Η αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος, δηλαδή του μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ, έχει μετατραπεί σε ένα πολυπαραγοντικό και απρόβλεπτο πολιτικό παιχνίδι. Στο παιχνίδι αυτό παίζουν πια όλοι, ο καθένας με τις δικές του προτεραιότητες, τη δική του ατζέντα, τις διαφορετικές του στρατηγικές και επιδιώξεις. Ο μόνος που ουσιαστικά βρίσκεται πια εκτός παιχνιδιού είναι η Ελλάδα - περιμένοντας να δει μόνον το λογαριασμό που στο τέλος θα κληθεί να πληρώσει.

Η κυβέρνηση παρακολουθεί την παρτίδα να φεύγει εντελώς έξω από τον έλεγχό της σχεδόν ως θεατής. Η θλιβερή εικόνα του κ. Τσακαλώτου να πηγαίνει στο επόμενο Eurogroup με ένα συμβιβαστικό πακέτο πρόσθετων μέτρων λίγες μέρες μετά τη συνέντευξη Τσίπρα με τίτλο «ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα» είναι μια κατάσταση απολύτως προβλέψιμη. Η διαφωνία ανάμεσα σε Ευρωπαίους δανειστές και ΔΝΤ ήταν γνωστή και αγεφύρωτη. Η κυβέρνηση επέλεξε να επενδύσει στη διάσταση μεταξύ των θεσμών, ελπίζοντας ότι το ΔΝΤ τελικώς θα επιλέξει να φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα, κάτι που θα μπορούσε να παρουσιάσει στο εσωτερικό ως πολιτικό της θρίαμβο. Παράλληλα, επένδυσε και στην υποτιθέμενη αγωνία των Ευρωπαίων να κλείσουν το ελληνικό ζήτημα πριν από τις πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη τη φετινή χρονιά, ώστε να αποφύγουν άλλον ένα παράγοντα αβεβαιότητας. Επρεπε να είναι πιο προσεκτική στο τι εύχεται.

Η επιδίωξη μιας πολιτικής διαπραγμάτευσης (για πολλοστή φορά) αποδεικνύεται μοιραία. Πρώτον, γιατί κανείς δεν έχει διάθεση για τέτοια διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, η οποία θα καταλήξει υποχρεωτικά σε νέες ψηφοφορίες στα εθνικά Κοινοβούλια. Δεύτερον, γιατί ο χρόνος πάντοτε δουλεύει εις βάρος μας, επιφυλάσσοντας δυσάρεστες εκπλήξεις. Και, τέλος, γιατί μια απλή ματιά στο ημερολόγιο θα είχε πείσει τους επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου ότι η κλεψύδρα για την Ελλάδα τελειώνει τον Ιούλιο - πριν και όχι μετά από τις γερμανικές εκλογές.

Τώρα τα πράγματα είναι ασφυκτικά. Το ΔΝΤ εξέδωσε μια έκθεση που του δένει τα χέρια. Ο μεγαλύτερος μέτοχός του, οι ΗΠΑ, περιμένουν να συγκροτηθεί ακόμη το οικονομικό επιτελείο Τραμπ. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως η Ελλάδα είναι υπόθεση της Γερμανίας. Ο υποψήφιος πρεσβευτής του στην Ε.Ε. αναρωτιέται γιατί είμαστε ακόμη στην ευρωζώνη και δεν φεύγουμε μόνοι μας.

Η Ιταλία αγωνιά για τον εαυτό της. Στην προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία η λέξη «Ελλάδα» δεν ακούγεται - εκτός ίσως από κτίριο διοίκησης της L’Oreal. Ο κ. Ντάισελμπλουμ δήλωσε ήδη ότι χωρίς ΔΝΤ η Ολλανδία φεύγει από το ελληνικό πρόγραμμα. Το ίδιο ισχύει, όπως διαβεβαίωσε, και για τη Γερμανία - άλλωστε, μας το έχει πει και ο κ. Σόιμπλε. Στη Γερμανία, η κυρία Μέρκελ αισθάνεται την εκλογική ανάσα των Σοσιαλδημοκρατών του κ. Σουλτς, που έχουν ταχθεί υπέρ μιας χαλάρωσης των όρων για την Ελλάδα. Θεωρητικά καλό. Ο κ. Σόιμπλε έχει κάθε λόγο να θέλει παράταση της εκκρεμότητας ώστε να φτάσει στις εκλογές με ανοιχτό το ελληνικό πρόβλημα, πιθανόν λέγοντας ότι χωρίς ΔΝΤ πρέπει να ανοίξει εξαρχής η συζήτηση για ένα νέο, ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την Ελλάδα. Και να καλέσει, τότε, τον κ. Σουλτς να δηλώσει στους Γερμανούς, προεκλογικά, πόσους πρόσθετους πόρους είναι έτοιμος να δώσει.

Σε αυτές τις εκλογικές καντρίλιες των ισχυρών της Ευρώπης η Ελλάδα έχει βρεθεί στη μέση και αποκομίζει μόνον κινδύνους. Η τρέχουσα αξιολόγηση έπρεπε να έχει κλείσει τον Φλεβάρη του 2016. Αν τότε ή λίγο αργότερα οι δανειστές είχαν υποχρεωθεί να πάρουν τις αποφάσεις τους, θα υπήρχε τουλάχιστον χρόνος. Σήμερα, η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να υπογράψει και σε λευκό χαρτί. Ολα δείχνουν, όμως, πως τώρα πια ούτε η λευκή επιταγή είναι αρκετή.