευθυντής του Εθνικού, την υποστήριξε και της έδωσε τους ρόλους που της άξιζαν.

Οι κριτικοί που έβλεπαν τον παραγκωνισμό της, διαμαρτύρονταν. Γράφει ο Ιωάννης Σιδέρης, κορυφαίος ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου: «Είναι καταφανής η αδικία της από τους σκηνοθέτες... Μου είναι αδύνατον να καταλάβω πώς η Παπαδάκη κάνει τόσο λίγες εμφανίσεις στη σκηνή, ενώ αποδεικνύεται πως είναι η μοναδική γυναίκα του Εθνικού κι από τις καλύτερες του ελληνικού θεάτρου...Είναι αδικημένη η Παπαδάκη που κάθε ίνα της, κάθε κύτταρό της είναι παλμός, ορμή, ουσία, τέχνη».

Παρ’ όλα αυτά ενσάρκωσε και μεγάλους ρόλους. Οι ερμηνείες της υπήρξαν συγκλονιστικές και οι κριτικές που έπαιρνε κάθε φορά διθυραμβικές. Ο Κωστής Μπαστιάς, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Λίνος Καρζής ήταν μερικοί από αυτούς που θαύμασαν το ταλέντο της και έγραψαν γι' αυτήν εγκωμιαστικές κριτικές. Αλλά η Ελένη Παπαδάκη έκανε ένα μοιραίο λάθος, αυτό που με το τέλος της γερμανικής κατοχής εξυπηρέτησε πάρα πολύ όσους τη φθονούσαν: υπήρξε φίλη του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννου Ράλλη. Βέβαια μέσω αυτής της φιλίας έσωσε δεκάδες Έλληνες, αριστερούς και δεξιούς, καθώς και πολλούς εβραίους. Μεταξύ αυτών ήταν ο γιος του βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και ο γιατρός Γιώργος Μουστρούφας που έγινε αργότερα στέλεχος του Υπουργείου Υγείας στην κυβέρνηση του Βουνού.

Το Νοέμβριο του 1944 η απελευθέρωση της Ελλάδας βρίσκει τους Έλληνες διχασμένους. Τα μίση, οι εμπάθειες και οι φανατισμοί έχουν φουντώσει και ο ένας Έλληνας καταδίδει τον άλλον. Στις εκλογές του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών επικρατεί η δεξιά παράταξη: Δημήτρης Χορν, Άννα Καλουτά, Ρένα Βλαχοπούλου, Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης, Σπύρος Μουσούρης και άλλοι. Από την απέναντι πλευρά είναι οι αριστεροί: Αιμίλιος Βεάκης, Μάνος Κατράκης, Δήμος Σταρένιος, Δημήτρης Μυράτ, Τίτος Βανδής, Αλέξης Δαμιανός, Νίκος Τζόγιας και άλλοι. Αρχίζουν οι προγραφές. Στις 23 Νοεμβρίου δημοσιεύεται μια λίστα 14 ατόμων ,με τον τίτλο «Οι προδόται ηθοποιοί». Μια μέρα αργότερα «οι προδόται ηθοποιοί», στο θέατρο «Διονύσια», δικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες και αποβάλλονται από το ΣΕΗ. Ανάμεσά τους «δικάζεται» και αποβάλλεται και η Ελένη Παπαδάκη. Ακούγονται οργισμένες φωνές: «Θάνατος στην πουτ@ν@..!»

Η εφημερίδα «Ελληνικό Αίμα» διαδίδει διάφορες συκοφαντίες εις βάρος της που προκαλούν την αγανάκτηση του κόσμου. Όπως ότι ο Ράλλης της είχε χαρίσει μια ζώνη από πλατίνα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων, την ώρα που ο λαός υπέφερε από την πείνα, και ότι την είχε παντρευτεί σε τέταρτο γάμο παρακάμπτοντας το νόμο. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αληθές.

