Ένας πραγματικά ισχυρός Πρωθυπουργός
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εφάρμοσε τα περισσότερα από αυτά που περιλάμβανε η Συμφωνία Αλήθειας, παρότι στη θητεία του αντιμετώπισε πρωτοφανείς κρίσεις
«Κάνε με Πρωθυπουργό για μέρα και θα αλλάξω τη χώρα» είναι μια φράση που έχουν που έχουν πει πολλοί Έλληνες. Η μία μέρα σίγουρα δεν αρκεί. Αλλά μήπως δεν αρκεί και η Πρωθυπουργία; Συχνά λέμε ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι πρωθυπουργικό ή πρωθυπουργοκεντρικό, αλλά ποιος από τους διατελέσαντες Πρωθυπουργούς είχε πραγματικά μεγάλη ισχύ τα τελευταία 30 χρόνια;
Οι Πρωθυπουργοί των μνημονιακών χρόνων (Τσίπρας, Παπαδήμος, Σαμαράς) δεν είχαν αυτοδυναμία και είχαν ανάγκη τη στήριξη μικρότερων κομμάτων που κατά τη διάρκεια της θητεία τους αποχώρησαν, αλλά το σημαντικότερο υλοποίησαν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που σε μεγάλο βαθμό είχε καταρτιστεί και επιβληθεί από την τρόικα.
Αν πάμε πιο πίσω, ο Γιώργος Παπανδρέου ξεκίνησε τη θητεία του πανίσχυρος, έχοντας κερδίσει με δέκα μονάδες διαφορά και αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να στελεχώσει την κυβέρνησή του με πολλά στελέχη έξω από τον κομματικό πυρήνα, αυτούς που αποκλήθηκαν στη συνέχεια κηπουροί. Μέσα σε 2 χρόνια, όμως, αναγκάστηκε υπό το βάρος της εφαρμογής του πρώτου μνημονίου να εγκαταλείψει αρχικά την Πρωθυπουργία και στη συνέχεια την Προεδρία του κόμματος του.
Ο Κώστας Καραμανλής επίσης έδειχνε πανίσχυρος όταν κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές το 2004 και πολύ περισσότερο τις Ευρωεκλογές τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, όταν επικράτησε με 9 μονάδες διαφορά. Ήρθαν όμως οι εκλογές του 2007, οι φονικές πυρκαγιές και η πτώση του εκλογικού ποσοστού, έτσι ώστε έμεινε μία ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία 152 βουλευτών εν μέσω μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Συνεχίζοντας την πορεία προς το παρελθόν, ο Κώστας Σημίτης καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του είχε να αντιμετωπίσει μια πολύ ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση, αλλά και τη βαριά σκιά του Ιδρυτή του Κινήματος, Ανδρέα Παπανδρέου. Μετά την οριακή νίκη του 2000 το πολιτικό του κεφάλαιο άρχισε να εξατμίζεται πολύ γρήγορα, να υποχωρεί δημοσκοπικά, μέχρι που έφτασε να παραδώσει το περιβόητο δαχτυλίδι στον γιο του προκατόχου του, Γιώργο Παπανδρέου.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παρότι έφτασε να πάρει 46,9% στις εκλογές του 1990, εκλήθη να κυβερνήσει με μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, να πάρει επώδυνα μέτρα και να αντιμετωπίσει εσωκομματικά προβλήματα που τελικά οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης του μέσα σε 3 μόλις χρόνια και στην ήττα στις εκλογές που ακολούθησαν.
Πρέπει να φτάσουμε στις εποχές του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, των Ιδρυτών του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας για να βρούμε πολύ ισχυρούς Πρωθυπουργούς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι χωρίς αμφιβολία ο θεμελιωτής της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου ο άνθρωπος που έκανε πράξη την «Αλλαγή» και μετά τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 1985 έδωσε στο Πρωθυπουργικό Αξίωμα μια ισχύ που ποτέ δεν είχε σε αυτή τη χώρα.
Ας επιστρέψουμε στο σήμερα. Τα χρόνια που μεσολάβησαν οι διατελέσαντες Πρωθυπουργοί είδαν τη δύναμή τους να υποχωρεί γιατί δεν κατόρθωσαν να κάνουν αυτά που υποσχέθηκαν προεκλογικά, για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τις κρίσεις που αντιμετώπισαν στη θητεία τους διεθνείς, εθνικές ή εσωκομματικές ή όλα αυτά μαζί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εφάρμοσε τα περισσότερα από αυτά που περιλάμβανε η Συμφωνία Αλήθειας, παρότι στη θητεία του αντιμετώπισε πρωτοφανείς κρίσεις. Η Νέα Δημοκρατία απέδειξε ότι έχει απαλλαγεί από τους διαχρονικούς φόβους της. Αυτοί που προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τους εκλογείς για ενδεχόμενη παντοδυναμία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται να διαψεύδονται. Οι εκλογείς επιλέγουν έναν πραγματικά ισχυρό Πρωθυπουργός για μια ισχυρή Ελλάδα.