21 Δεκεμβρίου 1944. Κάποιοι συνάδελφοι της (που δεν θα μάθουμε ποτέ με σιγουριά ποιοι ήταν), την καταδίδουν στην ΟΠΛΑ, τη λαϊκή αστυνομία του ΚΚΕ. Επικεφαλής της ΟΠΛΑ είναι ένας νεαρός εικοσιτριών χρονών, ονόματι Ορέστης. Καπετάν Ορέστης. Αυτός ζητά τη σύλληψή της.

Ο Ορέστης, ένα παιδαρέλι στην ουσία που δεν έχει ακόμα καλοκαταλάβει τι σημαίνει ζωή, έχει ήδη φορτωθεί το θάνατο πολλών ανθρώπων. Προηγουμένως έχει φροντίσει να τους αφαιρέσει ό,τι πολύτιμο έχουν πάνω τους και να το κρατήσει για πάρτη του. Τα φονικά –ή πιο διπλωματικά, οι εκτελέσεις – γίνονταν κατά κανόνα στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ.

Η Ελένη Παπαδάκη συλλαμβάνεται στις 5.30 το απόγευμα στο σπίτι του συναδέλφου, φίλου της και εν ενεργεία τότε γραμματέα του ΕΑΜ Θεάτρου, Δημήτρη Μυράτ και οδηγείται στο κτήριο της Πολιτοφυλακής Πατησίων. Η φίλη της Αιμιλία Καραβία έρχεται αργότερα και ζητά πληροφορίες από τον υπεύθυνο, ο οποίος της συστήνεται ως «ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης». Ο «Μαρά» λέει στην Αιμιλία Καραβία αυτό που κυκλοφορεί και στα στόματα των άλλων, ότι δηλαδή την Ελένη Παπαδάκη την έχει καταγγείλει μια ομάδα ηθοποιών. Μετά από αρκετές ώρες την παίρνουν για ανάκριση. Η κατηγορία που της αποδίδουν είναι ότι έχει παντρευτεί τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη. Εκείνη το αρνείται: «Πιστέψτε με, δεν σας λέω ψέματα. Αφήστε με να σας φέρω αύριο μάρτυρες, ανθρώπους που έσωσα. Δεν ήξερα ότι θα με πιάνατε, αλλιώς θα έφερνα τις αποδείξεις», λέει η ηθοποιός. «Φέρτε φως να δείτε το πρόσωπό μου, να δείτε ότι λέω την αλήθεια, φέρτε φως και θα καταλάβετε από μόνοι σας». Το επιχείρημα είναι αδύνατο, ούτε ένας κανονικός δικαστής δεν θα το δεχόταν. Εξάλλου η Παπαδάκη είναι μεγάλη ηθοποιός, μπορεί να τους μαγέψει και να τους ξεγελάσει με την τέχνη της. «Είναι περιττό το φως. Υπάρχουν αποδείξεις ότι είσαι η κ. Ράλλη», της απαντούν. Ως αποδείξεις θεωρούσαν τα δημοσιεύματα των εφημερίδων που λασπολογούσαν εις βάρος της.

Γύρω στα μεσάνυχτα μεταφέρεται μαζί με άλλους καταδικασμένους, χωροφύλακες κυρίως και αστυνομικούς, στα Διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ.Ο Βλάσης Μακαρώνας, στη δίκη του που έγινε αργότερα, θα περιγράψει ως εξής τα γεγονότα που έλαβαν χώρα εκεί: «Μου την έφεραν σε ταξί. Ήταν τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της, γιατί έκανε διαβολόκρυο... Οι μελλοθάνατοι περνούσαν μπροστά από τον Ορέστη που τους αφαιρούσε τα πολύτιμα αντικείμενα. Από την Παπαδάκη αφαίρεσε δυο δαχτυλίδια. Έπειτα ρώτησε τους άλλους: «Πώς είπε αυτή ότι τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών;» Και έδωσε εντολή να τη σκοτώσουν.

Διέταξαν την Παπαδάκη να γδυθεί. Εκείνη έβγαλε τη γούνα της που έγινε αμέσως κτήμα του Ορέστη. Την διέταξαν έπειτα να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της και όταν αναλύθηκε σε γοερές κραυγές οι άλλοι αναγκάστηκαν να τη γδύσουν με τη βία. Ο Μακαρώνας την έσυρε παραπέρα, αλλά κάτι έγινε μέσα του εκείνη τη στιγμή, ίσως τον επηρέασαν οι οιμωγές της Παπαδάκη, (ή μάλλον ούτε κι ο ίδιος δεν πρέπει να κατάλαβε τι του συνέβη), πάντως αντί να χρησιμοποιήσει το τσεκούρι, όπως έκαναν με τους άλλους, χρησιμοποίησε όπλο. Την πυροβόλησε δυο φορές στο κεφάλι".

Μαρτυρία της ηθοποιού Μαρίας Αλκαίου, κόρης της (επίσης ηθοποιού) Σαπφώς Αλκαίου: «Θυμάμαι τη μάνα μου, όταν ο Ρίτσος μπήκε στο σπίτι μας. Αντί για καλημέρα του είπε: 'Πού είναι η Παπαδάκη; Πού είναι η Παπαδάκη, Ρίτσο;' Κατέβασε το κεφάλι εκείνος. Δεν είχε ιδέα. Δεν ήξερε τίποτα. 'Πού είναι η Ελένη; Πού είναι η Ελένη; Πού είναι, Ρίτσο;' Επέμενε η μητέρα μου αντί για καλημέρα».

Στις 26 Ιανουαρίου του 1945 (ύστερα από δύο μήνες, δηλαδή) κατά την εκταφή των πτωμάτων στον περίβολο των Διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ βρέθηκε και το δικό της πτώμα.

Η είδηση του θανάτου της προκάλεσε βαθιά συγκίνηση στον καλλιτεχνικό κόσμο και στους απλούς ανθρώπους.

Η κηδεία της έγινε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση και ήταν παρόντες ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Δημήτρης Χορν, η Άννα Καλουτά, ο Ανδρέας Φιλιππίδης, η Μελίνα Μερκούρη, ο Κώστας Μουσούρης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Μαρίκα Νέζερ και άλλοι πολλοί. Στον επικήδειο που εκφώνησε ο Θεόδωρος Ανδρουδής είπε μεταξύ άλλων: «Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο». Και ο Αχιλλέας Μαμάκης: «Είσαι θύμα ενός χυδαίου και άπρεπου καλλιτεχνικού φθόνου... Τους έσβηνες από τη σκηνή με την εμφάνισή σου και σε σβήσανε από τη ζωή για να μη σ’ έχει το κοινό σου ως μέτρο σύγκρισης και υπεροχής».

Η Ελένη Παπαδάκη εικονογραφήθηκε σαν Αγία Ελένη από τον Φώτη Κόντογλου και έγινε ποίημα από τον «Αλαφροΐσκιωτο» των γραμμάτων μας Άγγελο Σικελιανό. Οι στίχοι του:«Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε κι΄ όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνει./ Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κι οι εννιά αδελφές εσκύψαν να της βάλλουνε των αιώνων το στεφάνι».

Δυο μήνες μετά την κηδεία της οι υπεύθυνοι των φονικών των Διυλιστηρίων συνελήφθησαν, πέρασαν από δίκη και εκτελέστηκαν. Ο Ορέστης ήταν ήδη νεκρός. Είχε δικαστεί από το στρατοδικείο του ΕΛΑΣ ως πράκτορας της 'Ιντελιτζενς σέρβις' και είχε εκτελεστεί. Αργότερα η ηγεσία του ΚΚΕ θα δηλώσει ότι αγνοούσε τις ασυδοσίες του, ενώ ο Νίκος Ζαχαριάδης θα πει ότι η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια ανοησία.

Ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός έγραφε αργότερα για εκείνη: «Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη. Ίσαμε απάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη... Συχώρεσέ μας».