Οι Πρωθυπουργοί των μνημονιακών χρόνων (Τσίπρας, Παπαδήμος, Σαμαράς) δεν είχαν αυτοδυναμία και είχαν ανάγκη τη στήριξη μικρότερων κομμάτων που κατά τη διάρκεια της θητεία τους αποχώρησαν, αλλά το σημαντικότερο υλοποίησαν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που σε μεγάλο βαθμό είχε καταρτιστεί και επιβληθεί από την τρόικα.
Αν πάμε πιο πίσω, ο Γιώργος Παπανδρέου ξεκίνησε τη θητεία του πανίσχυρος, έχοντας κερδίσει με δέκα μονάδες διαφορά και αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να στελεχώσει την κυβέρνησή του με πολλά στελέχη έξω από τον κομματικό πυρήνα, αυτούς που αποκλήθηκαν στη συνέχεια κηπουροί. Μέσα σε 2 χρόνια, όμως, αναγκάστηκε υπό το βάρος της εφαρμογής του πρώτου μνημονίου να εγκαταλείψει αρχικά την Πρωθυπουργία και στη συνέχεια την Προεδρία του κόμματος του.
Ο Κώστας Καραμανλής επίσης έδειχνε πανίσχυρος όταν κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές το 2004 και πολύ περισσότερο τις Ευρωεκλογές τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, όταν επικράτησε με 9 μονάδες διαφορά. Ήρθαν όμως οι εκλογές του 2007, οι φονικές πυρκαγιές και η πτώση του εκλογικού ποσοστού, έτσι ώστε έμεινε μία ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία 152 βουλευτών εν μέσω μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Συνεχίζοντας την πορεία προς το παρελθόν, ο Κώστας Σημίτης καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του είχε να αντιμετωπίσει μια πολύ ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση, αλλά και τη βαριά σκιά του Ιδρυτή του Κινήματος, Ανδρέα Παπανδρέου. Μετά την οριακή νίκη του 2000 το πολιτικό του κεφάλαιο άρχισε να εξατμίζεται πολύ γρήγορα, να υποχωρεί δημοσκοπικά, μέχρι που έφτασε να παραδώσει το περιβόητο δαχτυλίδι στον γιο του προκατόχου του, Γιώργο Παπανδρέου.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παρότι έφτασε να πάρει 46,9% στις εκλογές του 1990, εκλήθη να κυβερνήσει με μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, να πάρει επώδυνα μέτρα και να αντιμετωπίσει εσωκομματικά προβλήματα που τελικά οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης του μέσα σε 3 μόλις χρόνια και στην ήττα στις εκλογές που ακολούθησαν.
Πρέπει να φτάσουμε στις εποχές του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, των Ιδρυτών του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας για να βρούμε πολύ ισχυρούς Πρωθυπουργούς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι χωρίς αμφιβολία ο θεμελιωτής της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου ο άνθρωπος που έκανε πράξη την «Αλλαγή» και μετά τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 1985 έδωσε στο Πρωθυπουργικό Αξίωμα μια ισχύ που ποτέ δεν είχε σε αυτή τη χώρα.
Ας επιστρέψουμε στο σήμερα. Τα χρόνια που μεσολάβησαν οι διατελέσαντες Πρωθυπουργοί είδαν τη δύναμή τους να υποχωρεί γιατί δεν κατόρθωσαν να κάνουν αυτά που υποσχέθηκαν προεκλογικά, για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τις κρίσεις που αντιμετώπισαν στη θητεία τους διεθνείς, εθνικές ή εσωκομματικές ή όλα αυτά μαζί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εφάρμοσε τα περισσότερα από αυτά που περιλάμβανε η Συμφωνία Αλήθειας, παρότι στη θητεία του αντιμετώπισε πρωτοφανείς κρίσεις. Η Νέα Δημοκρατία απέδειξε ότι έχει απαλλαγεί από τους διαχρονικούς φόβους της. Αυτοί που προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τους εκλογείς για ενδεχόμενη παντοδυναμία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται να διαψεύδονται. Οι εκλογείς επιλέγουν έναν πραγματικά ισχυρό Πρωθυπουργός για μια ισχυρή Ελλάδα.